Τα νερά έρχεται να ταράξει η πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), η οποία αναφέρει ότι η παραγωγή από τα υφιστάμενα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνεται με ταχύτερους ρυθμούς από ότι εκτιμούσε μέχρι σήμερα.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, χωρίς συνεχή επενδυτική δραστηριότητα, η παγκόσμια ενεργειακή αγορά θα χάνει κάθε χρόνο ποσότητες ισοδύναμες με την παραγωγή της Βραζιλίας και της Νορβηγίας μαζί, απειλώντας σοβαρά την ενεργειακή ασφάλεια αλλά και τη σταθερότητα των τιμών.
Ωστόσο, η χρονική στιγμή δημοσίευσης της έρευνας δεν θα μπορούσε να είναι πιο κομβική για την χώρα μας, μετά και την πρόσφατη συμμετοχή της αμερικανικής Chevron σε σύμπραξη με τη Helleniq Energy στον διεθνή διαγωνισμό για τους υδρογονάνθρακες στα θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου.
Ανησυχητικός ο ρυθμός εξάντλησης των κοιτασμάτων
Σύμφωνα με την έκθεση, η δημόσια συζήτηση γύρω από το μέλλον του πετρελαίου και του φυσικού αερίου επικεντρώνεται κυρίως στη ζήτηση, ενώ οι παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά συχνά παραμελούνται. Όμως, οι ρυθμοί εξάντλησης των κοιτασμάτων αποδεικνύονται κρίσιμος παράγοντας. «Οι ρυθμοί εξάντλησης είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο για κάθε συζήτηση γύρω από τις επενδυτικές ανάγκες στον κλάδο», τονίζει χαρακτηριστικά ο εκτελεστικός διευθυντής του IEA, Φατίχ Μπιρόλ.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο πιεστική λόγω της αυξημένης εξάρτησης από μη συμβατικές πηγές, όπως το σχιστολιθικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο από σχιστόλιθο, που παρουσιάζουν πολύ υψηλότερους ρυθμούς παρακμής. Ενδεικτικά, η παραγωγή σε τέτοιες εγκαταστάσεις μπορεί να μειωθεί άνω του 35% μέσα σε έναν χρόνο εάν δεν πραγματοποιηθούν νέες επενδύσεις.
Οι ρυθμοί εξάντλησης δεν είναι ίδιοι παντού. Συγκεκριμένα, τα υπεργιγαντιαία χερσαία κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής υποχωρούν λιγότερο από 2% ετησίως, ενώ τα μικρότερα υπεράκτια κοιτάσματα της Ευρώπης ξεπερνούν το 15%. Το φυσικό αέριο ακολουθεί επίσης ανιούσα πορεία μείωσης: από 180 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως το 2010, σήμερα η απώλεια αγγίζει τα 270 δισ.
Ανάγκη για ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων
Η διατήρηση της παγκόσμιας παραγωγής στα τρέχοντα επίπεδα απαιτεί την ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων. Ο IEA εκτιμά ότι μέχρι το 2050 θα χρειαστούν πάνω από 45 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα και σχεδόν 2.000 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου από νέα κοιτάσματα, ποσότητες που αντιστοιχούν στην παραγωγή των τριών μεγαλύτερων παραγωγών παγκοσμίως μαζί.
Ωστόσο, η διαδικασία εντοπισμού, αδειοδότησης και ανάπτυξης νέων κοιτασμάτων είναι μακροχρόνια. Κατά μέσο όρο, απαιτούνται σχεδόν 20 χρόνια από τη χορήγηση άδειας έρευνας έως την πρώτη παραγωγή, με μία δεκαετία να αφιερώνεται στην ανακάλυψη και άλλη μία σε εκτίμηση, έγκριση και κατασκευή.
Η ανάγκη διαρκών επενδύσεων στον κλάδο δεν περιορίζεται μόνο στη διασφάλιση της επάρκειας, αλλά συνδέεται και με το ενεργειακό μείγμα και τις εκπομπές. Η ταχύτερη μείωση παραγωγής, εάν δεν καλυφθεί με νέες επενδύσεις ή εναλλακτικές λύσεις, μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις στις αγορές και να ενισχύσει τις πιέσεις στις τιμές, ενώ η εξίσωση της ενεργειακής μετάβασης καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη.
Η έκθεση του IEA έρχεται να υπενθυμίσει ότι χωρίς προσεκτικό σχεδιασμό και έγκαιρη δράση, η ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια εφοδιασμού και στη βιώσιμη ανάπτυξη κινδυνεύει να ανατραπεί.
Ιστορικό momentum για την Ελλάδα
Την ώρα που η Ευρώπη αναζητά τρόπους να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια, η χώρα μας προβάλλει ως μια νέα αναδυόμενη αγορά στον χάρτη των υδρογονανθράκων, ειδικά μετά την συμμετοχή του αμερικανικού κολοσσού στον διεθνή διαγωνισμό για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε περιοχές νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου.
Μάλιστα, αν υπάρξει εμπορική ανακάλυψη και το project φτάσει σε τελική επενδυτική απόφαση (FID) την επόμενη δεκαετία, η Ελλάδα θα έχει εξασφαλίσει ένα «παράθυρο» ασφάλειας εφοδιασμού για τις επόμενες δεκαετίες.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν, μεταξύ άλλων, ο χρόνος ωρίμανσης (απαιτούνται 10–15 χρόνια από τις σεισμικές έρευνες έως την παραγωγή), το ρίσκο ζήτησης, αλλά και η χρηματοδότηση, καθώς οι επενδυτές ζητούν αυστηρή συμμόρφωση με περιβαλλοντικά πρότυπα και χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα.