Το τηλεφώνημα μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν την Τετάρτη ενίσχυσε τους φόβους ότι οι προσπάθειες της Ρωσίας να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ και την ΕΕ εντείνονται.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούν όλο και περισσότερο για τις αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ και για το γεγονός ότι παρακάμπτονται, καθώς η Ρωσία και οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται απευθείας για θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, όπως σημειώνει το Bloomberg.
Εν τω μεταξύ, οι ρωσικές δυνάμεις στην Ουκρανία αποτελούν τη σοβαρότερη απειλή για την ασφάλεια από τον Ψυχρό Πόλεμο, ενώ οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας υπογραμμίζουν απλώς μια ευρύτερη αίσθηση γεωπολιτικής αστάθειας. Η προσέγγιση «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ για την εθνική ασφάλεια θα μπορούσε να αποσύρει αμερικανικά στρατεύματα και εξοπλισμό από την Ευρώπη.
«Η διασφάλιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας πρέπει να αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ», δήλωσε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πιτ Χέγκσεθ σε ομιλία του προς τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, προσθέτοντας ότι η Ευρώπη οφείλει να στηρίξει τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά την Ουκρανία και όχι οι ΗΠΑ.
Η ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην άμυνα
Ο μετασχηματισμός των νέων δαπανών σε μια ισχυρή, βιώσιμη ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία απαιτεί βαθιές αλλαγές. Σχεδόν το 80% των δαπανών οφείλονται σε αγορές αμυντικού εξοπλισμού κατά κύριο λόγω από τις ΗΠΑ, όπως έδειξε και η Έκθεση Ντράγκι. Πλέον, οι ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες καλούνται να αυξήσουν την παραγωγή τους μετά από χρόνια υποτονικών επενδύσεων.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί για πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες ύψους 800 δισ. ευρώ έως το 2028, σύμφωνα με εκτιμήσεις της McKinsey. Πρόκειται για μια αύξηση 44% από τα επίπεδα πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά το ποσό παραμένει χαμηλό.
Η χρηματοδότηση δεν είναι η μόνη πρόκληση. Ο κλάδος αντιμετωπίζει επίσης συμφορήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, ελλείψεις πρώτων υλών και υστέρηση στην καινοτομία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.
Ο κατακερματισμός είναι ένα ακόμη πιο θεμελιώδες ζήτημα. Η δέσμευση της Ευρώπης να διατηρήσει τις εγχώριες θέσεις εργασίας και η εστίαση των εθνικών πρωταθλητών άμυνας στις κυβερνήσεις τους ως πρωταρχικούς πελάτες εμποδίζουν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις που απαιτούνται για την αποτελεσματικότητα. Η Ευρώπη διαθέτει 19 άρματα μάχης σε σύγκριση με το ένα της Αμερικής, σύμφωνα με τη McKinsey, και το αμερικανικό ναυτικό διαθέτει τέσσερις τύπους φρεγατών ή αντιτορπιλικών, ενώ η Ευρώπη διαθέτει 27 διαφορετικά μοντέλα.
Η ενίσχυση της βιομηχανίας θα αποφέρει οικονομικά οφέλη, ιδίως για χώρες με καθιερωμένους αμυντικούς τομείς, όπως Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Σουηδία. Περαιτέρω δαπάνες θα μπορούσαν να στηρίξουν την αύξηση της απασχόλησης, ιδίως σε βιομηχανικές περιοχές που μεταβαίνουν από την αυτοκινητοβιομηχανία σε άλλους κλάδους.
Οι τεχνολογικές απαιτήσεις και οι επενδύσεις που απαιτούνται για τη δημιουργία γραμμών παραγωγής και αλυσίδων εφοδιασμού σημαίνουν ότι οι εταιρείες συχνά διστάζουν να ξεκινήσουν χωρίς σταθερές μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις από τις κυβερνήσεις. Μέχρι στιγμής, η Ευρώπη δεν έχει όραμα για τη βιομηχανία της πέρα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφήνοντας τις εταιρείες να αναρωτιούνται για τις προοπτικές τους μόλις τελειώσει η σύγκρουση.
Την ίδια στιγμή, η αναβάθμιση του αμυντικού τομέα θα απαιτήσει εστίαση σε συγκεκριμένους τομείς: κατευθυνόμενα όπλα, βαρύ πυροβολικό, τεθωρακισμένα οχήματα και συστήματα αεράμυνας, είδη που αποδείχθηκαν κλειδιά για την υπεράσπιση της Ουκρανίας από τη ρωσική επίθεση. Οι Rheinmetall, Saab, Leonardo, Thales και BAE Systems, οι μεγαλύτεροι προμηθευτές υλικού για τις χερσαίες δυνάμεις της Ευρώπης, θα επωφεληθούν από την αυξημένη ζήτηση.
Ωστόσο, οι αλυσίδες εφοδιασμού της περιοχής είναι στο «κόκκινο». Οι μικρότεροι, οικογενειακοί προμηθευτές ανταλλακτικών αντιμετωπίζουν δυσκολίες επέκτασης, περιοριζόμενοι από ελλείψεις κεφαλαίων και προβλήματα στην εύρεση πρώτων υλών. Ο χάλυβας βαρέων ελασμάτων - κρίσιμος για τα άρματα μάχης και τα πολεμικά πλοία - είναι σε έλλειψη μετά από χρόνια κλεισίματος εργοστασίων, αφήνοντας την ήπειρο να εξαρτάται από παραγγελίες από πιθανούς αντιπάλους όπως η Κίνα. Ομοίως, η έλλειψη TNT και υλικών υψηλής εκρηκτικότητας έχει επιβραδύνει την παραγωγή οβίδων πυροβολικού. Η άνοδος των τιμών των εκρηκτικών υλών έχει επηρεάσει βιομηχανίες πέραν της άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των ορυχείων και των κατασκευών.
Η καινοτομία είναι μια άλλη αδυναμία. Η Ευρώπη υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ στην αμυντική Έρευνα και Ανάπτυξη, επενδύοντας μόλις 10,7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 σε σύγκριση με τα 140 δισεκατομμύρια δολάρια του Πενταγώνου. Αυτό το χάσμα έχει αφήσει την Ευρώπη εξαρτημένη από την αμερικανική τεχνολογία σε βασικούς τομείς, όπως η τεχνολογία stealth, οι υπερηχητικοί πύραυλοι και τα αμυντικά συστήματα με βάση την τεχνητή νοημοσύνη. Νεοσύστατες επιχειρήσεις όπως η γερμανική Helsing και η Quantum-Systems προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό, αλλά η χρηματοδότηση παραμένει περιορισμένη.
Η ενοποίηση εταιρειών του τομέα είναι πολιτικά επιβαρυμένη. Η Ιταλία και η Γαλλία ακύρωσαν μια προγραμματισμένη συγχώνευση μεταξύ της Fincantieri και της Chantiers de l'Atlantique το 2021, λόγω οικονομικής ύφεσης και αντιμονοπωλιακών ανησυχιών. Η συμφωνία, που είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πρωταθλητή στη ναυπηγική βιομηχανία, αντιμετώπισε πολλά πολιτικά εμπόδια, συμπεριλαμβανομένων των φόβων για απώλεια θέσεων εργασίας.
Ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης βλέπουν τη Ρωσία ως υπαρξιακή απειλή και υποστηρίζουν την ταχεία στρατιωτική ανάπτυξη, τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη θέτουν σε μεγάλο βαθμό ως προτεραιότητα την οικονομική σταθερότητα και τις κοινωνικές δαπάνες. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει αντιμετωπίσει εσωτερική πολιτική αντίσταση στην αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενώ η Γαλλία πιέζει για «στρατηγική αυτονομία» και μια «ευρωπαϊκή προτίμηση» για να διασφαλίσει ότι η περιφερειακή αμυντική παραγωγή παραμένει ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ.
Αλλά οι τελευταίες προειδοποιήσεις της κυβέρνησης Τραμπ προς την Ευρώπη δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι η ήπειρος πρέπει επειγόντως να οικοδομήσει τη δική της αξιόπιστη αποτρεπτική δύναμη.