Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει ιστορικά υψηλά ποσοστά, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις του INSA, του ZDF και της YouGov, κατακτώντας την πρώτη θέση στην πρόθεση ψήφου. Στις τελευταίες τοπικές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, η AfD τριπλασίασε τη δύναμή της, επιβεβαιώνοντας ότι δεν αποτελεί πλέον φαινόμενο περιορισμένο στα πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια. Το κόμμα εστιάζει ολοένα και περισσότερο στην οικονομία, η οποία αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία φαίνεται να έχουν μακροχρόνιο χαρακτήρα.
Ο καγκελάριος της Γερμανίας, από το βήμα της Bundestag, προανήγγειλε έναν «φθινόπωρο αναπόφευκτων εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων σε θεμελιώδη ζητήματα», χωρίς να δώσει συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Επισήμανε την ανάγκη για αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος και για «θαρραλέες» αλλαγές, επιδιώκοντας να διασφαλιστεί η οικονομική ασφάλεια της παλαιότερης γενιάς, χωρίς να επιβαρυνθούν άδικα οι νεότεροι εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος.
Προηγήθηκαν ανησυχητικά μηνύματα από το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο προειδοποίησε τον υπουργό Οικονομικών Λαρς Κλινγκμπάιλ ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση «ζει πάνω από τις δυνατότητές της» και ότι το ένα τρίτο του προϋπολογισμού του 2026 θα χρηματοδοτηθεί από νέο δανεισμό.
Παράλληλα, η οικονομία παρουσιάζει ύφεση για δεύτερη συνεχή χρονιά, ενώ η ανεργία έχει ξεπεράσει τα τρία εκατομμύρια για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία.
Παρά το δυσμενές κλίμα, η κυβέρνηση ενέκρινε τον πρώτο της προϋπολογισμό, με συνολικές δαπάνες ύψους 500 δισ. ευρώ και νέο δανεισμό 143,2 δισ. ευρώ. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες ακόμη και από μέσα ενημέρωσης που παραδοσιακά στηρίζουν τους χριστιανοδημοκράτες, όπως η Frankfurter Allgemeine Zeitung και η Handelsblatt, που επέκριναν τις επιλογές της κυβέρνησης και προειδοποίησαν για περαιτέρω ενίσχυση της ακροδεξιάς.
Η παρακμή του γερμανικού οικονομικού μοντέλου
Το γερμανικό μοντέλο καπιταλισμού, το οποίο κάποτε θεωρούταν ανώτερο των αγγλοσαξονικών, έχει πλέον πληγεί από διαδοχικές αρνητικές εξελίξεις. Επιχειρήσεις κλείνουν ή μειώνουν το προσωπικό τους, η οικονομία παραμένει στάσιμη και οι εξαγωγές δέχονται πίεση από αμερικανικούς δασμούς και το αυξανόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Παράλληλα, το δημογραφικό πρόβλημα επιδεινώνεται και η χώρα έχει υποχωρήσει από τις δέκα πιο καινοτόμες οικονομίες παγκοσμίως. Σύμφωνα με την Bitkom, μόνο οι κυβερνοεπιθέσεις το 2024 κόστισαν περισσότερα από 300 δισ. ευρώ, με σημαντικό ποσοστό να αποδίδεται σε δράστες από Ρωσία, Κίνα, Ιράν και Βόρεια Κορέα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του πρώην υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ ότι η Γερμανία χρειάζεται «ένα καλό φλιτζάνι καφέ» για να ανακάμψει, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παραμένουν σε επίπεδο συζήτησης. Το Ινστιτούτο Ερευνών της Handelsblatt (HRI) εκτιμά ότι η χώρα διανύει «χαμένη δεκαετία», με το ΑΕΠ να προβλέπεται να συρρικνωθεί για τρίτη συνεχή χρονιά το 2025 και η ανάκαμψη να διαφαίνεται αδύναμη και το 2026. Ακόμα και με τα πακέτα τόνωσης, η επιστροφή σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά μοιάζει δύσκολη.
Η Γερμανία υπήρξε ο μεγάλος νικητής της παγκοσμιοποίησης και της Ατζέντας 2010, μετατρεπόμενη σε παγκόσμια δύναμη εξαγωγών. Ωστόσο, οι σύγχρονες προκλήσεις, όπως η ανάγκη μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους και η ανταγωνιστικότητα, καθιστούν επιτακτική την αναζήτηση νέων λύσεων. Παρά τα επιτεύγματα του παρελθόντος, οι προβληματισμοί για το μέλλον του γερμανικού μοντέλου εντείνονται, ενώ ο πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως ο μεταρρυθμιστής που οδήγησε στο οικονομικό θαύμα, αν και το πολιτικό κόστος ήταν βαρύ για τον ίδιο και το SPD.
Δημοκρατία, κοινωνική συνοχή και άνοδος των άκρων
Η ανησυχία για τον κίνδυνο υπονόμευσης της δημοκρατίας λόγω οικονομικής αστάθειας μεγαλώνει. Η Γερμανία εμφανίζει τις χαμηλότερες επιδόσεις μεταξύ των χωρών της Ομάδας των Επτά (G7).
Το υψηλό ενεργειακό κόστος, που επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τη δομή της ενεργοβόρας βιομηχανίας, δημιουργεί διαρθρωτικά εμπόδια για την ανάκαμψη, ενώ οι ανταγωνιστές από Κίνα και ΗΠΑ ενισχύουν τη θέση τους σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα ηλεκτρικά οχήματα.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία επιμένει στην παράδοση, επιδιώκοντας αναβολή της κατάργησης των κινητήρων εσωτερικής καύσης, ενώ η ψηφιακή μετάβαση παραμένει αργή, με διεθνή μέσα να χαρακτηρίζουν τη Γερμανία ως «αναλογική χώρα σε ψηφιακό κόσμο».
Το πολιτικό τοπίο και οι κοινωνικές εντάσεις
Η άνοδος της AfD αποδίδεται σε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες, κυρίως στην ανατολική Γερμανία, όπου παρατηρείται αυξημένη δυσαρέσκεια και έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πολιτικό κέντρο.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέδειξε παλαιότερες διαφορές ανάμεσα σε δυτικά και ανατολικά κρατίδια, με τους κατοίκους των ανατολικών περιοχών να εμφανίζονται λιγότερο ανοιχτοί σε αλλαγές και περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και την πράσινη μετάβαση.
Η AfD έχει καταφέρει να εκφράσει τα αισθήματα ανασφάλειας, αξιοποιώντας το έλλειμμα κοινωνικής προοπτικής και τη δυσαρέσκεια για τη διαχείριση της οικονομίας.
Η ρητορική της μετατοπίζεται πλέον από το μεταναστευτικό στην καθημερινότητα των πολιτών, εστιάζοντας σε θέματα όπως η ανεργία και η ακρίβεια, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω την επιρροή της, παρά τις προειδοποιήσεις οικονομολόγων και επιχειρηματιών για τις επιπτώσεις της στην οικονομία και τις επενδύσεις.
Η Γερμανία, ως παραδοσιακός πυλώνας σταθερότητας στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει πλέον προκλήσεις που δοκιμάζουν τόσο το οικονομικό της μοντέλο όσο και την πολιτική της συνοχή, με τις εξελίξεις να διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα για το μέλλον της χώρας και της Ευρώπης.