Η εμπορική σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας παραμένει κομβικής σημασίας για την ευρωπαϊκή οικονομία. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2024, η Κίνα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εταίρος της ΕΕ στις εξαγωγές αγαθών (8,3%) και ο μεγαλύτερος στις εισαγωγές (21,3%). Οι ΗΠΑ κατείχαν τη δεύτερη θέση στις εισαγωγές με 13,7%.
Το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ με την Κίνα συνεχίζει να διευρύνεται τα τελευταία χρόνια. Από το 2014 έως το 2024, οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 102%, ενώ οι εξαγωγές προς την Κίνα ενισχύθηκαν κατά 47%.
Το 2025, το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, καθώς στο πρώτο οκτάμηνο καταγράφηκε αύξηση περίπου 25% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη μείωση των εξαγωγών προς την Κίνα και στην άνοδο των εισαγωγών.
Η εξάρτηση από το κινεζικό εμπόριο διαφέρει μεταξύ των κρατών-μελών, με τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη έκθεση.
Τα βασικά προϊόντα που εισάγει η ΕΕ από την Κίνα περιλαμβάνουν τηλεπικοινωνιακό και ακουστικό εξοπλισμό, μηχανές γραφείου, υπολογιστές και ηλεκτρικά μηχανήματα. Αντίστοιχα, οι κύριες εξαγωγές της ΕΕ προς την Κίνα αφορούν μηχανολογικό εξοπλισμό, αυτοκίνητα και εξαρτήματα.
Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος σε αυτές τις κατηγορίες εντείνει τις ανησυχίες για πιθανό "σοκ ζήτησης" που θα επηρεάσει ιδιαίτερα τη βιομηχανία της Ευρώπης και κυρίως τη γερμανική.
Το ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντείνει τις προσπάθειες επίλυσης της εμπορικής διένεξης για τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και chip από την Κίνα.
Οι περιορισμοί αυτοί απειλούν τις ευρωπαϊκές αλυσίδες εφοδιασμού σε καίριους τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η άμυνα και η ενέργεια. Παράλληλα, η ΕΕ εφαρμόζει εργαλεία εμπορικής άμυνας, όπως δασμούς σε κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική στο εμπόριο με την Κίνα θα πρέπει να στοχεύει στην ισορροπία μεταξύ της πρόληψης του αθέμιτου ανταγωνισμού και της διατήρησης των πλεονεκτημάτων της ανοιχτής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, βασικές προτεραιότητες είναι η μείωση της εξάρτησης από κρίσιμες πρώτες ύλες, η ενίσχυση της τεχνολογικής ανεξαρτησίας σε τομείς όπως οι μπαταρίες, η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και η διατήρηση χαμηλών τιμών για τους καταναλωτές σε μη στρατηγικούς τομείς.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει κατάλογο 47 στρατηγικών έργων για την ενίσχυση του εφοδιασμού σε κρίσιμες πρώτες ύλες, ενώ δημιουργήθηκε και η «ευρωπαϊκή πλατφόρμα για τις πρώτες ύλες» για να στηρίξει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην προμήθεια στρατηγικών προϊόντων.
Παράλληλα, σε τομείς όπου η Ευρώπη δεν είναι ανταγωνιστική, όπως τα ηλεκτρονικά και οι οικιακές συσκευές, οι καταναλωτές επωφελούνται από τις χαμηλές τιμές των κινεζικών προϊόντων.