Η μείωση των φόρων και η αύξηση των εσόδων του κράτους αποτελεί βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, όπως υπογράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε συνέντευξή του στην εκπομπή «MEGA Σαββατοκύριακο».
Ο κ. Μαρινάκης ανέφερε ότι την Παρασκευή θα καταβληθεί στους συνταξιούχους το ποσό των 250 ευρώ, σύμφωνα με όσα έχει ανακοινώσει ο πρωθυπουργός. Παράλληλα, επεσήμανε πως για δεκαετίες η χώρα αντιμετώπιζε αυξανόμενο χρέος και ελλείμματα, με πολιτικές που δεν ενίσχυαν την απασχόληση, επισημαίνοντας ως αποκορύφωμα την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τα επιπλέον 120 δισ. ευρώ που επιβάρυναν τη χώρα.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι η σημερινή κυβέρνηση ακολουθεί διαφορετική στρατηγική, διπλασιάζοντας τις επενδύσεις - με τον προϋπολογισμό να προβλέπει αύξηση 98% το 2026 σε σχέση με το 2019 - και μειώνοντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 ετών. Παράλληλα, η ανεργία υποχωρεί στο χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 17 ετών, γεγονός που ενισχύει τα δημόσια έσοδα.
Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκη, η αύξηση των εσόδων προκύπτει κυρίως από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Εξήγησε ότι όταν ένας άνεργος βρίσκει εργασία, συμβάλλει στα έσοδα του κράτους μέσω των φόρων και των εισφορών, οι οποίοι επίσης μειώνονται.
Αναφερόμενος στα οικονομικά μέτρα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε πως ο φορολογικός συντελεστής για τους νέους έχει μειωθεί σημαντικά, με τον φόρο να φτάνει ακόμη και στο μηδέν για πολύτεκνους. Για τους πολίτες έως 30 ετών, ο φόρος κυμαίνεται από 9% έως 0%, ενώ για τους άνω των 30 ετών ο συντελεστής μειώνεται σταδιακά από 29% στο 20%. Αυτές οι αλλαγές, όπως ανέφερε, οδηγούν σε ετήσιο όφελος που μπορεί να φτάσει έως και τα 4.000 ευρώ για έναν νέο εργαζόμενο, ανάλογα με το εισόδημά του.
Σε ερώτηση σχετικά με τις δημοσκοπήσεις, ο κ. Μαρινάκης επισήμανε ότι η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικό προβάδισμα, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά σε δεύτερη κυβερνητική θητεία. Παράλληλα, ανέφερε πως παραμένει απόσταση από το επιθυμητό ποσοστό αυτοδυναμίας, καθώς οι πολίτες αναγνωρίζουν τις προσπάθειες αλλά ζητούν περαιτέρω βελτιώσεις.