Η πολύ καλή πορεία της οικονομίας, η μικρή «ποσότητα» που υπάρχει στις αγορές αλλά και η προοπτική νέων αναβαθμίσεων καθιστούν ελκυστική την ελληνική αγορά ομολόγων, με τη UBS να συστήνει ότι τα 10ετή ελληνικά ομόλογα βρίσκονται σε μία καλή στιγμή για να τοποθετηθούν σε αυτά οι επενδυτές.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση πέρα από τους ευρύτερους παράγοντες της ευρωζώνης, τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να διαπραγματεύονται καλά καθ' όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, υποστηριζόμενα από τις ευνοϊκές δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας, τις χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης για το 2025 και το ενδεχόμενο περαιτέρω αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας. Εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει την υποχώρησή του τον Ιανουάριο (στο 2,3% ετησίως) και θα κυμανθεί γύρω στο 2% από τον Φεβρουάριο του 2025. Ο στόχος για το 10ετές είναι 2,8% το 2025, σχεδόν 75 μ.β. χαμηλότερα σε σύγκριση με τα τρέχοντα επίπεδα.
Τα δυνατά σημεία της Ελλάδας
Η UBS επισημαίνει τέσσερα χαρακτηριστικά της ελληνικής μακροοικονομικής εικόνας της Ελλάδας:
- Πρώτον, προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% για το 2025, η οποία όχι μόνο είναι η υψηλότερη σε σύγκριση με τις μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης, αλλά και 70 μονάδες βάσης υψηλότερη από τη συναίνεση. Η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να ωφεληθεί από το αναμενόμενο άλμα στην εκταμίευση των επιχορηγήσεων και των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) στους τελικούς δικαιούχους: οι εκταμιεύσεις αυτές θα φθάσουν το 4% του ΑΕΠ το 2025 έναντι 2,3% του ΑΕΠ το 2024. Η Ελλάδα έχει ήδη λάβει ή ζητήσει το 60 % του συνολικού κονδυλίου του RRF (16 % του ΑΕΠ). Αυτό επιτρέπει επίσης στην ελληνική μακροοικονομική ανάκαμψη να είναι λιγότερο ευαίσθητη στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης από ό,τι ο ιστορικός κανόνας.
- Δεύτερον, εκτιμάται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα είναι σε θέση να επιτύχει εύκολα τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ για το 2025, δεδομένου ότι: α) η Ελλάδα πιθανόν να έχει ήδη επιτύχει το ίδιο επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος το 2024, β) η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών που χρηματοδοτούνται από το κράτος περιορίζεται στο 3,7% - δηλαδή κάτω από τον ρυθμό του ονομαστικού ΑΕΠ και γ) η Ελλάδα είναι πιθανό να έχει πρόσθετα έσοδα περίπου 500 εκατ. από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (επιπλέον του κέρδους 1,8 δισ. το 2024).
- Τρίτον, η επίμονη προσπάθεια της Ελλάδας να αναχρηματοδοτήσει το πιο ακριβό μέρος του αποθέματος χρέους, όπως η πρόωρη αποπληρωμή 17,8 δισ. ευρώ από τα ευρωπαϊκά δάνεια του Ελληνικού Μηχανισμού Στήριξης (GLF) το 2024 - της επιτρέπει επίσης να διατηρήσει το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους πιο ήπιο και να επιτρέψει ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους.
- Τέταρτον, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει σαφή περιθώρια επαναχρηματοδότησης, δεδομένης της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 4,6% και της ορατής επιτάχυνσης του δανεισμού των επιχειρήσεων (εν μέρει λόγω των κεφαλαίων του RRF ) στο 16% σε ετήσια βάση τον Δεκέμβριο του 2024.
Σημειώνει ακόμη ότι η Ελλάδα έχει περιορισμένες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2025. Σύμφωνα με το σχέδιο χρηματοδότησης του 2025, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της αναμένεται να φτάσουν τα 8 δισ. ευρώ το 2025, δηλαδή περίπου 1,5 δισ. ευρώ χαμηλότερα από πέρυσι. Αυτή η μείωση αντανακλά χαμηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα (-0,1% του ΑΕΠ το 2025 έναντι -0,6% του ΑΕΠ το 2023, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν) και 1 δισ. ευρώ λιγότερες εξαγορές το 2025. Παρά την πρόσφατη ανατιμολόγηση των αποδόσεων των ευρωπαϊκών ομολόγων, το νέο ελληνικό 10ετές που εκδόθηκε πριν λίγες ημέρες σημείωσε ζήτηση ρεκόρ, δηλαδή πάνω από 40,5 δισ. ευρώ.
Πιθανή αναβάθμιση από Moody's
Η επιστροφή της Ελλάδας στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας και η ένταξη των ομολόγων σε δείκτες επενδυτικής διαβάθμισης σηματοδότησε σημαντική θετική εξέλιξη για τα ελληνικά ομόλογα πέρυσι. Από τον Ιανουάριο του 2024, τα ελληνικά αντιπροσωπεύουν περίπου το 1% του εμβληματικού δείκτη Bloomberg Euro Aggregate Treasury Bond.
Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο του 2024, τόσο ο Moody’s όσο και ο S&P αναθεώρησαν την προοπτική αξιολόγησης της Ελλάδας σε θετική. Ο Moody’s παραμένει ο μόνος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εξακολουθεί να κατατάσσει την Ελλάδα στο Ba1, δηλαδή μια βαθμίδα κάτω από την κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας. Πέρυσι, η Scope Ratings αναβάθμισε την Ελλάδα σε BBB, που είναι δύο βαθμίδες πάνω από το όριο επενδυτικής βαθμίδας.
Ο Moody’s έχει προγραμματίσει να δημοσιοποιήσει την αξιολόγησή της για την Ελλάδα στις 14 Μαρτίου και στις 19 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους. Επομένως, κατά την UBS ενώ μια πιθανή πιστωτική αναβάθμιση τον Μάρτιο φαίνεται λιγότερο πιθανή, η επιστροφή της Ελλάδας στην κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας από τον Moody’s είναι πιθανή το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Στην πιο πρόσφατη έκθεσή του, ο οίκος αναγνώρισε τους ανοδικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική απόδοση λόγω της δημοσιονομικής σύνεσης και της εφαρμογής των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται περισσότερο σαν ομόλογα με βαθμολογία Β, ενώ πέρα από τη συμβολική της σημασία, μια αναβάθμιση από τον Moody’s θα μπορούσε να τονώσει περαιτέρω την αισιοδοξία και τη ζήτηση για τους ελληνικούς τίτλους.