Σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της παρατεταμένης πολιτικής κρίσης στη Γαλλία, ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί πρότεινε την αναστολή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η κίνηση αυτή ήρθε ως απάντηση στις πιέσεις των Σοσιαλιστών, οι οποίοι είχαν θέσει ως προϋπόθεση για τη στήριξη της κυβέρνησης την προσωρινή απόσυρση του αμφιλεγόμενου νόμου, προκειμένου να αποφευχθούν νέες εκλογές.
Η ομιλία του Λεκορνί στην Εθνοσυνέλευση ήταν ιδιαίτερα αναμενόμενη, καθώς είχε προηγηθεί περίοδος έντονων διαβουλεύσεων και εντάσεων, μετά και την αιφνιδιαστική παραίτησή του στις 6 Οκτωβρίου. Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τον επαναδιόρισε στην πρωθυπουργία, με τον Λεκορνί να δηλώνει πως θα ζητήσει την αναστολή της μεταρρύθμισης του 2023 έως τις προεδρικές εκλογές του 2027.
Η μεταρρύθμιση προέβλεπε αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 έτη, μέτρο που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι ψήφοι του οποίου είναι καθοριστικοί για την επιβίωση της κυβέρνησης, χαιρέτισε την ανακοίνωση ως «νίκη» και «ένα πρώτο βήμα», επισημαίνοντας ωστόσο ότι παραμένει ανοιχτό σε περαιτέρω συζήτηση και συμβιβασμούς.
Ο Μακρόν προειδοποίησε πως η πιθανή ανατροπή της κυβέρνησης θα οδηγούσε σε νέες βουλευτικές εκλογές, εντείνοντας την πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα. Η Γαλλία βιώνει περίοδο πρωτοφανούς αστάθειας, με το κοινοβούλιο να είναι διαιρεμένο σε τρία μπλοκ χωρίς σαφή πλειοψηφία, ενώ η κυβέρνηση Λεκορνί είναι η τέταρτη σε διάστημα μικρότερο του ενάμιση έτους.
Ο Λεκορνί δεσμεύθηκε επίσης να μην κάνει χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος για την έγκριση νόμων χωρίς ψηφοφορία και αναγνώρισε την ανάγκη φορολογικών αλλαγών για τις μεγάλες περιουσίες, προτείνοντας έκτακτη εισφορά στον επόμενο προϋπολογισμό. Η αναστολή της μεταρρύθμισης αναμένεται να έχει δημοσιονομικό κόστος 4 δισ. ευρώ το 2026 και 1,8 δισ. ευρώ το 2027, με την κυβέρνηση να εξετάζει μέτρα εξοικονόμησης κόστους.
Οι Ρεπουμπλικάνοι διατήρησαν τη στήριξή τους στην κυβέρνηση, τονίζοντας την ανάγκη για σταθερότητα και προϋπολογισμό. Αντίθετα, η ακροδεξιά και τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς ανακοίνωσαν ότι θα καταψηφίσουν την κυβέρνηση, εκφράζοντας ανησυχίες για τη χρονική διάρκεια της αναστολής και το ενδεχόμενο επαναφοράς της μεταρρύθμισης μετά το 2027.