Η νέα έκδοση του International Public Sector Financial Accountability Index (2025) από τους IFAC, CIPFA και IPSASB δείχνει πως οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν τη μετάβαση από τη λογιστική ταμειακής βάσης στη δεδουλευμένη λογιστική. Ωστόσο, η πρόοδος είναι πιο αργή απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί.
Σημειώνεται ότι η δεδουλευμένη λογιστική (accrual accounting) είναι η μέθοδος λογιστικής όπου τα έσοδα και οι δαπάνες καταγράφονται τη στιγμή που γεννιέται το δικαίωμα ή η υποχρέωση, ανεξάρτητα από το πότε γίνεται η πληρωμή ή η είσπραξη.
Το 2024, μόλις το 31% των κυβερνήσεων κατέγραφαν τα οικονομικά τους με βάση τη δεδουλευμένη λογιστική, έναντι 29% το 2020. Μέχρι το 2030, το ποσοστό αναμένεται να φτάσει στο 56%, χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
Η πανδημία και οι δημοσιονομικές πιέσεις επιβράδυναν τις μεταρρυθμίσεις, αν και η κατεύθυνση παραμένει ανοδική. Σήμερα, οι χώρες υψηλού εισοδήματος κυριαρχούν στην εφαρμογή της δεδουλευμένης λογιστικής (57%), όμως μέχρι το 2030 η πλειοψηφία (60%) θα προέρχεται από χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
Παράλληλα, το 81% των κυβερνήσεων που θα χρησιμοποιούν δεδουλευμένη λογιστική το 2030 θα βασίζονται στα διεθνή πρότυπα IPSAS, είτε άμεσα, είτε με προσαρμογές, είτε ως σημείο αναφοράς.
Σύμφωνα με τον IFAC, η μετάβαση στη δεδουλευμένη λογιστική δεν αποτελεί απλώς αλλαγή μεθόδου, αλλά εργαλείο διακυβέρνησης με πολλαπλά οφέλη. Πρώτα απ’ όλα, προσφέρει διαφάνεια, καθώς οι κυβερνήσεις καταγράφουν την πραγματική οικονομική επίπτωση των αποφάσεών τους και όχι μόνο τις ταμειακές ροές.
Επιπλέον, διευκολύνει τη λήψη καλύτερων αποφάσεων, δίνοντας στους ηγέτες τη δυνατότητα να σχεδιάζουν πιο ρεαλιστικούς προϋπολογισμούς, να αξιολογούν τη βιωσιμότητα των πολιτικών τους και να μετρούν το πλήρες κόστος των προγραμμάτων.
Τέλος, ενισχύει τη λογοδοσία, αφού η παρουσίαση περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και μακροχρόνιων δαπανών υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να απαντούν για τις σημερινές επιλογές που επηρεάζουν τους αυριανούς φορολογούμενους.
Η δεδουλευμένη λογιστική υπόσχεται περισσότερη διαφάνεια και υπευθυνότητα, όμως συνοδεύεται από υψηλό κόστος εφαρμογής. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα οφέλη πραγματικά ξεπερνούν το κόστος, ιδιαίτερα για οικονομίες με περιορισμένους πόρους.