Εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν επαναλαμβανόμενες περιόδους παράλυσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, γνωστές ως government shutdowns.
Οι διακοπές λειτουργίας συμβαίνουν όταν ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο δεν μπορούν να συμφωνήσουν στον ετήσιο προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα η κρατική χρηματοδότηση να «παγώνει» και οι υπηρεσίες να αναστέλλονται.
Από την πρώτη διακοπή του 1976 μέχρι τη μεγαλύτερη στην ιστορία το 2018, οι στιγμές αυτές καθρεφτίζουν τις βαθιές πολιτικές διαιρέσεις της αμερικανικής κοινωνίας και την ολοένα αυξανόμενη δυσκολία συνεννόησης των δύο κομμάτων.
Η πρώτη επίσημη διακοπή λειτουργίας σημειώθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1976, όταν οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο και ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ διαφώνησαν σχετικά με τη χρηματοδότηση κοινωνικών προγραμμάτων.
Μέχρι τότε, η κυβέρνηση συνέχιζε να λειτουργεί ακόμα κι αν δεν είχε εγκριθεί ο προϋπολογισμός. Αυτό άλλαξε όταν η Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης αποφάνθηκε ότι, χωρίς επίσημη έγκριση δαπανών, η λειτουργία πρέπει να αναστέλλεται.
Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίστηκε από αλλεπάλληλες μικρής διάρκειας διακοπές. Το 1977 σημειώθηκαν τρεις διαφορετικές παύσεις μέσα σε λίγους μήνες, καθώς ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ και το Κογκρέσο συγκρούστηκαν για έργα υποδομής και ζητήματα άμβλωσης.

Η πιο παρατεταμένη ως τότε, διάρκειας 17 ημερών, σημειώθηκε το 1978, με αιχμή τις αμυντικές δαπάνες και τα κοινωνικά επιδόματα. Η δεκαετία έκλεισε με ακόμη μία κρίση το 1979, λόγω περιβαλλοντικών και εργασιακών ζητημάτων.
Η άνοδος του Ρόναλντ Ρέιγκαν στον Λευκό Οίκο έφερε μαζί της μια νέα εποχή έντονων ιδεολογικών συγκρούσεων. Ο πρόεδρος επιδίωξε δραστικές περικοπές στις κρατικές δαπάνες, με στόχο τη μείωση του μεγέθους του κράτους και την τόνωση της ιδιωτικής οικονομίας. Οι Δημοκρατικοί, ωστόσο, αντιστάθηκαν στις αλλαγές, θεωρώντας ότι απειλούνται ζωτικά κοινωνικά προγράμματα.
Από το 1981 έως τα τέλη της δεκαετίας σημειώθηκαν επτά σύντομες διακοπές, συνήθως διάρκειας μίας έως τριών ημερών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η κρίση του Νοεμβρίου 1983, όταν κυβέρνηση και Κογκρέσο διαφώνησαν για τη χρηματοδότηση πυρηνικών πυραύλων στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, και εκείνη του 1987, που συνδέθηκε με τη Συμφωνία INF για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πρεσβύτερου ήρθε σε σύγκρουση με το Κογκρέσο για τη φορολογική πολιτική, οδηγώντας σε μια διακοπή τριών ημερών το 1990. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες κρίσεις της περιόδου ήρθαν στα μέσα της δεκαετίας, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον.
Το 1995–1996, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις κορυφώθηκαν. Πρώτα, μια πενθήμερη διακοπή σημειώθηκε τον Νοέμβριο του 1995 λόγω διαφωνιών για το πρόγραμμα Medicare και τις κοινωνικές δαπάνες. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μια νέα διακοπή διάρκειας 21 ημερών, η μεγαλύτερη έως τότε, παρέλυσε το κράτος. Οι Ρεπουμπλικανοί επιχείρησαν να επιβάλουν σημαντικές περικοπές, αλλά ο Κλίντον αντιστάθηκε, βγαίνοντας ενισχυμένος πολιτικά από την κρίση.
Μετά από μια δεκαετία σχετικής ηρεμίας, η επόμενη μεγάλη διακοπή ήρθε τον Σεπτέμβριο του 2013. Οι Ρεπουμπλικανοί αρνήθηκαν να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό, εκτός αν ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα καταργούσε τον νόμο για την καθολική υγειονομική κάλυψη (Obamacare).
Η διακοπή διήρκεσε 16 ημέρες και είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες. Εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι τέθηκαν σε αναγκαστική άδεια, εθνικά πάρκα και υπηρεσίες έκλεισαν προσωρινά, ενώ η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε. Τελικά, οι Ρεπουμπλικανοί υποχώρησαν χωρίς να επιτύχουν την ακύρωση του νόμου.
Το 2018 σημειώθηκαν δύο διακοπές λειτουργίας μέσα σε έναν χρόνο, αποτυπώνοντας την έντονη πολιτική πόλωση επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ.
Η πρώτη, τον Ιανουάριο, διήρκεσε μόλις δύο ημέρες και αφορούσε τη μεταναστευτική πολιτική και το πρόγραμμα DACA, που προστάτευε τους λεγόμενους Dreamers, νέους μετανάστες που είχαν εισέλθει παράνομα στις ΗΠΑ ως παιδιά.
Οι Δημοκρατικοί αρνήθηκαν να εγκρίνουν χρηματοδότηση χωρίς συμφωνία για το πρόγραμμα, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί επέμειναν στην άνευ όρων ψήφιση. Παρά τη σύντομη διάρκειά της, η κρίση ανέδειξε την αδυναμία συνεργασίας των δύο κομμάτων σε βασικά ζητήματα.
Η δεύτερη διακοπή, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2018 και διήρκεσε μέχρι τον Ιανουάριο του 2019, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ απαίτησε 5,7 δισ. δολάρια για τη χρηματοδότηση του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, ένα από τα βασικά προεκλογικά του συνθήματα.
Οι Δημοκρατικοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά και το αδιέξοδο οδήγησε σε παράλυση διάρκειας 35 ημερών. Περίπου 800.000 δημόσιοι υπάλληλοι τέθηκαν σε αναγκαστική άδεια ή εργάστηκαν χωρίς μισθό, ενώ η οικονομία υπέστη ζημιά περίπου 11 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων 3 δισ. δεν ανακτήθηκαν ποτέ. Τελικά, η κυβέρνηση επαναλειτούργησε χωρίς να εγκριθεί η χρηματοδότηση, γεγονός που θεωρήθηκε πολιτική ήττα για τον Τραμπ.
Από το 1976 μέχρι το 2019, περισσότερες από 20 διακοπές λειτουργίας έχουν παραλύσει την αμερικανική κυβέρνηση. Οι πρώτες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από συχνές αλλά σύντομες παύσεις, κυρίως για θέματα προϋπολογισμού και κοινωνικών δαπανών. Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι κρίσεις έγιναν πιο σπάνιες αλλά βαθύτερες και μακρύτερες, συνδεδεμένες με ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, από την υγεία και τη μετανάστευση μέχρι την εθνική ασφάλεια.
Έναρξη του shutdown στις ΗΠΑ | Διάρκεια ημερών |
---|---|
Σεπ. 1976 | 10 ημέρες |
Σεπ. 1977 | 12 ημέρες |
Οκτ. 1977 | 8 ημέρες |
Νοε. 1977 | 8 ημέρες |
Σεπ. 1978 | 17 ημέρες |
Σεπ. 1979 | 11 ημέρες |
Νοε. 1981 | 2 ημέρες |
Σεπ. 1982 | 1 ημέρα |
Δεκ. 1982 | 3 ημέρες |
Νοε. 1983 | 3 ημέρες |
Σεπ. 1984 | 2 ημέρες |
Οκτ. 1984 | 1 ημέρα |
Οκτ. 1986 | 1 ημέρα |
Δεκ. 1987 | 1 ημέρα |
Οκτ. 1990 | 3 ημέρες |
Νοε. 1995 | 5 ημέρες |
Δεκ. 1995 | 21 ημέρες |
Σεπ. 2013 | 16 ημέρες |
Ιαν. 2018 | 2 ημέρες |
Δεκ. 2018 | 34 ημέρες |