Σημαντική αύξηση κατέγραψαν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με την 16η έκδοση του "Global Wealth Report" που δημοσίευσε ο Όμιλος Allianz. Η έκθεση καταγράφει ενίσχυση 5,7% για την Ελλάδα, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της περιφέρειάς της, γεγονός που αναδεικνύει τη δυναμική πορεία της χώρας στον τομέα της ιδιωτικής περιουσίας.
Η μελέτη της Allianz εξετάζει την κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων και του χρέους των νοικοκυριών σε σχεδόν 60 χώρες. Τα στοιχεία του 2024 υπογραμμίζουν τη σταθερή αναπτυξιακή τάση της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 8,7%, ξεπερνώντας το ήδη υψηλό ποσοστό αύξησης του προηγούμενου έτους (8,0%).
Το συνολικό ποσό αυτών των στοιχείων ανήλθε στα 269 τρισεκατομμύρια ευρώ, καταγράφοντας νέο ιστορικό ρεκόρ. Ωστόσο, σε σχέση με το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας, το ποσοστό τους (283%) παραμένει στα επίπεδα του 2017.
Την τελευταία δεκαετία, τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των αμερικανικών νοικοκυριών αυξήθηκαν με ρυθμούς αντίστοιχους του παγκόσμιου μέσου όρου, ενώ το 2024 η ανάπτυξη ξεπέρασε τις προσδοκίες.
Αντίθετα, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία σημείωσαν χαμηλότερες επιδόσεις, με διαφορές δύο και σχεδόν τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων αντίστοιχα σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Σύμφωνα με τον Ludovic Subran, Chief Economist της Allianz, «το 2024, το 50% της παγκόσμιας αύξησης στα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία προήλθε από τις ΗΠΑ, ενώ η Κίνα κατέγραψε 20% και η Δυτική Ευρώπη μόλις 12%».
Η διακράτηση τίτλων, ειδικά μετοχών, αποδείχθηκε καθοριστική για την αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών. Το 2023 και το 2024, τα χαρτοφυλάκια τίτλων αυξήθηκαν με ταχύτητα σχεδόν διπλάσια σε σχέση με τις κατηγορίες ασφάλισης/συντάξεων και τραπεζικών καταθέσεων.
Ωστόσο, η έκθεση της Allianz επισημαίνει ότι οι αποταμιευτές της Βόρειας Αμερικής επενδύουν κατά κύριο λόγο σε τίτλους (59% των χαρτοφυλακίων), ενώ στη Δυτική Ευρώπη το ποσοστό ανέρχεται σε 35%. Η Ελλάδα ξεχωρίζει με ακόμη υψηλότερο ποσοστό, φτάνοντας το 42%.
Η Kathrin Stoffel, Co-author της έκθεσης, σημειώνει ότι «η Ελλάδα, με ετήσια ανάπτυξη 2,9%, μοιάζει περισσότερο με τις ΗΠΑ: οι αποταμιεύσεις είναι πολύ χαμηλές (0,5%), αλλά οι αυξήσεις αξίας καλύπτουν το 78% της ανάπτυξης». Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της αύξησης των αξιών των τίτλων στη δημιουργία πλούτου, παρά την περιορισμένη αποταμίευση.
Το 2024, τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 5,7%, αφήνοντας πίσω τον περιφερειακό μέσο όρο του 4,6%. Το βασικό μοχλό ανάπτυξης αποτέλεσαν οι τίτλοι, με εντυπωσιακή άνοδο 16,8%. Η αύξηση αυτή οφείλεται εν μέρει στη δυναμική των αγορών τίτλων, που έφτασαν νέο ρεκόρ, καθώς και σε σημαντικές ανακατανομές κεφαλαίων από καταθέσεις σε επενδυτικά προϊόντα όπως ομόλογα και ETFs.
Συνολικά, οι Έλληνες απέσυραν 4,7 δισ. ευρώ από τραπεζικές καταθέσεις, οδηγώντας σε μείωση 2,1% αυτής της κατηγορίας. Παράλληλα, οι καθαρές νέες αποταμιεύσεις αυξήθηκαν κατά 50% σε 5,9 δισ. ευρώ, αν και παραμένουν χαμηλότερα από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, η πραγματική αύξηση για το 2024 διαμορφώθηκε στο 2,6%. Η αγοραστική δύναμη των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα βρίσκεται πλέον 10,6% υψηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδα του 2019, όταν στη Δυτική Ευρώπη παραμένει χαμηλότερη κατά 2,4% σε σχέση με τότε. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα ανταποκρίθηκε αποτελεσματικά στις προκλήσεις του υψηλού πληθωρισμού.
Παράλληλα, οι υποχρεώσεις των ελληνικών νοικοκυριών συνέχισαν την πτωτική τους πορεία, μειούμενες κατά 0,8% το 2024. Ο δείκτης χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) υποχώρησε στο 44%, ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα στην περιοχή και 34 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το 2012.
Οι προσπάθειες οικονομικού εξορθολογισμού αποδίδουν, καθώς τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν κατά 8,7%. Ωστόσο, η Ελλάδα υποχώρησε κατά μία θέση και πλέον βρίσκεται στην 29η θέση μεταξύ των πλουσιότερων χωρών, κάτω από την Ουγγαρία.