Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δια στόματος τόσο της επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ όσο και των περισσότερων – αν και όχι όλων- των μελών της διοίκησής της τονίζει ότι θα προχωρήσει σε σταδιακές μειώσεις επιτοκίων, με τους αναλυτές να θεωρούν βέβαιο ότι στη συνεδρίαση της Πέμπτης θα ανακοινώσει μία ακόμη κίνηση περιορισμού του κόστους δανεισμού κατά 0,25%.
Την ίδια ώρα, όμως, επενδυτές και οικονομολόγοι δεν κρύβουν την εκτίμησή τους ότι η ΕΚΤ θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να καταστεί πιο επιθετική στις μειώσεις επιτοκίων, «ανεβάζοντας» τον πήχη στο 0,50%. Οι λόγοι για να το πράξει είναι αρκετοί και διόλου ασήμαντοι.
Ο πληθωρισμός βρίσκεται σταθερά σε τροχιά αποκλιμάκωσης, διαμορφούμενος κοντά στο όριο του 2%, από το οποίο εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει εντός του επόμενου έτους. Την ίδια ώρα η ανάπτυξη της ευρωζώνης παραμένει αναιμική, με Γαλλία και Γερμανία να έχουν να αντιμετωπίσουν μία σειρά προκλήσεων που ξεκινούν από την πολιτική κρίση στις δύο χώρες και φθάνουν έως και την οικονομία τους.
Ένας ακόμη παράγοντας είναι η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η απειλή του ότι θα επιβάλλει υψηλούς δασμούς 60% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων και θα αυξήσει και αυτούς για τις εισαγωγές ευρωπαϊκών. Οι οικονομολόγοι έχουν προειδοποιήσει ότι εάν εκπληρώσει τις απειλές του αυτό θα μεταφραστεί σε αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία, με πρώτο θύμα αυτής της τάσης να είναι η Ευρώπη.
Οι περισσότεροι αναλυτές, αν και δεν αποκλείουν εντελώς μία μείωση κατά 0,50% στη συνεδρίαση αυτής της εβδομάδας, υποστηρίζουν ότι θα ήταν μία πολύ τολμηρή κίνηση εκ μέρους της ΕΚΤ. Μοναδικός οίκος που θεωρεί ότι θα ήταν μία απόλυτα δικαιολογημένη κίνηση είναι η JPMorgan Chase, η οποία σε πρόσφατη έκθεσή της τονίζει ότι ο συνδυασμός αδύναμης ανάπτυξης, μέτριας πορείας του πληθωρισμού υπηρεσιών και οι φόβοι για την πορεία του εμπορίου, είναι αυτός που δικαιολογεί μία γενναία μείωση.
Ένα από τα στοιχεία που θα δείξουν τις προθέσεις της ΕΚΤ είναι η ανακοίνωση αυτήν την εβδομάδα των επικαιροποιημένων εκτιμήσεών της για πληθωρισμό, ΑΕΠ και ανεργία. Όσο για την Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στην Ευρωβουλή την προηγούμενη εβδομάδα ξεκαθάρισε ότι «αν και θα έλεγα ότι βρισκόμαστε σε μία φάση αποπληθωρισμού και η τάση είναι πτωτική, ο ρυθμός αυτής της πτώσης δεν μπορεί να προεξοφληθεί και ως εκ τούτου και εγώ δεν μπορώ να δεσμευθώ για τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων. Δεν μπορώ να δεσμευθώ για έναν συγκεκριμένο αριθμό».
Στον αντίποδα, «κατά» μίας μεγάλης μείωσης επιτοκίων είναι σίγουρα το ευρώ, το οποίο έχει υποχωρήσει περίπου 3% έναντι του δολαρίου από την ημέρα εκλογής του Ντ. Τραμπ, ενώ μία περαιτέρω υποχώρησή του μπορεί να δημιουργήσει νέες ανησυχίες για τον πληθωρισμό. Οι οικονομολόγοι της Nordea, υποστηρίζουν ότι ένα βήμα μισής μονάδας τον Δεκέμβριο θα έθετε την ΕΚΤ σε τροχιά για τη μείωση των επιτοκίων κάτω από το ουδέτερο επίπεδο - και ενδεχομένως κάτω από το 1,5%.
Σύμφωνα με τον κορυφαίο «παίκτη» της αγοράς ομολόγων Pimco οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα επιτόκια της ευρωζώνης ξανά προς τα «επίπεδα έκτακτης ανάγκης. Ο επικεφαλής επενδύσεων στην Pimco, Άντριου Μπολς υποστήριξε ότι η ΕΚΤ μπορεί να αναγκαστεί να κινηθεί πιο επιθετικά και το τελικό επιτόκιο -μετά από πολλαπλές μειώσεις- να διαμορφωθεί χαμηλότερα από το 1,75% που είναι η μέση εκτίμηση των αναλυτών. Αυτή ακριβώς η εκτίμηση καθιστά την Pimco λιγότερο αισιόδοξη τόσο για τις ευρωπαϊκές μετοχές όσο και για το ευρώ, για το οποίο αναμένεται περαιτέρω πτώση έναντι του δολαρίου.