Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδωσε στη δημοσιότητα τα εποπτικά τραπεζικά στατιστικά στοιχεία για το β΄ τρίμηνο του 2025, που αφορούν τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης. Τα στοιχεία δείχνουν μικρές βελτιώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια, περιορισμό στα «κόκκινα δάνεια» και ενίσχυση των δεικτών ρευστότητας.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Ο δείκτης κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε στο 16,12% το β΄ τρίμηνο του 2025, ελαφρώς υψηλότερα από το 16,05% του προηγούμενου τριμήνου και το 15,81% ένα χρόνο πριν. Αντίστοιχα, ο δείκτης Tier 1 ανήλθε στο 17,60%, ενώ ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας περιορίστηκε στο 20,24% από 20,29% το προηγούμενο τρίμηνο.
Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά χώρα: από 13,18% στην Ισπανία έως και 23,71% στη Λετονία.
Ποιότητα ενεργητικού
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), χωρίς τα διαθέσιμα σε κεντρικές τράπεζες, υποχώρησε στο 2,22% από 2,24% το προηγούμενο τρίμηνο και 2,30% ένα χρόνο πριν. Το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε κατά 2,36 δισ. (-0,66%), ενώ ο συνολικός όγκος χορηγήσεων αυξήθηκε κατά 57,64 δισ. (0,36%).
Σε επίπεδο τομέων, τα NPLs στα νοικοκυριά μειώθηκαν στο 2,16% (από 2,21%), ενώ στις επιχειρήσεις διαμορφώθηκαν στο 3,50% (από 3,48%). Ειδικότερα, τα δάνεια με εξασφάλιση εμπορικά ακίνητα είχαν NPL ratio 4,57%, ενώ τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξήθηκαν στο 4,85%.
Κερδοφορία
Η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (ROE) των τραπεζών έφθασε στο 10,11% το β΄ τρίμηνο, έναντι 9,85% στο α΄ τρίμηνο και στα ίδια επίπεδα με ένα χρόνο πριν. Μεγάλες διαφορές εμφανίζονται ανά χώρα: από 6,97% στη Γαλλία έως 17,44% στη Λιθουανία.
Την ίδια στιγμή, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο υποχώρησε ελαφρά στο 1,51%, από 1,53% στο προηγούμενο τρίμηνο.
Ρευστότητα
Σημαντική βελτίωση κατέγραψε ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR), που έφτασε το 157,84%, από 156,24% το α΄ τρίμηνο. Η άνοδος οφείλεται κυρίως στη μείωση κατά 55 δισ. (-1,7%) των καθαρών εκροών ρευστότητας.
Παράγοντες που επηρεάζουν τα στοιχεία
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι οι αλλαγές από τρίμηνο σε τρίμηνο μπορεί να επηρεάζονται από μεταβολές στο δείγμα των τραπεζών που υποβάλλουν στοιχεία, από συγχωνεύσεις και εξαγορές ή από λογιστικές αναταξινομήσεις χαρτοφυλακίων.