Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια στη βελτίωση της φορολογικής ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων συνολικά, ο τουριστικός τομέας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του υψηλού ΦΠΑ διαμονής, του Τέλους Ανθεκτικότητας και του αυξημένου μη μισθολογικού κόστους, ειδικά για τους υψηλότερους μισθούς.
Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η υπερβάλλουσα φορολογική πίεση που υφίστανται τα ελληνικά ξενοδοχεία σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους έχει άμεσες επιπτώσεις στην οικονομική βιωσιμότητα, κυρίως των μικρότερων επιχειρήσεων.
Αυτές συναντώνται συχνότερα σε λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς και αναγκάζονται να αυξάνουν τις τιμές για να καλύψουν τα φορολογικά και λειτουργικά κόστη, γεγονός που περιορίζει τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου και αποδυναμώνει τα κίνητρα για επενδύσεις και αύξηση αποδοχών.
Το ΙΝΣΕΤΕ, σε συνεργασία με την PwC, εκπόνησε μελέτη για τη συγκριτική αξιολόγηση του φορολογικού πλαισίου των τουριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και σε βασικές ανταγωνίστριες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Τουρκία, Κύπρο και Πορτογαλία).
Τα ευρήματα δείχνουν ότι, ενώ η Ελλάδα έχει ανέβει στην 3η θέση όσον αφορά τη συνολική εταιρική φορολογία, στον τουριστικό τομέα κατατάσσεται χαμηλότερα (5η θέση για φόρους που πλήττουν τη λειτουργία και 4η θέση για φόρους που αφορούν επενδυτές).
Ειδικότερα για τα ελληνικά ξενοδοχεία, λόγω των υψηλών συντελεστών ΦΠΑ, του Τέλους Ανθεκτικότητας και του μη μισθολογικού κόστους, τα Κέρδη προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ) αντιστοιχούν μόλις στο 56,9% των δαπανών για φόρους και εισφορές.
Στην Κύπρο, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 171,1% και στην Πορτογαλία το 111,9%, ενώ τα ελληνικά ξενοδοχεία εμφανίζουν τα χαμηλότερα ΚΠΦΤΑ από όλες τις χώρες που εξετάστηκαν.
Η φορολογική ανταγωνιστικότητα δεν καθορίζεται μόνο από τους φορολογικούς συντελεστές. Το κόστος συμμόρφωσης με τις ρυθμιστικές και κανονιστικές απαιτήσεις παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του TMF Group, που εξετάζει την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών διαδικασιών σε 79 χώρες, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη, δηλαδή τη χειρότερη θέση παγκοσμίως. Αυτό το υψηλό κόστος ρυθμιστικής συμμόρφωσης επιβαρύνει επιπλέον τις τουριστικές επιχειρήσεις.
Αντίστοιχα, στον δείκτη Travel & Tourism Development Index 2024 του World Economic Forum, ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται στην 21η θέση διεθνώς, ωστόσο στο πεδίο του Business Environment η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 52η θέση.
Σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες, τα ελληνικά ξενοδοχεία παρουσιάζουν τα χαμηλότερα καθαρά έσοδα και έως 38,4% λιγότερα ΚΠΦΤΑ σε σχέση με την Κύπρο. Για παράδειγμα, με ημερήσιο κόστος δίκλινου δωματίου στα 150 ευρώ, το συνολικό ύψος φόρων και μη μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα φθάνει τα 44,7 ευρώ (29,8% της τιμής), σχεδόν διπλάσιο από την Κύπρο (24,1 ευρώ, 16,1% της τιμής).
Το λειτουργικό «νεκρό σημείο» για ένα ξενοδοχείο στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 124,6 ευρώ, έναντι 108,7 ευρώ στην Κύπρο, δηλαδή περίπου 15% υψηλότερα. Αυτό σημαίνει ότι τα ξενοδοχεία στη χώρα μας αναγκάζονται να λειτουργούν μόνο κατά τις περιόδους υψηλής ζήτησης, περιορίζοντας τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου.
Στο μέτωπο των εργαζομένων, στην Ελλάδα λαμβάνουν το 63,5% του ποσού που κοστίζουν στην επιχείρηση, έναντι 76,7% στην Κύπρο. Ωστόσο, έχει σημειωθεί βελτίωση σε σχέση με το 2015, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 50%.
Σε Κύπρο και Πορτογαλία, η λειτουργική κερδοφορία (ΚΠΦΤΑ) υπερβαίνει το ποσό που αποδίδεται στο κράτος μέσω φόρων και εισφορών, ενώ στην Ελλάδα το αντίθετο συμβαίνει, τοποθετώντας τη χώρα στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών που εξετάστηκαν.
Για να αμείβουν οι ελληνικές επιχειρήσεις τους εργαζόμενους όπως στην Κύπρο, το κόστος δωματίου θα πρέπει να είναι 14% υψηλότερο, ενώ για να εξισωθεί το λειτουργικό κέρδος, η τιμή πρέπει να είναι 46,3% υψηλότερη από την αντίστοιχη κυπριακή.
Η εισαγωγή του νέου αυξημένου Τέλους Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση από την 1η Ιανουαρίου 2025 επιτείνει τις πιέσεις, πλήττοντας ιδιαίτερα καταλύματα χαμηλότερων χρεώσεων και περιοχές με μειωμένη τουριστική ζήτηση. Αυτό ενισχύει την άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών και επηρεάζει αρνητικά τη στήριξη των τοπικών οικονομιών.