Με ιδιαίτερη λαμπρότητα πραγματοποιείται σήμερα στη Θεσσαλονίκη ο διπλός εορτασμός του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου και της 113ης επετείου από την απελευθέρωση της πόλης από τον οθωμανικό ζυγό.
Ο Άγιος Δημήτριος, που γεννήθηκε το 280 μ.Χ. και μαρτύρησε το 306 μ.Χ., υπήρξε δραστήριο μέλος της χριστιανικής κοινότητας, υπομένοντας διωγμούς και βασανιστήρια για τη δράση του. Σύμφωνα με την παράδοση, καταδικάστηκε σε λογχισμό από τον Γαλέριο στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η κρύπτη του, στον ομώνυμο ναό.
Τα ιερά λείψανα και η τιμία κάρα του Αγίου Δημητρίου εντοπίστηκαν στο Σαν Λορέντζο της Ιταλίας και μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά από ενέργειες του μητροπολίτη Παντελεήμονα Β'. Η τιμία κάρα έφτασε στην πόλη στις 23 Οκτωβρίου, ενώ τα ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν στις 12 Απριλίου 1980. Έκτοτε, φυλάσσονται στον ναό του Αγίου Δημητρίου, αποτελώντας σημείο προσκυνήματος για χιλιάδες πιστούς.
Η ορθόδοξη παράδοση αναγνωρίζει τον Άγιο Δημήτριο ως θαυματουργό και προστάτη της Θεσσαλονίκης, καθώς θεωρείται ότι συνέβαλε στην υπεράσπιση και προστασία της πόλης από ξένους πολιορκητές. Η παράδοση αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, η οποία συνέπεσε με την ημέρα της εορτής του, στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Την ημέρα εκείνη, ο αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασάς, περικυκλωμένος από τις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού, αναγκάστηκε να υπογράψει την παράδοση της Θεσσαλονίκης στις 11 το βράδυ. Το Πρωτόκολλο Παράδοσης υπέγραψαν, από ελληνικής πλευράς, οι αντιπρόσωποι του Γενικού Στρατηγείου, αντισυνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς. Στο άρθρο 3 αναφερόταν ότι «η πόλις της Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν μέχρι της συνομολογήσεως της ειρήνης».
Με την παράδοση της πόλης, 25.000 Τούρκοι οπλίτες και περίπου 1.000 αξιωματικοί παραδόθηκαν στον Ελληνικό Στρατό, ενώ κατασχέθηκαν 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 1.200 ίπποι και σημαντικός αριθμός πολεμικού υλικού.
Η πρώτη ελληνική στρατιωτική μονάδα, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου με τμήμα Ιππικού, εισήλθε στη Θεσσαλονίκη το μεσημέρι της 27ης Οκτωβρίου. Οι κάτοικοι υποδέχτηκαν τους Έλληνες στρατιώτες με ενθουσιασμό και πανηγυρισμούς, ενώ η μονάδα εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο.
Στις 28 Οκτωβρίου, στις 11 το πρωί, ο αρχιστράτηγος και διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, υπό έντονη βροχόπτωση και με τη θερμή υποδοχή του κόσμου. Ακολούθησε δοξολογία στον ναό του Αγίου Μηνά και παρέλαση της Ι Μεραρχίας μπροστά από τις αρχές της πόλης.
Το πρωί της 29ης Οκτωβρίου, ο βασιλιάς Γεώργιος εισήλθε στη Θεσσαλονίκη και κατευθύνθηκε στον Λευκό Πύργο, όπου πραγματοποιήθηκε η έπαρση της ελληνικής σημαίας και 21 χαιρετιστήριες βολές.
Το στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού είχε εγκατασταθεί 25 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στο Τόψιν (σημερινή Γέφυρα του δήμου Χαλκηδόνος). Εκεί διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του Χασάν Ταχσίν Πασά από τις 24 έως τις 26 Οκτωβρίου 1912 για την παράδοση της πόλης. Σήμερα, το κτίριο φιλοξενεί το Στρατιωτικό Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων ΤΟΨΙΝ.
Το Μουσείο διαθέτει πολεμικά κειμήλια των Βαλκανικών Πολέμων, στρατιωτικές στολές, όπλα, μετάλλια, καθώς και αντικείμενα από τις εμπλεκόμενες χώρες. Στον προαύλιο χώρο βρίσκεται ταφικό μνημείο του Χασάν Ταχσίν Πασά και του γιου του Κενάν Μεσαρέ.
Το κτίριο του Μουσείου κατασκευάστηκε το 1905 ως εξοχική κατοικία του Ιταλοεβραίου Γιάκο Μοδιάνο, μέλους μίας από τις ισχυρότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του, Σαούλ Μοδιάνο, υπήρξε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1999, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας απέκτησε το κτίριο και το μετέτρεψε σε Στρατιωτικό Μουσείο, το οποίο αποτελεί σήμερα σημαντικό πόλο ιστορικής μνήμης και πολιτισμού για την περιοχή.