Αρνητικά ρεκόρ στα κόκκινα δάνεια και στη ρευστότητα διαπιστώνει η ΕΚΤ για τις ελληνικές τράπεζες. Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα της ΕΚΤ οι ελληνικές συστημικές τράπεζες (Εθνική Πειραιώς, Alpha Bank και Πειραιώς) έχουν σε ολόκληρη την ευρωζώνη το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και τη χαμηλότερη ρευστότητα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει υποχωρήσει στην Ευρωζώνη στο 3,56% το δεύτερο τρίμηνο του 2019, ενώ στην Ελλάδα αγγίζει το 40% (39,2%) το οποίο είναι και το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Το μικρότερο ποσοστό κόκκινων δανείων το έχουν οι τράπεζες στο Λουξεμβούργο το οποίο είναι κάτω από 1% (0,97%).
Παρά το βαρύ φορτίο των κόκκινων δανείων η κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών δεν είναι τόσο δυσμενής, καθώς οι σχετικοί δείκτες κυμαίνονται κοντά στο μέσο όρο της Ευρωζώνης. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΚΤ την ίδια περίοδο, ο βασικός δείκτης που αντανακλά την κεφαλαιακή ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο Common Equity Tier 1 (CET1) διατηρήθηκε στο 14,34%, ο δείκτης Tier 1 ratio στο 15,55% και ο δείκτης total capital ratio στο 18.01%.
Κατά μέσο όρο οι κεφαλαιακοί δείκτες στις τράπεζες της ευρωζώνης κυμαίνονται από 1.89% στην Ισπανία έως το 28.02% στην Εσθονία. Για τις ελληνικές τράπεζες κατά μέσο όρο οι σχετικοί δείκτες διατηρούνται σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 15%.
Τέλος, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι ο βασικός δείκτης ρευστότητας των τραπεζών της ευρωζώνης υποχώρησε στο 146.83% το δεύτερο τρίμηνο του 2019, από 149.51% που ήταν στο πρώτο τρίμηνο. Στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες καθώς ο σχετικός δείκτης διαμορφώνεται στο 99.15% ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα στη Σλοβενία, διαθέτοντας κατά μέσο όρο δείκτη ρευστότητας 369.16% βρίσκονται στην πρώτη θέση.
Τιμές του δείκτη ρευστότητας κάτω από το 100% σημαίνουν ότι μια τράπεζα δεν έχει επαρκή ρευστότητα για να καλύψει τις άμεσες υποχρεώσεις της. Πάντως, η ΕΚΤ διευκρινίζει ότι τα στοιχεία για ελληνικές τράπεζες επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες που εμποδίζουν προσωρινά τη χρήση του σχετικού δείκτη ρευστότητας προκειμένου να απεικονιστεί κατάλληλα ο κίνδυνος ρευστότητας.