Συνυφασμένη με τη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών μονάδων μετά την σύσταση του ελληνικού κράτους είναι η ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας, με τα πρώτα εργοστάσια να δημιουργούνται ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα στον Πειραιά και την Σύρο και να εξαπλώνονται σταδιακά και στην υπόλοιπη χώρα.
Το ελληνικό βαμβάκι αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό για την άνθηση του κλάδου, ενώ το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αποτελούμενο σε μεγάλο ποσοστό από πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη των οικογενειακών επιχειρήσεων.
Ακολούθησε ο εκσυγχρονισμός σημαντικού μέρους του μηχανολογικού εξοπλισμού τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ο οποίος με την σειρά του συνέβαλε στην τόνωση της εξωστρέφειας πολλών επιχειρήσεων, με τις εξαγωγές νημάτων και έτοιμων ενδυμάτων να φθάνουν στο απόγειο τους την δεκαετία του ΄80, συνεισφέροντας ποσοστό έως και 45% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών.
Ήταν η εποχή που πολλά ξένα επώνυμα brands επέλεγαν ελληνικά εργοστάσια για την κατασκευή ενδυμάτων, καθώς το σχετικά φθηνό κόστος συναντούσε την ποιότητα αλλά και την εξειδίκευση του προσωπικού στην χώρα μας, σε ιδανική αναλογία.
Ενδεικτικά είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που την εποχή εκείνη είχαν επενδύσει στο Made in Greece, έστω κι αν αυτό δεν ήταν ευρέως γνωστό: τα θρυλικά jeans της Levi’s ράβονταν στην Καλαμάτα από την Διεθνή Βιομηχανία Καλαμάτας, η Nike έραβε τα επώνυμα αθλητικά της είδη σε συνεργασία με την Fanco (που κατόπιν περιήλθε στον όμιλο της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας), η Hugo Boss είχε επιλέξει την Rollman, η Assics έραβε επίσης τα αθλητικά της είδη στην χώρα μας, ενώ κι η εταιρεία εσωρούχων Triumph διατηρούσε εργοστάσιο παραγωγής.
Λίγο αργότερα, η Diesel θα επέλεγε τα υψηλής ποιότητας denim υφάσματα της Ελληνικής Υφαντουργίας για την δημιουργία των επώνυμων jeans της. Να σημειωθεί ότι κάποιες από αυτές τις συνεργασίες εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, με την παραγωγή ωστόσο να έχει μεταφερθεί στην Βουλγαρία, σε ελληνικής ιδιοκτησίας εργοστάσια.
Ωστόσο, από εκείνη την περίοδο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, όταν και σταδιακά “άνοιγαν” και νέες αγορές στην γειτονιά μας, με εξίσου εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και σημαντικό φθηνότερο κόστος παραγωγής, δεν υπήρξε καμία στρατηγική για έναν εξαιρετικά εξωστρεφή και παραγωγικό κλάδο.
Έτσι, την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα καταγράφηκε συγκέντρωση στον κλάδο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενδεχομένως αυτό της πρώην Κλωνατέξ, η οποία μετεξελίχθηκε στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, απορροφώντας μία σειρά μικρότερων εταιρειών. Στο απόγειο της, η ΕνΚλω του Θωμά Λαναρά απασχολούσε σχεδόν 3.500 εργαζόμενους, κάνοντας τζίρο ύψους 154 εκατ ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία του 2004), για να καταλήξει το 2009 με τζίρο 9 εκατ ευρώ και δάνεια άνω των 200 εκατ ευρώ και εν τελεί το 2012 σε λουκέτο, με τους πλειστηριασμούς πρώην ακινήτων της να είναι ακόμη σε εξέλιξη.
Χρηματιστήριο και ασιατική εισβολή
Αυτό που πήγε στραβά στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μία σειρά λανθασμένων επιχειρηματικών κινήσεων, για την γιγάντωση του ομίλου μέσω του δανεισμού αλλά και του χρηματιστηρίου, σε ένα αντίξοο περιβάλλον ολοένα και εντεινόμενου ανταγωνισμού.
Το τελευταίο αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα ολόκληρου του κλάδου, καθώς το άνοιγμα στις αρχές του 21ου αιώνα των αγορών της Ασίας, όπου το κόστος παραγωγής ήταν ασύγκριτα φθηνότερο έναντι της Ευρώπης, κατέστησε ουσιαστικά ασύμφορη την παραγωγή και στην χώρα μας.
Αρκετοί αναφέρουν μάλιστα ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει ζητήσει ως αντάλλαγμα για το πλήρες άνοιγμα του εμπορίου με την Ασία το 2005 κοινοτικά κονδύλια για τον εκσυγχρονισμό του κλάδου. Αντιθέτως, η αγορά δέχτηκε την μεταβολή αυτή εξ ανάγκης, εξέλιξη που, σε συνδυασμό με την εγχώρια οικονομική κρίση που ακολούθησε από το 2008 κι έπειτα, ανάγκασε πολλές εταιρείες να παλεύουν για την επιβίωση τους, καθώς οι τραπεζικές στρόφιγγες χρηματοδότησης στέρεψαν απότομα.
Μεταξύ αυτών ήταν και η Ελληνική Υφαντουργία, η οποία από leader στην παραγωγή κι εξαγωγή υφασμάτων denim μέχρι και το 2013, λύγισε τελικώς υπό το βάρος δανείων κοντά στα 90 εκατ ευρώ. Αντίστοιχη τύχη είχαν και τα Κλωστήρια Θράκης, του ίδιου ομίλου, τα οποία μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας αποτελούσαν τα πιο σύγχρονα κλωστήρια βάμβακος, με πολύ γνωστές εταιρείες μεταξύ των πελατών της, όπως οι Benetton, Next και Chicco. Οι προσπάθειες εξυγίανσης απέτυχαν, ανατρέποντας αναπόφευκτα άλλο ένα success story του κλάδου.
Τα λουκέτα
Τα τελευταία χρόνια οδηγήθηκαν στο λουκέτο η μία μετά την άλλη σχεδόν όλες οι κλωστοϋφαντουργίες, υπό το βάρος της μειούμενης ζήτησης και των αυξημένων τραπεζικών δανείων.
Ακόμη και εταιρείες που επένδυσαν στην καινοτομία τα τελευταία χρόνια, όπως τα Κλωστήρια Ναυπάκτου και η Επίλεκτος, σήμερα δυσκολεύονται. Η πρώτη παραμένει ανταγωνιστική σε έναν χώρο που πλέον προτάσσει την βιωσιμότητα, έχοντας κλείσει σημαντικές συμφωνίες με γνωστές εταιρείες του εξωτερικού, όπως οι Gucci και Louis Vuitton.
Ωστόσο, το αυξημένο ενεργειακό κόστος και η κάμψη της ζήτησης από την Ευρώπη, συνθέτουν και για αυτήν ένα ασφυκτικό περιβάλλον, με πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Η δεύτερη παλεύει για την επιβίωση της, με ένα γενναίο κούρεμα των υποχρεώσεων της να είναι αναπόφευκτο, εάν η εταιρεία πρόκειται να παραμείνει ενεργή. Προς το παρόν έχει διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα, αναμένοντας την έκβαση των συνομιλιών με τους πιστωτές.
Εκπρόσωποι του κλάδου σημειώνουν τέλος ακόμη έναν επιβαρυντικό παράγοντα για την πορεία του άλλοτε κραταιού κλάδου της ελληνικής επιχειρηματικότητας: το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που πρότασσε ήδη από την δεκαετία του ’90 την κατανάλωση μέσω δανεισμού, έναντι της στήριξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων.