Καθώς η διάσκεψη COP30 για την κλιματική αλλαγή πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, παραμένουν σημαντικές διαφωνίες μεταξύ των χωρών-μελών, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται ένα τελικό αποτέλεσμα που ενδέχεται να χαρακτηρίζεται από περιορισμένες κλιματικές δεσμεύσεις και ανεπαρκείς χρηματοοικονομικές υποσχέσεις.
Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων βρίσκεται ο φόρος άνθρακα, πολιτική που προωθεί έντονα η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η 30η Διάσκεψη των Μερών (COP30) της Σύμβασης Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), η οποία διεξάγεται στη Μπελέμ της Βραζιλίας, αναμένεται να ολοκληρωθεί σήμερα.
Ωστόσο, οι ετήσιες συνομιλίες του ΟΗΕ για το κλίμα συνήθως παρατείνονται, καθώς οι διαπραγματευτές επιδιώκουν συμβιβαστικές λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, προειδοποίησε για μια κλιματική Αποκάλυψη, σημειώνοντας πως ορισμένα κράτη μεταθέτουν την προσοχή τους από την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας σε ζητήματα ασφάλειας, ενώ υιοθετούν ακόμη και στάση άρνησης. Ενδεικτικά, οι ΗΠΑ δεν έστειλαν αντιπροσωπεία στη διάσκεψη.
Ο Λούλα τόνισε πως "δεν θα υπάρχει ενεργειακή ασφάλεια σε ένα κόσμο που καίγεται", επισημαίνοντας ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία "ακύρωσε χρόνια προσπαθειών για τη μείωση των εκπομπών" αερίων του θερμοκηπίου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να καλύψει το κενό ηγεσίας στην κλιματική διπλωματία, έχοντας καταλήξει σε συμφωνία για τους κλιματικούς της στόχους. Οι Βρυξέλλες είχαν δηλώσει πριν από τη διάσκεψη ότι θέλουν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην προώθηση των προσπαθειών για το κλίμα εντός της ΕΕ και διεθνώς.
Κύριες προτεραιότητες της ΕΕ αποτελούν η ενίσχυση των παγκόσμιων προσπαθειών για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, η προώθηση της χρηματοοικονομικής κινητοποίησης για το κλίμα και η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, με διασφάλιση δίκαιης μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα.
Η θέση της ΕΕ στην COP30 είναι η υποστήριξη ισχυρότερης παγκόσμιας κλιματικής δράσης μέσω μιας φιλόδοξης νέας Εθνικά Προσδιορισμένης Συμβολής (NDC), με στόχο τη μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 66,25% έως 72,5% μέχρι το 2035.
Η ΕΕ προωθεί την τιμολόγηση του άνθρακα ως βασικό εργαλείο για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει ενθαρρύνει τις χώρες να δημιουργήσουν εγχώριες αγορές άνθρακα.
Όπως δήλωσε, "η τιμολόγηση του άνθρακα έχει γίνει κεντρικό εργαλείο για τη μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με αποτελέσματα για την οικονομία και τους πολίτες".
Το ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (EU ETS) περιορίζει τις ετήσιες εκπομπές CO2, ενώ οι εταιρείες καλούνται να αγοράζουν ή να λαμβάνουν άδειες, ανάλογα με τις εκπομπές τους. Αυτό καθιστά πιο ανταγωνιστική την παραγωγή ενέργειας από καθαρές πηγές.
Ωστόσο, σημείο τριβής αποτελεί ο φόρος άνθρακα της ΕΕ στις εισαγωγές. Ο Επίτροπος για το Κλίμα, Βόπκε Χούκστρα, υπογράμμισε πως "η τιμολόγηση του άνθρακα είναι κάτι που πρέπει να επιδιώξουμε με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες και το ταχύτερο δυνατό". Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία ζητούν να υπάρξει απόφαση της COP30 κατά των μονομερών εμπορικών φραγμών.
Πριν από τη διάσκεψη, υπήρξε ένταση εντός της ΕΕ σχετικά με τους νέους κλιματικούς στόχους. Τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν στη μείωση των εκπομπών, αλλά με περισσότερη ευελιξία και εξαιρέσεις σε σχέση με την αρχική πρόταση της Κομισιόν.
Το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε τροποποίηση του Νόμου για το Κλίμα, θέτοντας στόχο μείωσης των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Οι αντιδράσεις στον νέο στόχο ήταν μικτές, με χώρες όπως η Πολωνία και η Γαλλία να εκφράζουν ανησυχίες για το οικονομικό κόστος και τις επιπτώσεις στη βιομηχανία, ιδιαίτερα υπό το φως της γεωπολιτικής αστάθειας.
Παρά το θετικό μήνυμα της συμφωνίας, αρκετοί συμβιβασμοί έχουν προκαλέσει επιφυλάξεις στους οικολόγους. Ενδεικτικά, η αρχική πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε έως 3% διεθνείς πιστώσεις άνθρακα, ενώ η ένταξη κτιρίων και οδικών μεταφορών στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών μετατίθεται για το 2028.