Η υπογεννητικότητα αποτελεί διαρκές θέμα δημόσιου διαλόγου την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στις σημαντικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται κάτω από τους εθνικούς μέσους όρους. Σύμφωνα με τον Βύρωνα Κοτζαμάνη, αφυπηρετήσαντα καθηγητή Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), οι αποκλίσεις στα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) επηρεάζουν καθοριστικά τόσο την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη όσο και τη συνοχή διαφόρων περιοχών της χώρας.
Σε πρόσφατο ψηφιακό δελτίο του ΙΔΕΜ, ο κ. Κοτζαμάνης αναλύει την εξέλιξη των φυσικών ισοζυγίων στην Ελλάδα από το 1980 έως σήμερα. Όπως σημειώνει, από το 1951 έως το 2010 τα φυσικά ισοζύγια παρέμειναν θετικά, με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο (1998–2003). Ωστόσο, από τη δεκαετία του 2010 καταγράφονται σταθερά περισσότεροι θάνατοι σε σχέση με τις γεννήσεις, γεγονός που αναμένεται να συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες.
Η μεταβολή αυτή οφείλεται, σύμφωνα με τον ίδιο, αφενός στην αύξηση των θανάτων λόγω γήρανσης του πληθυσμού (οι άνω των 65 ετών αυξήθηκαν από 520 χιλ. το 1951 σε 2,5 εκατ. σήμερα) και αφετέρου στη μείωση των γεννήσεων (από 148 χιλ. το 1980 σε 68,5 χιλ. το 2024). Οι γυναίκες που γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1985 αποκτούν λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία.
Η ανάλυση σε περιφερειακό επίπεδο αποκαλύπτει έντονες διαφοροποιήσεις. Ενώ σε εθνικό επίπεδο οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων στα 20 από τα 45 εξεταζόμενα έτη, σε τοπικό επίπεδο υπάρχουν νομοί όπου το φαινόμενο αυτό επικρατεί για πολύ μεγαλύτερες περιόδους. Σε έξι νομούς, όπως η Αρκαδία και η Λακωνία, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις για 45 συνεχόμενα χρόνια, ενώ σε άλλες περιοχές, όπως το Ρέθυμνο, το φαινόμενο εμφανίζεται σπάνια.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές αποδίδονται κυρίως στις διαφορετικές μεταπολεμικές τάσεις εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, καθώς και στη διαφορετική γονιμότητα των γενεών που απέκτησαν παιδιά μετά το 1980. Οι παράγοντες αυτοί έχουν οδηγήσει σε ανομοιόμορφη κατανομή του πληθυσμού ανά ηλικία, με αποτέλεσμα ορισμένοι νομοί να συγκεντρώνουν περισσότερους ηλικιωμένους και άλλοι περισσότερους νέους, γεγονός που διαμορφώνει τη δημογραφική δυναμική κάθε περιοχής.