Η έκβαση των βουλευτικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν χθες Παρασκευή στην Ιρλανδία αναμένεται να είναι εξαιρετικά οριακή, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση εξόδου από τα εκλογικά τμήματα που δημοσιεύθηκε χθες το βράδυ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το κεντροαριστερό εθνικιστικό κόμμα Sinn Féin προηγείται ελαφρώς των δύο κεντροδεξιών παρατάξεων της απερχόμενης κυβέρνησης.
Η καταμέτρηση των ψήφων αναμένεται να αρχίσει σήμερα στις 09:00 (11:00 ώρα Ελλάδας) και για να γίνουν γνωστά τα επίσημα τελικά αποτελέσματα ενδέχεται να χρειαστούν αρκετά 24ωρα, με δεδομένες τις περιπλοκότητες του εκλογικού συστήματος στην Ιρλανδία.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση εξόδου από τα εκλογικά τμήματα, που διενεργήθηκε από το ινστιτούτο Ipsos B&A, το Sinn Féin θα αναδειχθεί μεγαλύτερο κόμμα (21,1% των ψήφων), ακολουθούμενο από το κόμμα του πρωθυπουργού Σάιμον Χάρις, το Fine Gael (21%) και το Fianna Fáil (19,5%). Αξιοσημείωτα, το περιθώριο στατιστικού σφάλματος είναι ±1,4%.
Το exit poll αυτό έγινε σε δείγμα 5.018 ψηφοφόρων σ’ όλη την Ιρλανδία, χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με 5,4 εκατομμύρια κατοίκους. Τα αποτελέσματά του δόθηκαν στη δημοσιότητα αφού έκλεισαν τα εκλογικά τμήματα στις 22:00 (τα μεσάνυχτα ώρα Ελλάδας).
Έπειτα από προεκλογική εκστρατεία-αστραπή, διάρκειας τριών εβδομάδων, στην οποία τα θέματα που κυριάρχησαν ήταν η βαθιά στεγαστική κρίση, το κόστος ζωής και η μετανάστευση, οι ψηφοφόροι προσήλθαν χθες στις κάλπες για να αναδείξουν τα 174 μέλη της Dáil, της κάτω Βουλής της Ιρλανδίας.
Αν επιβεβαιωθεί το εντελώς οριακό αποτέλεσμα, τα κόμματα θα αρχίσουν να ψάχνουν εταίρους για τον σχεδιασμό της επόμενης κυβέρνησης.
Για τον Όιν Ο’ Μάλεϊ, πολιτικό αναλυτή στο πανεπιστήμιο της πόλης του Δουβλίνου, τα ευρήματα του exit poll αφήνουν να εννοηθεί ότι «το Fine Gael και το Fianna Fáil θα συνεχίσουν πιθανότατα να κυβερνούν», αφού συγκεντρώνουν μαζί το 40,5%, όμως πιθανόν θα χρειαστούν υποστήριξη κι από άλλα κόμματα.
Αυτές οι δυο παρατάξεις εναλλάσσονται στην εξουσία αφότου η Ιρλανδία απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1921. Μετά τις προηγούμενες εκλογές του 2020, που κέρδισε καθαρά το Sinn Féin, σχημάτισαν κυβερνητική συμμαχία με τους Πράσινους.
«Χίλια ευχαριστώ» στους πολίτες που ψήφισαν το Sinn Féin εξέφρασε χθες βράδυ η αρχηγός του Μέρι Λου ΜακΝτόναλντ. Έκανε προεκλογική εκστρατεία τονίζοντας την ανάγκη για «αλλαγή».
Η παράταξη ήταν άλλοτε ο πολιτικός βραχίονας του ένοπλου κινήματος IRA, που πολεμούσε εναντίον των Βρετανών στη Βόρεια Ιρλανδία για δεκαετίες, ως τη συμφωνία ειρήνης του 1998.
Αφού ψήφισε χθες το πρωί, ο Σάιμον Χάρις, ο Taoiseach (Τίσαχ, ο πρωθυπουργός), δήλωσε «γεμάτος ελπίδα, όχι μόνο για αυτές τις εκλογές, αλλά και για το μέλλον» της χώρας.
Στα 38 του χρόνια, ο Ιρλανδός πρωθυπουργός ξεκίνησε την προεκλογική μάχη από καλή θέση, αφού πιστώνεται πως έδωσε νέο δυναμισμό στην παράταξή του, επικεφαλής της κυβέρνησης από το 2011. Όμως η προεκλογική εκστρατεία του δεν έπεισε και η δημοτικότητά του έχει πέσει, κατά τις δημοσκοπήσεις.
Ο Μίκελ Μάρτιν, υπουργός Εξωτερικών της απερχόμενης κυβέρνησης, αρχηγός του Fianna Fáil, κάλεσε χθες τους συμπολίτες του να αναδείξουν «σταθερή» και «συνεπή» κυβέρνηση.
Αποκλεισμός της συμμαχίας με το Sinn Féin
Τόσο ο κ. Χάρις, όσο και ο κ. Μάρτιν έχουν αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο συμμαχίας με το Sinn Féin, γεγονός που μειώνει πολύ τις πιθανότητες της κεντροαριστερής παράταξης να σχηματίσει κυβέρνηση παρότι πρώτο κόμμα.
Πέρα από τα τρία μεγάλα κόμματα, οι Πράσινοι (4%), οι Σοσιαλδημοκράτες (5,8%) και οι Εργατικοί (5%) ενδέχεται να έχουν σημαντική επιρροή στις συνομιλίες για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης.
Ψηφοφόροι που μίλησαν στο Γαλλικό Πρακτορείο εκτίμησαν ότι η κυβέρνηση δεν θα αλλάξει.
«Δεν νομίζω πως θα έχουμε μεγάλη αλλαγή», είπε ο Γουίλιαμ Μακάρθι, συνταξιούχος, 74 ετών, που ψήφισε το Sinn Féin, αλλά προβλέπει συμμαχία των δυο κομμάτων της κεντροδεξιάς με τους Εργατικούς.
Η Ιρλανδία είναι η δεύτερη πλουσιότερη χώρα της ΕΕ, μετά το Λουξεμβούργο. Το 2025 προβλέπεται να καταγράψει δημοσιονομικό πλεόνασμα για τέταρτη συναπτή χρονιά.
«Ελπίζω όποιος αναλάβει την εξουσία να αξιοποιήσει αυτά τα χρήματα για (…) την υγεία, τη στέγη, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Οι μεσαίες τάξεις πιέζονται», πρόσθεσε η κυρία Σκοτ.