Την οικονομική υστέρηση της Ελλάδας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης συμπυκνώνει μια επισήμανση του διευθύνοντος συμβούλου της Eurobank, Φ. Καραβία, σε χθεσινή συζήτηση στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών: Η χώρα μας και η Τουρκία ξεκίνησαν από το ίδιο σημείο αφετηρίας στο ΑΕΠ πριν από πέντε δεκαετίες, αλλά σήμερα η οικονομία της Τουρκίας έχει τετραπλάσιο μέγεθος από την ελληνική.
Ο κ. Καραβίας ανέφερε ότι «δυστυχώς είμαστε ουραγοί στη σωρευτική ανάπτυξη. Το 1975 το ΑΕΠ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν σχετικά κοντά, με 140 δισ. για εμάς και 170 δισ. για την Τουρκία. Σήμερα εμείς είμαστε κοντά στα 200 δισ. και η Τουρκία είναι πάνω από τα 800 δισ. Νομίζω αυτό αποτελεί τροφή για σκέψη, πέρα από την οικονομική πολιτική και τη στρατηγική που χαράζει η χώρα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, τονίζοντας ότι, ενώ η ελληνική οικονομία έχει προοδεύσει σημαντικά τα τελευταία 50 χρόνια, και ειδικά τα τελευταία χρόνια οι επιδόσεις είναι ιδιαίτερα θετικές, ωστόσο αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα, την πρόοδο της χώρας μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, η εικόνα είναι απογοητευτική.
«Αν θέλουμε να σκάψουμε λίγο πιο βαθιά δημιουργείται μια αμηχανία. Αν αφαιρέσουμε τα χρόνια από το 1974 μέχρι το 1981, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης είναι 0,9% από τότε που μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με θετικό δημογραφικό. Το λέω αυτό γιατί τα επόμενα 10 – 20 χρόνια αυτό θα πρέπει να γίνει 2,5% και με αρνητικό δημογραφικό», σημείωσε.
«Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποια άλλη από τις ευρωπαϊκές οικονομίας που είχε σ' αυτά τα 50 χρόνια μικρότερη πρόοδο από αυτή της Ελλάδας. Σαφώς οι οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης διαγράφουν μια πολύ θετική τροχιά από το σημείο εκκίνησής τους. Οι παλαιές συγκρίσεις περί Ρουμανίας και Πολωνίας δεν ισχύουν πια. Αν δούμε πού ήταν το 1980 η Ιρλανδία ή οι χώρες της Ιβηρικής, πλέον είναι σε άλλη τροχιά από εμάς. Και όλοι έχουν βρει έναν τρόπο, που μπορεί να μας αρέσει – μπορεί να μην μας αρέσει, και πετυχαίνουν πιο συστηματική αύξηση. Θέλω δηλαδή να πω ότι δεν είναι μόνο ότι πηγαίναμε καλά, ήρθε η κρίση ένα πρωί, θα επουλωθούν οι πληγές της κρίσης και μετά πάμε σε κάτι που ήταν καλό».
«Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε», τόνισε ο κ. Βέττας, «είναι το γιατί η Ελλάδα είχε τη μικρότερη βελτίωση».
Η είσοδος στο ευρώ μας υπνώτισε
Ο πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας, Γκίκας Χαρδούβελης, τόνισε πως οι παράγοντες της κρίσης δεν αποτέλεσαν έκπληξη, καθώς είχαν φανεί από το 2007 τα πρώτα σημάδια ότι δεν πηγαίνει κάτι καλά στην ελληνική οικονομία. «Είχαμε μια οικονομία που δεν παρήγαγε αρκετά αγαθά από αυτά που θέλαμε να καταναλώσουμε. Υπήρχε μια εμφανής ανισορροπία», είπε και πρόσθεσε πως το «δημοσιονομικό πρόβλημα επιτάθηκε και εμφανίστηκε πολύ δυνατά το 2009», καθώς αναδείχθηκαν ξαφνικά οι ανισορροπίες που υπήρχαν. «Η οικονομία είχε κάπως ισορροπήσει πριν την ΟΝΕ. Είχαμε κάνει προσπάθεια να ρίξουμε τον πληθωρισμό και τα δημοσιονομικά ελλείμματα», σημείωσε.
Τόνισε πως «με την έλευση της ΟΝΕ χάθηκαν κρίσιμα εργαλεία». «Η είσοδός μας στο ευρώ λειτούργησε σαν "υπνωτικό χάπι" -αντί να μεταρρυθμιζόμαστε, αρκεστήκαμε στην κατανάλωση», είπε χαρακτηριστικά. «Κανείς δεν το έψαξε πραγματικά, μας θεωρούσαν μια "μικρή Γερμανία"». Ο κ. Χαρδούβελης σημείωσε πως «ζήσαμε μια έντονη εποχή που υπήρχε υπερκατανάλωση και υποπαραγωγή. Το Δημόσιο, αντί να έχει έσοδα από τους φόρους, ξόδευε παραπάνω. Αυτές οι δύο ανισορροπίες εμφανίστηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης του 2009 και μας έφεραν εκεί που μας έφεραν».
Ο κ. Χαρδούβελης τόνισε, εξάλλου, ότι η ελληνική κοινωνία έχει, σε μεγάλο βαθμό, στρεβλή εντύπωση για τα αίτια της κρίσης. «Πρέπει να καταλάβουν όλοι οι πολίτες γιατί ήρθε η κρίση. Οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι οι εγκάθετοι Ευρωπαίοι ήρθαν και επέβαλαν μέτρα και μας έκαναν πιο φτωχούς, ότι ήρθε απ’ έξω η κρίση και έτσι ακόμα δεν έχει γίνει μια σοβαρή συζήτηση για την κρίση». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι πρέπει να υπάρξει επένδυση στον οικονομικό εγγραμματισμό.
Από την πλευρά του ο Ευάγγελος Μυτιληναίος σημείωσε πως «το σοκ της κατάρρευσης στη διάρκεια της κρίσης δεν έγινε στην Ελλάδα, αλλά στη Γαλλία και συγκεκριμένα στη Ντοβίλ», όπου Σαρκοζί και Μέρκελ τον Οκτώβριο του 2010 αποφάσισαν πως το νόμισμα είναι κοινό αλλά τα δημοσιονομικά της κάθε χώρας κρίνονται ξεχωριστά και τα επιτόκια δανεισμού της κάθε χώρας θα κρίνονταν ανάλογα με τις επιδόσεις της.
«Μέχρι τότε όλοι νομίζαμε πως είμαστε Γερμανία, καθώς είχαμε πολύ μικρή διαφορά στο επιτόκιο και μπορούσαμε να ζήσουμε με αυτό», ανέφερε ο κ. Μυτιληναίος. Υπενθύμισε ότι την πρώτη δεκαετία του 2000 υπήρξε στην Ελλάδα μια μεγάλη αύξηση του δανεισμού στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς τα επιτόκια, που τη δεκαετία του '90 ξεπερνούσαν και το 20%, ξαφνικά υποχώρησαν λόγω του κοινού νομίσματος στο 3%.
Η ευκαιρία για την ελληνική οικονομία
Από τους συνομιλητές του πάνελ αναγνωρίζεται, πάντως, ότι η ελληνική οικονομία κάνει βήματα προς την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, κάτι που ήδη αντανακλάται στις εξαγωγές αγαθών, ενώ και το τραπεζικό σύστημα έχει εξυγιανθεί και είναι έτοιμο να παίξει τον ρόλο του στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Στη μοναδική ευκαιρία που έχουν οι ελληνικές τράπεζες να δημιουργήσουν κεφαλαιακό απόθεμα στάθηκε ο κ. Μυτιληναίος που αναφέρθηκε στο συνδυασμό των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ και των σχετικά χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, σημειώνοντας πως οι τράπεζες έχουν καταφέρει πολύ σημαντική κερδοφορία.
Σημείωσε επίσης πως μπορούν να «χρησιμοποιήσουν αυτή την περίοδο για να εκμοντερνιστούν και να ανταγωνιστούν πλέον επί ίσοις όροις τα ξένα τραπεζικά ιδρύματα», ενώ πρόσθεσε ότι «συνολικά οι τράπεζες και οι υπηρεσίες που προσφέρουν είναι πολύ πιο εξειδικευμένες από ό,τι στο παρελθόν».
Ο κ. Μυτιληναίος τόνισε πως «το επόμενο μεγάλο ορόσημο για την ελληνική οικονομία είναι το 2032. Όπως όλοι γνωρίζετε, ο πρόεδρος (σ.σ.: Ευάγγελος Βενιζέλος) και οι συνεργάτες του, ο κ. Ζανιάς και όλο το επιτελείο τότε, έχουν φτιάξει ένα προφίλ δημόσιου χρέους, το οποίο μας πάει ασφαλώς μέχρι το 2032». Ωστόσο, στη συνέχεια «τα πράγματα αλλάζουν δραστικά. Και εάν μέχρι τότε το ΑΕΠ δεν έχει ανέβει σε επίπεδο αρκετό, που να κάνει το χρέος, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, σε λογικά επίπεδα, θα αρχίσουμε πάλι να βλέπουμε να ανεβαίνουν τα spread».
«Το Ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι αρνητικό. Το momentum για την Ελλάδα διεθνώς είναι θετικό, όχι για την Ευρώπη. Ευρώπη, negative. Ελλάδα, positive», υπογράμμισε.
«Να μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια θα επιβαρυνθεί με εκατοντάδες δισεκατομμύρια, για να μην ανεβάσω περισσότερο το νούμερο, με αμυντικές δαπάνες οι οποίες πριν από δύο χρόνια δεν υπήρχαν στον ορίζοντα αλλά τώρα μπαίνουν και μπαίνουν επιτακτικά και επίσης θα επιβαρυνθεί υπέρμετρα με το κόστος της «πράσινης μετάβασης» εάν οι ευρωπαίοι πολιτικοί δεν βάλουν μυαλό και δεν συγχρονίσουν την ενεργειακή μετάβαση, την πράσινη μετάβαση με τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας.», τόνισε ο κ. Μυτιληναίος.
Ο κ. Βέττας επισήμανε ότι «το πιο ελπιδοφόρο σημείο των τελευταίων ετών είναι ότι έχουμε μια συστηματική αύξηση των εξαγωγών. Ακόμα και εκτός των πετρελαιοειδών που προσελκύουν και εισαγωγές. Υπάρχουν επιχειρήσεις μεγάλες και μικρές που διασυνδέθηκαν μέσα στην κρίση με τη διεθνή αγορά. Οι εξαγωγές έχουν ουσιαστικά διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια».
Παράλληλα, ανέφερε ότι παρά την ανάπτυξη που καταγράφει η οικονομία λόγω των συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την πανδημία, θα πρέπει να εξεταστεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο κ. Καραβίας σημείωσε, πως «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ασφαλώς έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί την οικονομία και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχει ανάγκη για τα επόμενα χρόνια. Το επιβεβαιώνουν άλλωστε όλες οι εκθέσεις των διεθνών οίκων το τελευταίο διάστημα. Πολύ πρόσφατα, η S&P αναβάθμισε και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισημαίνοντας ότι «αυξημένες επενδύσεις, βελτίωση στην αγορά εργασίας και βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών χάρη στην εξομάλυνση του τραπεζικού συστήματος» είναι οι παράγοντες που θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια».
Αναφερόμενος στον κομβικό ρόλο των τραπεζών, ο κ. Καραβίας υπογράμμισε ότι «όλα τα μεγάλα έργα υποδομής, η ενεργειακή μετάβαση της οικονομίας, ο ψηφιακός της μετασχηματισμός και η διοχέτευση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης στις επιχειρήσεις, όλα πραγματοποιούνται μέσω του τραπεζικού συστήματος, σχεδόν αποκλειστικά. Ήδη οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας μας και οι μεγαλύτερες από τις ΜΜΕ δανείζονται πλέον με περιθώρια που είναι αντίστοιχα ή και χαμηλότερα από τα αντίστοιχα σε ευρωπαϊκές χώρες ή τη Β. Αμερική». Όπως σημείωσε με έμφαση, η στρόφιγγα του τραπεζικού δανεισμού παραμένει ανοιχτή για όσους διαθέτουν επιχειρηματικό πλάνο.