ΓΔ: 1422.03 0.31% Τζίρος: 355.01 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:03 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ
Φωτο: Shuttestock

DBRS: Θωρακισμένη η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, ισχυρές καταθέσεις

Υγιής παραμένει η διαχείριση του κόστους για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ενώ αναμένεται χαλάρωση της πιστωτικής επέκτασης λόγω πληθωρισμού αλλά και υψηλότερων επιτοκίων.

Ισχυρή κεφαλαιακή βάση, περισσότερο «καθαρούς» από κόκκινα δάνεια ισολογισμούς και σταθερή τάση για αύξηση των εσόδων τους διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες, όπως σημειώνει σε έκθεσή του ο οίκος αξιολόγησης DBRS

Παράλληλα αναφέρει ότι η πιστωτική επέκταση θα είναι πιο ήπια το 2023, λόγω τόσο του πληθωρισμού όσο και της αύξησης του κόστους δανεισμού, εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων, ενώ εξετάζει με λεπτομέρεια τις ανακοινώσεις για την πορεία των μεγεθών του 2022.

Ο καναδικός οίκος αναφέρει ότι οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες  (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς) ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη 3,7 δισ. ευρώ το οικονομικό έτος 2022, έναντι καθαρών ζημιών 4,7 δισ. ευρώ το οικονομικό έτος 2021.  Τα υψηλότερα έσοδα, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και το μειωμένο πιστωτικό κόστος στήριξαν τα επίπεδα καθαρής κερδοφορίας το 2022, μετά από έτη που επηρεάστηκαν από την απομείωση κινδύνου, την αναδιάρθρωση και τον COVID-19. Τα έσοδα το 2022 αντανακλούσαν βελτιώσεις σε όλες τις ροές, συμπεριλαμβανομένων των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), των καθαρών προμηθειών και των λοιπών εσόδων. Οι χορηγήσεις νέων δανείων διατηρήθηκαν το 2022, κυρίως λόγω των επιχειρήσεων. Αναμένεται, όμως, ότι η πιστωτική επέκταση το 2023 θα είναι χαμηλότερη από ό,τι το 2022, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και της επιβράδυνσης της οικονομίας. 

Η ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανείων σε σχέση με τις καταθέσεις συνέβαλε στην αύξηση του NII μέχρι σήμερα, ωστόσο εκτιμάται ότι αυτό θα μειωθεί λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης. Η διαχείριση του κόστους παρέμεινε υγιής παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. Το 2022, οι προβλέψεις για επισφάλειες και το κόστος κινδύνου μειώθηκαν αισθητά λόγω των καθαρότερων ισολογισμών. Σύμφωνα με τον οίκο, το κόστος κινδύνου θα μπορούσε να αυξηθεί το 2023 λόγω των υψηλότερων κινδύνων για την ποιότητα του ενεργητικού σε αυτό το περιβάλλον, ωστόσο αναμένουμε ότι θα παραμείνει χαμηλότερο από ό,τι τα τελευταία χρόνια. 

Η ποιότητα του ενεργητικού βελτιώθηκε το 2022, χάρη στην απομείωση του κινδύνου, τις χαμηλές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) και τα υψηλότερα νέα δάνεια. Η άφθονη, αυξανόμενη και ως επί το πλείστον σταθερή καταθετική βάση παρέχει στις ελληνικές τράπεζες ένα μάλλον σταθερό, αν και μέτρια διαφοροποιημένο, μείγμα χρηματοδότησης. 

Η ρευστότητα ήταν ικανοποιητική στον τομέα στο τέλος του 2022 και θα πρέπει να απορροφήσει την αποπληρωμή των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III) της ΕΚΤ. Η κεφαλαιοποίηση ανέκτησε έδαφος το 2022 μετά τις επιπτώσεις από την απομείωση του κινδύνου. Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας επαρκούν για την απορρόφηση των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών επί των τίτλων σταθερού εισοδήματος στο αποσβεσμένο κόστος (AC), σε περίπτωση που αυτές υλοποιηθούν λόγω τυχόν πιέσεων χρηματοδότησης και ρευστότητας μετά την κατάρρευση της SVB και της Signature Bank.

Η πορεία των εσόδων 

Το οικονομικό έτος 2022, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 59% σε ετήσια βάση, χάρη στην αύξηση όλων των πηγών στις οποίες στηρίζονται, αν και το 2021 περιλάμβανε ένα σημαντικό αρνητικό εφάπαξ ποσό λόγω της μείωσης του κινδύνου. Τα συνολικά έσοδα θα είχαν αυξηθεί κατά 18% σε ετήσια βάση στη χρήση 2022, εξαιρουμένου αυτού του έκτακτου περιστατικού, υποστηριζόμενα από τα NII, τις καθαρές αμοιβές και τα λοιπά έσοδα. 

Τα βασικά έσοδα (NII και καθαρές αμοιβές) αυξήθηκαν κατά 7% σε ετήσια βάση στη χρήση 2022. Το 2022, τα συνολικά NII αυξήθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση, καθώς η αύξηση των χαρτοφυλακίων δανείων και ομολόγων που φέρουν υψηλότερες αποδόσεις μετά τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων υπεραντιστάθμισε τα διαφυγόντα NII λόγω της μείωσης του κινδύνου και της χαμηλότερης συνεισφοράς από το TLTRO. 

Η ζήτηση για νέα δάνεια διατηρήθηκε το 2022, κυρίως λόγω των επιχειρήσεων, ενώ παρέμεινε υποτονική στο τμήμα της λιανικής. Σημειώνεται ότι η αύξηση των επιτοκίων σε συνδυασμό με τις ασθενέστερες οικονομικές προοπτικές αρχίζουν να οδηγούν σε βραδύτερη αύξηση των δανείων στην Ελλάδα και αναμένεται ότι η πιστωτική επέκταση το 2023 θα είναι χαμηλότερη από ό,τι το 2022. 

Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες θα επωφεληθούν σταδιακά περισσότερο από τη χορήγηση δανείων που συνδέονται με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Ενώ η ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανείων σε σχέση με τις καταθέσεις έχει συμβάλει στην αύξηση του NII μέχρι σήμερα, αναμένεται ότι αυτό θα μειωθεί λόγω της πιθανής αύξησης του κόστους των καταθέσεων, των μετατοπίσεων στο μείγμα καταθέσεων των πελατών προς προϊόντα με υψηλότερες αποδόσεις, του ανταγωνισμού στην αγορά και του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης χονδρικής.

Επιπλέον, η μερική αντικατάσταση των κεφαλαίων του TLTRO III, η οποία αναμένεται έως το τέλος του 2024, θα οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης. Το οικονομικό έτος 2022, οι καθαρές αμοιβές αυξήθηκαν κατά 13% σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενες από τις δραστηριότητες συναλλαγών και χρηματοδότησης, και παρά την υψηλή μεταβλητότητα και αβεβαιότητα που επηρεάζουν τις επενδύσεις και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.

Παρ' όλα αυτά, το ποσοστό των εσόδων από αμοιβές παρέμεινε μέτριο (18% των συνολικών εσόδων). Το λειτουργικό κόστος μειώθηκε κατά 4% σε ετήσια βάση στη χρήση 2022, με τις πρόσφατες προσπάθειες αναδιάρθρωσης να υπεραντισταθμίζουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο ισχυρό 38% στη χρήση 2022, αν και σε αυτόν περιλαμβάνονται σημαντικά κέρδη από συναλλαγές και άλλα μη επαναλαμβανόμενα κέρδη.

Μείωση του ρίσκου 

Το οικονομικό έτος 2022, οι προβλέψεις για επισφάλειες (LLPs) ήταν πάνω από 70% χαμηλότερες σε ετήσια βάση, χάρη στην ισχυρή βελτίωση του προφίλ κινδύνου. 

Σύμφωνα με τους αναλυτές της DBRS, οι LLPs είναι πιθανό να αυξηθούν το 2023 από το επίπεδο του 2022 για να αντιμετωπίσουν τους αυξημένους κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού στο τρέχον περιβάλλον λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, του υψηλότερου κόστους ζωής και της συνολικής επιβράδυνσης που αναμένεται στην οικονομία. Παρ' όλα αυτά, οι τρέχουσες εκτιμήσεις εξακολουθούν να δείχνουν θετική αύξηση του ΑΕΠ το 2023 για την Ελλάδα. 

Το μέσο κόστος κινδύνου (CoR) παρέμεινε στο πολύ υψηλό επίπεδο των 114 μ.β. το οικονομικό έτος 2022, αν και σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα που αναφέρθηκαν την περίοδο 2019-2021. Το κόστος κινδύνου είναι πιθανό να παραμείνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βραχυπρόθεσμα, καθώς το προφίλ κινδύνου των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να συγκρίνεται δυσμενώς. Ωστόσο, αναμένεται ότι το κόστος κινδύνου θα παραμείνει κάτω από το πολύ υψηλό επίπεδο που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, εάν η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού δεν αποκλίνει σημαντικά από τις τρέχουσες προβλέψεις.

Η συνεχιζόμενη μείωση του κινδύνου σε συνδυασμό με τον περιορισμένο σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη συνεχή χορήγηση νέων δανείων συνέβαλαν στη βελτίωση των δεικτών ποιότητας του ενεργητικού το 2022. Ο μέσος ακαθάριστος και καθαρός δείκτης NPE μειώθηκε σε 6,2% και 2,6% αντίστοιχα στο τέλος του 2022 από 10% και 4,9% στο τέλος του 2021. 

Το μέσο επίπεδο κάλυψης των NPEs, βάσει των συνολικών προβλέψεων, διαμορφώθηκε στο 60% στο τέλος του 2022, αυξημένο κατά σχεδόν 7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το τέλος του 2021. Η σωρευτική μείωση του αποθέματος των ακαθάριστων NPEs από το 2019 έως το 2022 έφτασε το σημαντικό -86% και επιτεύχθηκε κυρίως ανόργανα, αξιοποιώντας το «Σχέδιο Ηρακλής». 

Ωστόσο, αυτό έχει λήξει και είναι ακόμη άγνωστο αν θα ανανεωθεί και, αν ναι, υπό ποιους όρους. Η μελλοντική μείωση του κινδύνου αναμένεται να συμβάλει στην αντιστάθμιση της αναμενόμενης αύξησης των νέων εισροών NPE λόγω της εξασθένησης των οικονομικών προοπτικών. Αν και είναι λογικό να αναμένεται κάποια επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού, σε αυτό το στάδιο δεν εκτιμάται ότι οι δείκτες ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα επιδεινωθούν στα ίδια πολύ αδύναμα επίπεδα που σημειώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. 

Η εικόνα των καταθέσεων 

Οι καταθέσεις πελατών αντιπροσώπευαν περίπου το 81% της συνολικής χρηματοδότησης στο τέλος του 2022, με περίπου 70% του συνόλου να προέρχεται από πελάτες λιανικής, οι οποίες τείνουν συνήθως να είναι λιγότερο ευμετάβλητες από εκείνες των επιχειρήσεων. Περίπου το 80% των συνολικών καταθέσεων αφορούσε καταθέσεις όψεως/αποταμίευσης, ενώ το υπόλοιπο ήταν προθεσμιακές καταθέσεις. 

Οι καταθέσεις των πελατών αυξήθηκαν σημαντικά από το 2019 έως το 2022, αντανακλώντας την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τον ελληνικό τραπεζικό τομέα μετά τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν, καθώς και τις υψηλότερες αποταμιεύσεις από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που προκλήθηκαν από την COVID-19. Τα κεφάλαια TLTRO III της ΕΚΤ αποτελούν τη δεύτερη κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες. Στις αρχές Φεβρουαρίου 2023, οι ελληνικές τράπεζες διέθεταν περίπου 33 δισεκ. ευρώ από τα κεφάλαια TLTRO III, ή περίπου 3% του συνόλου των TLTRO III του Ευρωσυστήματος.

Τα κεφάλαια αυτά θα λήξουν στο τέλος του 2024 και η επιστροφή τους θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμη για τις ελληνικές τράπεζες, λαμβάνοντας υπόψη τα άνετα επίπεδα ρευστότητας στον τομέα που αποδεικνύονται από ένα μέσο Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) της τάξης του 200% στο τέλος του 2022

Το «καθάρισμα» των NPEs

Η διαδικασία εξυγίανσης των δανείων έπληξε σημαντικά την κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών το 2020 και το 2021, ωστόσο η πορεία των κεφαλαίων βελτιώθηκε το 2022. 

Στο τέλος του 2022, ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 14,7%, ενώ ο μέσος δείκτης συνολικού κεφαλαίου ήταν 17,7%, και οι δύο ενισχυμένοι από 13,7% και 16,4% στο τέλος του 2021. Αυτό το επίπεδο των κεφαλαιακών δεικτών εξασφαλίζει ικανοποιητικά αποθέματα ασφαλείας της τάξης των 500 μ.β. και 310 μ.β. αντίστοιχα για τους δείκτες CET1 και Συνολικού Κεφαλαίου σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις για το 2023. Υπό το πρίσμα της βελτίωσης της κεφαλαιοποίησης και αντανακλώντας την προσδοκία περαιτέρω ανοδικής πορείας για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίων, σημειώνεται ότι ορισμένες ελληνικές τράπεζες στοχεύουν να επαναλάβουν τη διανομή μερισμάτων το 2023-2024, με την επιφύλαξη των κανονιστικών εγκρίσεων. 

Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες διατηρούν σημαντικές επενδύσεις σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, οι οποίοι αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο περίπου το 16% του συνολικού ενεργητικού στο τέλος του 2022 και περίπου δύο φορές το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων τους. 

Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των τίτλων είναι ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και άλλα κρατικά χρεόγραφα και περίπου το 80% του συνόλου των τίτλων σταθερού εισοδήματος ταξινομείται στο αποσβεσμένο κόστος. Αυτό μεταφράζεται σε συνολικούς τίτλους σταθερού εισοδήματος που αντιστοιχούν στο 13% του συνολικού ενεργητικού και 1,6 φορές του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου κατά μέσο όρο. 

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΓΟΡΕΣ

DBRS: Γιατί ξεχωρίζουν οι ελληνικές τράπεζες, οι προοπτικές για το 2024

Τα υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια εμφανίζουν οι τράπεζες σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, εκτιμώντας ότι η κερδοφορία θα συνεχίσει να είναι ισχυρή.