Όταν στα μέσα της τρέχουσας εβδομάδας η απόδοση του γαλλικού 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε αυτήν του αντίστοιχου ελληνικού και το spread με το γερμανικό ομόλογο εκτινάχθηκε σε νέα ύψη, ακόμη και οι πλέον δύσπιστοι κατανόησαν τα τεράστια προβλήματα της γαλλικής οικονομίας.
Μετά τη Γερμανία και η Γαλλία αναδεικνύεται ως ένας «βαρύς πονοκέφαλος» για την ευρωζώνη, με διογκωμένο έλλειμμα και χρέος και παράλληλα μία εν εξελίξει πολιτική αστάθεια, η οποία, εάν ενταθεί, απειλεί να οδηγήσει σε μία παρατεταμένη και δύσκολη στη διαχείριση κρίση.
Η κυβέρνηση «ανάγκης» του Μισέλ Μπαρνιέ βρίσκεται αντιμέτωπη με την ξεκάθαρη άρνηση του ακροδεξιού Λαϊκού Μετώπου να ψηφίσει τον προϋπολογισμό του 2025 και με το «παιχνίδι εξουσίας» της Μαρί Λεπέν, η οποία συνεχίζει να ζητά αλλαγές της τελευταίας στιγμής, πιθανώς ασκώντας με αυτό τον τρόπο πίεση για να μην δικαστεί για απάτες και της αφαιρεθεί το δικαίωμα συμμετοχής στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Ο κ. Μπαρνιέ γνωρίζει καλά από κρίσεις και δύσκολες διαπραγματεύσεις, με δεδομένο ότι ήταν και επικεφαλής της ευρωπαϊκής ομάδας διαχείρισης του Brexit, αλλά κατανοεί σίγουρα και τις ομοιότητες μεταξύ της σημερινής Γαλλίας και της Βρετανίας πριν από την έξοδο από την ΕΕ: μία οικονομία σε πτώση, οι αγορές να περιμένουν στην γωνία και πολιτικά κόμματα που προάγουν το δικό τους και όχι το εθνικό συμφέρον.
Όλα ξεκίνησαν τον Ιούνιο, όταν ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές καθώς το κόμμα του δεν είχε την πλειοψηφία στη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Το στοίχημα απέτυχε, αφήνοντας την Κάτω Βουλή διαιρεμένη σε τρία αντίθετα μπλοκ: ένα αποδυναμωμένο κέντρο που υποστηρίζει τον πρόεδρο, μια αριστερή συμμαχία και μια ενισχυμένη ακροδεξιά με επικεφαλής τη Μαρίν Λεπέν. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα συνασπισμού, ο Μακρόν διόρισε τελικά τον Σεπτέμβριο τον Μ. Μπαρνιέ πρωθυπουργό με βασική αποστολή να βάλει σε τάξη τα ακατάστατα οικονομικά της Γαλλίας.
Ο κ. Μπαρνιέ γνώριζε την τακτική που έχουν τα κόμματα της γαλλικής αντιπολίτευσης να καταψηφίζουν τα περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα που υπάρχουν στον προϋπολογισμό, αλλά ξέρει επίσης ότι υπάρχει και η συνταγματική διάταξη, γνωστή ως Άρθρο 49.3, που δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να περάσει κάποιους νόμους χωρίς να τους στηρίζει η πλειοψηφία. Αλλά ένας τέτοιος ελιγμός εκθέτει τον πρωθυπουργό σε πρόταση δυσπιστίας που, αν υποστηριχθεί από την πλειοψηφία των βουλευτών, τον εκδιώκει από το αξίωμα και ουσιαστικά ακυρώνει το νομοσχέδιο.
Το εν λόγω άρθρο έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν, αλλά οι τότε κυβερνήσεις είχαν περισσότερους βουλευτές και μία πιο διαλλακτική αντιπολίτευση. Δεν ισχύει αυτό σήμερα. Το μεν Λαϊκό Μέτωπο είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι δεν θα ψηφίσει τις όντως επιθετικές περικοπές δαπανών που υπάρχουν στον προϋπολογισμό, με στόχο το έλλειμμα να υποχωρήσει κοντά στο 5% από 6% που είναι σήμερα. Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η Μαρί Λεπέν.
Κατά την έναρξη της συζήτησης για τον προϋπολογισμό, η Λεπέν υιοθέτησε μια αρκετά θετική προσέγγιση, λέγοντας ότι είναι επείγον να αποκατασταθούν τα δημόσια οικονομικά και ότι το κόμμα της δεν θα επιδιώξει να προκαλέσει χάος. Επίσης, υπάρχει μικρό προφανές πολιτικό όφελος για την ίδια, καθώς δεν μπορούν να διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές μέχρι το καλοκαίρι του 2025. Όμως έχει αλλάξει στάση, γεγονός που οδηγεί τους επενδυτές σε ρευστοποιήσεις γαλλικών μετοχών και ομολόγων, με τον δείκτη CAC 40 να βρίσκεται σε τροχιά για τη χειρότερη χρονιά του -σε σύγκριση με τις άλλες αγορές της Ευρώπης- από το 2010.
Ακόμη και πριν από την πολιτική αναταραχή των τελευταίων εβδομάδων, τα δημοσιονομικά της Γαλλίας ήταν «κόκκινο πανί» για τους επενδυτές, με τους στόχους για μείωση του χρέους να μην επιτυγχάνονται, ενώ τα φορολογικά έσοδα υποχωρούν και το έλλειμμα συνεχώς διογκώνεται.
Ο προϋπολογισμός του Μπαρνιέ για το 2025 αποσκοπεί στη μείωση του ελλείμματος στο 5% με μία θεραπεία σοκ ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, που περιλαμβάνει αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών. Ακόμη και αν μπορέσει να τα καταφέρει, ο στόχος αυτός τίθεται όλο και περισσότερο υπό αμφισβήτηση, καθώς οι υπουργοί έχουν δεσμευτεί να αμβλύνουν ορισμένα από τα μέτρα.
Εάν τελικά η Λεπέν δεν υπαναχωρήσει, τότε ο Μπαρνιέ εξ ανάγκης θα πρέπει να αποχωρήσει από την πρωθυπουργία και ο Μακρόν να βρει αντικαταστάτη του. Πρόκειται για ένα δύσκολο έργο, καθώς δεν εμφανίζονται αρκετοί που είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο και με δεδομένο ότι δεν μπορούν να γίνουν εκλογές πριν από το καλοκαίρι του 2025, η Γαλλία κινδυνεύει να μείνει ακέφαλη, ενώ οι αγορές συνεχίζουν να καραδοκούν.