Η Ευρώπη βρίσκεται στο προσκήνιο με το νέο έργο Aptitude, το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη πιλοτικών δοκιμών για την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Πορτοφολιού Ψηφιακής Ταυτότητας (EUDIW). Με την ολοκλήρωσή του, κάθε πολίτης της ΕΕ θα μπορεί να χρησιμοποιεί μια ενιαία, αξιόπιστη και ασφαλή ψηφιακή ταυτότητα. Το έργο αυτό συνιστά σημαντικό βήμα προς την επίτευξη των στόχων της Ψηφιακής Δεκαετίας έως το 2027, διευκολύνοντας και ενισχύοντας την ασφάλεια στην καθημερινότητα των πολιτών.
Η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά στην εναρκτήρια συνάντηση του έργου Aptitude, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στα τέλη Οκτωβρίου. Το έργο συγκέντρωσε πάνω από 300 συμμετέχοντες από 117 οργανισμούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, προερχόμενους από 11 κράτη-μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Γαλλία (συντονιστής), η Τσεχία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ουγγαρία και η Ουκρανία.
Το Aptitude αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Ψηφιακής Ταυτότητας. Μέσω του έργου, θα δοκιμαστούν ευρωπαϊκές περιπτώσεις χρήσης, όπως η δυνατότητα ταξιδιών, check-in και διέλευσης συνόρων με ψηφιακά διαπιστευτήρια, χωρίς ανάγκη φυσικών εγγράφων. Παράλληλα, θα εξεταστούν ηλεκτρονικές και φυσικές πληρωμές με ισχυρή ταυτοποίηση, καθώς και η πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες, όπως τράπεζες, μεταφορές ή εγγραφή οχημάτων, μειώνοντας τη γραφειοκρατία.
Οι πολίτες θα διατηρούν τον πλήρη έλεγχο των προσωπικών τους δεδομένων, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία των Δεδομένων (GDPR) και τα υψηλότερα πρότυπα ιδιωτικότητας.
Μέσα από τη συνεργασία κρατών-μελών και επιχειρήσεων, το έργο διασφαλίζει ότι η νέα ψηφιακή ταυτότητα θα είναι ανθρωποκεντρική, ασφαλής, εύχρηστη και αποδεκτή σε όλη την Ευρώπη.
Η ελληνική συμμετοχή περιλαμβάνει το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Τεχνητής Νοημοσύνης, το Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας (ΕΔΥΤΕ Α.Ε. – GRNET) και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το έργο Aptitude έχει χρονικό ορίζοντα 24 μηνών (Οκτώβριος 2025 – Σεπτέμβριος 2027) και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος Digital Europe Programme. Η χρηματοδότηση καλύπτεται κατά 50% από την ΕΕ και 50% από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Τεχνητής Νοημοσύνης.