Η δραματική κατάρρευση του συριακού καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ έφερε στο φως και ορισμένες πηγές εσόδων διόλου «καθαρές», καθώς βρέθηκαν τεράστιες αποθήκες με το ναρκωτικό Captagon, οι «εξαγωγές» του οποίου αποτελούσαν μία τεράστια πηγή εσόδων «μαύρου» χρήματος για το καθεστώς.
Οι δυνάμεις των τζιχαντιστών που έδιωξαν μέσα σε μια εβδομάδα τον Άσαντ, κατέλαβαν στρατιωτικές βάσεις και κόμβους διανομής του συγκεκριμένου ναρκωτικού, το οποίο έχει κατακλύσει τη «μαύρη» αγορά σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Ο Μάχερ αλ Άσαντ, αδελφός του Μπασάρ αλ Άσαντ, ήταν στρατιωτικός διοικητής, ο οποίος έχει εξαφανιστεί, ενώ κατηγορείται ότι ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από το επικερδές εμπόριο Captagon.
Το captagon μετέτρεψε τη Συρία στο μεγαλύτερο κράτος ναρκωτικών στον κόσμο. Έγινε μακράν η μεγαλύτερη εξαγωγή της Συρίας, επισκιάζοντας όλες τις νόμιμες εξαγωγές της μαζί, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάζει μελέτη του Χ. Αλγκχάναμ, μελετητή του Carnegie.
Σύμφωνα με εκτενή ανάλυσή του από το 2011, η περιοχή του Κόλπου έχει δει μια σημαντική αύξηση στην πολυπλοκότητα της διακίνησης ναρκωτικών. Ιδιαίτερη αύξηση έχει σημειωθεί στην προμήθεια του Captagon, ενός κοινού φαρμάκου αμφεταμίνης και θεοφυλλίνης, η κατανάλωση του οποίου απειλεί την κοινωνική ειρήνη.
Ωστόσο, το ζήτημα επεκτείνεται πέρα από το οργανωμένο έγκλημα και επηρεάζει την πολιτική. Το συριακό καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ και οι σύμμαχοί του αξιοποίησαν τη διακίνηση Captagon ως μέσο άσκησης πίεσης στα κράτη του Κόλπου, ιδίως στη Σαουδική Αραβία, για την επανένταξη της Συρίας στον αραβικό κόσμο και την εξασφάλιση παραχωρήσεων που θα επέτρεπαν στο καθεστώς να ενισχύσει τη θέση του μετά από δεκατρία χρόνια συγκρούσεων.
Το Captagon παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1961 από μια γερμανική εταιρεία, την Degussa Pharma Gruppe, ως εναλλακτική λύση στην αμφεταμίνη και τη μεθαμφεταμίνη, οι οποίες χρησιμοποιούνταν τότε για τη θεραπεία της ναρκοληψίας, της κόπωσης και των διαταραχών συμπεριφοράς. Ωστόσο, αργότερα διαπιστώθηκε ότι το Captagon ήταν ιδιαίτερα εθιστικό και επιβλαβές για την ψυχική και σωματική υγεία. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 η ιατρική κοινότητα είχε διαπιστώσει ότι οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε υπερέβαιναν τα οφέλη του, με αποτέλεσμα την παγκόσμια απαγόρευση του φαρμάκου.
Παρά την απαγόρευση, μια παράνομη εκδοχή του φαρμάκου συνέχισε να παράγεται στην Ανατολική Ευρώπη και αργότερα στον αραβικό κόσμο, με εξέχουσα θέση κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στη Συρία μετά το 2011. Με το παρατσούκλι «το ναρκωτικό της τζιχάντ» ή «η κοκαΐνη του φτωχού», το Captagon ενισχύει την εστίαση και εμποδίζει τον ύπνο και την πείνα, εξηγώντας εν μέρει τη δημοτικότητά του μεταξύ των μαχητών, οι οποίοι πρέπει να παραμένουν σε εγρήγορση. Ωστόσο, έχει επίσης τη δυνατότητα να προκαλέσει σύγχυση και παραισθήσεις, επηρεάζοντας τον έλεγχο των παρορμήσεων και την κρίση.
Αν και η χρήση ναρκωτικών στη Σαουδική Αραβία δεν είναι καινούργια, ποτέ δεν δημιουργούσε σημαντικά κοινωνικά προβλήματα μέχρι την εισροή του Captagon. Σύμφωνα με έκθεση του 2023 του UNODC, η Συρία και ο Λίβανος είναι οι κύριες πηγές των αποστολών Captagon στον Κόλπο.
Το συριακό καθεστώς, αν και είχε αρνηθεί τη συμμετοχή του στην παραγωγή και διανομή του Captagon στα κράτη του Κόλπου, διακινούσε το ναρκωτικό ως κύρια πηγή συναλλάγματος. Τα δίκτυα που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία περιλάμβαναν μέλη του στενού κύκλου της ηγεσίας. Το καθεστώς αξιοποίησε επίσης το Captagon για να πιέσει τα κράτη του Κόλπου να επανεντάξουν τη Συρία στον αραβικό κόσμο και να τερματίσουν την πολιτική και οικονομική απομόνωσή της.
Το πόσο που κέρδισε το καθεστώς Άσαντ από το εμπόριο του Captagon είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Μια έρευνα του γερμανικού Der Spiegel εκτιμά ότι τα έσοδα από το φάρμακο το 2021 ήταν περίπου 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ άλλες πηγές τοποθετούν το ποσό μέχρι και 30 δισεκατομμύρια δολάρια για το ίδιο έτος. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε το ΑΕΠ της Συρίας το 2021 σε 8,9 δισεκατομμύρια δολάρια, μια δραματική μείωση από 60,04 δισεκατομμύρια δολάρια το 2010.