Η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου παγκοσμίως αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς από τη δεκαετία του 1990, με τους υπερ-πλούσιους να συγκεντρώνουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο, σύμφωνα με έκθεση του Εργαστηρίου για τις Παγκόσμιες Ανισότητες, που συνδέεται με τη Σχολή Οικονομικών του Παρισιού.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 10% των πλουσιότερων ενήλικων παγκοσμίως (556 εκατ. άτομα) απολαμβάνει το 53% των συνολικών εισοδημάτων και κατέχει το 75% της περιουσίας. Αντίθετα, το 50% των φτωχότερων (περίπου 2,8 δισ. ενήλικοι) λαμβάνει μόλις το 8% των εισοδημάτων και κατέχει το 2% της παγκόσμιας περιουσίας.
Ακόμη πιο έντονη γίνεται η ανισότητα μεταξύ του 0,001% των πλουσιότερων, δηλαδή 56.000 πολυεκατομμυριούχων, που ελέγχουν πλέον πάνω από το 6% του παγκόσμιου πλούτου, έναντι περίπου 4% το 1995.
Η έκθεση επισημαίνει ότι «οι ακραίες ανισότητες περιουσίας αυξάνονται ραγδαία». Από τη δεκαετία του 1990, η περιουσία των δισεκατομμυριούχων και των centi-millionnaires (όσων διαθέτουν τουλάχιστον 100 εκατ. δολάρια σε επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία) αυξήθηκε κατά 8% ετησίως, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από την αύξηση της περιουσίας του φτωχότερου 50% του πληθυσμού.
Παράλληλα, οι πιο εύποροι πληρώνουν αναλογικά λιγότερους φόρους σε σύγκριση με τα νοικοκυριά χαμηλότερων εισοδημάτων. Οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν την εφαρμογή ενός ελάχιστου φόρου περιουσίας, επισημαίνοντας ότι ακόμη και μέτρια ποσοστά θα μπορούσαν να αποφέρουν από 0,45% έως 1,11% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή 503 εκατ. έως 1,256 δισ. δολάρια, με φόρο 2%-5% στις περιουσίες που υπερβαίνουν τα 100 εκατ. δολάρια.
Από το 1980, τα εισοδήματα του φτωχότερου 50% αυξήθηκαν κατά 1,8% ετησίως, ενώ τα αντίστοιχα του πλουσιότερου 10% αυξήθηκαν από 1,2% έως 3%. Οι μεσαίες τάξεις σημείωσαν τη χαμηλότερη αύξηση (+1%).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στη μείωση του ποσοστού των εισοδημάτων από εργασία, που υποχωρεί από 61% το 1980 στο 53% το 2025, ενώ τα εισοδήματα από κεφάλαιο αυξάνονται στο 47% από 39% προηγουμένως.
Η έκθεση τονίζει πως «οι ανισότητες είναι πολιτική επιλογή» και σημειώνει ότι ισχυρή αναδιανομή, δίκαιη φορολογία και προτεραιότητα στις κοινωνικές επενδύσεις οδηγούν σε μείωση των ανισοτήτων.
Επιπλέον, τονίζεται η ύπαρξη «ακραίων και επίμονων ανισοτήτων» σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Το 10% των πλουσιότερων αντιπροσωπεύει το 77% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα που συνδέονται με ιδιωτική ιδιοκτησία κεφαλαίου, ενώ το φτωχότερο 50% ευθύνεται για μόλις το 3% αυτών των εκπομπών.
Τέλος, η έκθεση αναφέρει ότι οι γυναίκες κερδίζουν μόλις το 61% του ωρομισθίου των ανδρών, ποσοστό που υποχωρεί στο 32% αν συνυπολογιστεί η μη αμειβόμενη οικιακή εργασία.