ΓΔ: 1950.12 -0.94% Τζίρος: 158.63 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:03
Φωτο: Shutterstock

Αφαλάτωση στην Ελλάδα: Η ανάγκη για νέα επιχειρηματικά μοντέλα και οι ΣΔΙΤ

Οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), κερδίζουν έδαφος διεθνώς, ως ένα μοντέλο που μπορεί να προσφέρει λύσεις σε τεχνικά, χρηματοδοτικά και διοικητικά εμπόδια. Γράφουν οι Άγγελος Τσακανίκας και Μαρία Παπαθωμά*.

Τις προηγούμενες ημέρες, ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση η προετοιμασία Εθνικού Σχεδίου για τη λειψυδρία στο πλαίσιο του οποίου αναμένεται να δημιουργηθεί ένα ταμείο για να υποστηρίξει - μεταξύ άλλων – και τη χρηματοδότηση μονάδων αφαλάτωσης. 

Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας είχε επίσης ανακοινώσει επτά πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, με σημαντικού ύψους χρηματοδοτήσεις για έργα ύδρευσης, αφαλάτωσης, επεξεργασίας λυμάτων και αναβάθμισης υποδομών. 

Είναι άλλωστε γνωστό ότι η διαχείριση της λειψυδρίας θεωρείται πλέον ζήτημα υψηλής εθνικής προτεραιότητας, καθώς η διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων μειώνεται διαρκώς και επιβαρύνεται από την κλιματική αλλαγή, την πληθυσμιακή αύξηση και τις αυξημένες τουριστικές πιέσεις. 

Η αφαλάτωση είναι μια κρίσιμη τεχνολογία για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, καθώς προσφέρει μια σταθερή πηγή πόσιμου νερού από θαλασσινό ή υφάλμυρο νερό.  Η Ελλάδα αξιοποιεί τις μονάδες αφαλάτωσης, με κυρίαρχη τεχνολογία την αντίστροφη ώσμωση (Reverse Osmosis). Ωστόσο, ένα  βασικό ζήτημα αφορά στην επιλογή του καταλληλότερου επιχειρηματικού μοντέλου για την υλοποίηση τέτοιων έργων.

Στο πλαίσιο διπλωματικής εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο Επαγγελματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΕΜΠ «Διαχείριση Έργων Υποδομών και Κατασκευών», το οποίο χρηματοδοτείται από τον Όμιλο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (από την κ. Μ. Παπαθωμά υπό την επίβλεψη του κ. Α.Τσακανίκα), μελετήθηκαν ενδεικτικά μοντέλα χρηματοδότησης τέτοιων μονάδων. 

Αν και έχουν επικριθεί σε ορισμένες διαστάσεις τους ως επιλογές, οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), κερδίζουν έδαφος διεθνώς, ως ένα μοντέλο που μπορεί να προσφέρει λύσεις σε τεχνικά, χρηματοδοτικά και διοικητικά εμπόδια. 

Κατά τον παραδοσιακό τρόπο χρηματοδότησης τέτοιων έργων, ο δημόσιος φορέας (π.χ. ένας Δήμος) εκπονεί ή αναθέτει τη μελέτη του έργου και μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας σε έναν ανάδοχο (ιδιώτη), ο οποίος αναλαμβάνει την κατασκευή της μονάδας και την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού. 

Με αυτόν τον τρόπο οι κίνδυνοι και οι ευθύνες επιβαρύνουν τον δημόσιο φορέα ενώ πάσχουν από τις συνήθεις παθογένειες: απουσία τεχνικής επάρκειας από Δήμους, σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση, γραφειοκρατικά εμπόδια, περιορισμένη δυνατότητα χρηματοδότησης με δημόσιους πόρους, καθώς και αδυναμία συντήρησης σε βάθος χρόνου. 

Με βάση την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην εργασία οι αιτίες των προβλημάτων είναι ενδεικτικά :

  • Αλληλουχία συμβατικών φάσεων εκτέλεσης: Η μελέτη, η κατασκευή και η λειτουργία, υλοποιούνται από  διαφορετικούς φορείς. Η έλλειψη ενός ενιαίου φορέα ευθύνης μειώνει την αποτελεσματικότητα στην παρακολούθηση του έργου και ενδέχεται να οδηγήσει σε ασυμβατότητες λόγω κακού συντονισμού μεταξύ των φορέων.
  • Αυξημένες απαιτήσεις διαχείρισης από τον Δημόσιο φορέα: Ο δημόσιος φορέας αναλαμβάνει την ευθύνη για ένα ευρύ φάσμα διαδικασιών. Παρακολουθεί τις αδειοδοτήσεις, επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης και μεριμνά για τη μετέπειτα λειτουργία της μονάδας. Οι ανάγκες αυτών των καθηκόντων απαιτούν χρόνο και εξειδικευμένες γνώσεις, οι οποίες συνήθως λείπουν από το δυναμικό των Δήμων. 
  • Περιορισμένη ευθύνη του αναδόχου: Ο ανάδοχος έχει την υποχρέωση μόνο της κατασκευής της μονάδας σύμφωνα με τη σύμβαση και δεν έχει τη δέσμευση για τη λειτουργική απόδοση της μετά την παράδοσή. Αυτό συνεπάγεται μεταγενέστερες συμπληρωματικές συμβάσεις για τη συντήρηση του έργου ή για την αντιμετώπιση δυσλειτουργιών.
  • Περιορισμένη ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών: Η παραδοσιακή διαγωνιστική διαδικασία με κριτήριο τη χαμηλότερη προσφορά αποθαρρύνει σε ορισμένες περιπτώσεις την εφαρμογή πιο αποδοτικών και κοστοβόρων τεχνολογιών.

Συμπερασματικά, η παραδοσιακή δημόσια σύμβαση αναδεικνύεται κατάλληλη υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, για έργα με σαφείς κανονισμούς και σε περιπτώσεις όπου η δημόσια διοίκηση διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία να την διαχειριστεί. Στην περίπτωση, των μονάδων αφαλάτωσης, εμπλέκονται πολλαπλοί τεχνικοί, περιβαλλοντικοί και θεσμικοί παράγοντες, με τη δυσκολία να κλιμακώνεται. Η αξιοποίηση σύγχρονων μοντέλων συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη.  

Σε αντίθεση με το παραδοσιακό μοντέλο, οι ΣΔΙΤ προσφέρουν ένα ευέλικτο και πιο αποδοτικό πλαίσιο για την ανάπτυξη σχετικών υποδομών. Το βασικό πλεονέκτημα των ΣΔΙΤ είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης της τεχνογνωσίας και των κεφαλαίων του ιδιωτικού τομέα, χωρίς όμως την υποβάθμιση του ρόλου του Δημοσίου.

Τα βασικά πλεονεκτήματα 

Ο ιδιώτης έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση, την κατασκευή, τη διαχείριση ή τη συντήρηση μιας υποδομής με αντάλλαγμα ένα προσυμφωνημένο τίμημα. Στο μοντέλο ΣΔΙΤ ο ιδιωτικός τομέας αναλαμβάνει όλα τα στάδια εκτέλεσης ενός έργου και τη σχετική ευθύνη, ενώ ο δημόσιος φορέας διατηρεί εποπτικό ρόλο. Συνεπώς, πρόκειται για ένα μοντέλο με αρκετά πλεονεκτήματα, αν και υπάρχον και ορισμένες προκλήσεις που απαιτούν ορθή διαχείριση. Βασικά πλεονεκτήματα είναι:

  • Μακροχρόνια ευθύνη λειτουργίας και συντήρησης: Ο ανάδοχος έχει μακροχρόνια δέσμευση με το έργο, σε αντίθεση με την παραδοσιακή σύμβαση όπου ολοκληρώνει την κατασκευή και αποχωρεί έως ότου συναφθεί εκ νέου σύμβαση π.χ. λειτουργίας ή και συντήρησης του έργου. Η διαρκής σύνδεση του ιδιώτη με το έργο τον παροτρύνει σε ποιοτικές επενδύσεις και στην πρόληψη τεχνικών προβλημάτων εγκαίρως, με σκοπό τον περιορισμό του μελλοντικού κόστους και των απρόβλεπτων δαπανών. Ειδικά για τις μονάδες αφαλάτωσης είναι κρίσιμη η σωστή συντήρηση, καθώς ακόμα και μια μικρή επιδείνωση στην ποιότητα του προϊόντος είναι πολύ σημαντική για τον τελικό αποδέκτη.
  • Μείωση διαχειριστικού φόρτου για τον Δημόσιο φορέα: Ο δημόσιος φορέας απαλλάσσεται σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη παρακολούθησης τρεχόντων θεμάτων. Ο ρόλος του περιορίζεται στον στρατηγικό σχεδιασμό και στην εποπτεία του έργου.
  • Μεταφορά τεχνογνωσίας και διαχείρισης κινδύνου: Η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα εξασφαλίζει την πρόσβαση στην εξειδικευμένη τεχνογνωσία, στον απαραίτητο εξοπλισμό καθώς και στην διαχειριστική επάρκεια που συχνά εκλείπει από τον δημόσιο φορέα. Ο κίνδυνος μεταφέρεται πλήρως στον ιδιώτη, ο οποίος πρέπει να αναλάβει την πλειοψηφία των καθυστερήσεων και τις υπερβάσεις κόστους. Ειδικά για τις μονάδες αφαλάτωσης στην Ελλάδα η συγκεκριμένη παράμετρος είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Η πλειονότητα των μονάδων αφαλάτωσης κατασκευάζεται σε μικρούς νησιωτικούς δήμους, όπου η τεχνική υπηρεσία έχει περιορισμένους πόρους και προσωπικό, επομένως δύσκολα μπορεί να ανταπεξέλθει σε τέτοιου είδους σύνθετα έργα.
  • Χρηματοδοτική ευελιξία: Αξιοποιούνται ιδιωτικά κεφάλαια, ελαττώνοντας την ανάγκη δημόσιων δαπανών ή την ένταξη των έργων σε απαιτητικά επιδοτούμενα προγράμματα. Για δήμους, ιδίως τους μικρούς νησιωτικούς, όπου οι διαθέσιμοι πόροι είναι αρκετά περιορισμένοι τις καθιστά ένα ιδιαίτερα ελκυστικό εργαλείο. Επιπλέον, η αμεσότητα των διαθέσιμων ιδιωτικών κεφαλαίων μπορεί να εξασφαλίσει ταχύτερη εκκίνηση των έργων.

Οι προκλήσεις

Σαφώς όμως και η επιλογή των ΣΔΙΤ ενέχει δύσκολες προκλήσεις. Η διαδικασία προσφορών συχνά χαρακτηρίζεται από μεγάλη χρονική διάρκεια και υψηλό κόστος, με πολύπλοκες διαπραγματεύσεις. Όμως, τα περισσότερα προβλήματα αντιμετωπίζονται συνήθως στη φάση της προετοιμασίας και όχι κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου. Ένας ακόμη κρίσιμος παράγοντας είναι ο χρηματοδοτικός κίνδυνος, εφόσον ο ιδιώτης συνήθως δανείζεται με υψηλότερα επιτόκια συγκριτικά με τον δημόσιο τομέα. 

Ακόμη, σημαντικός κίνδυνος εντοπίζεται στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ιδιώτη και χρήστη, όπου ο πρώτος επιδιώκει την αύξηση του κέρδους (με πιθανή αύξηση τιμής του αγαθού), ενώ ο δεύτερος προσδοκά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες. Η ένταξη του ιδιωτικού τομέα μπορεί να ξεπεράσει χρόνια εμπόδια που αναφέρθηκαν ως δημόσια κωλύματα. 

Σε κάθε περίπτωση όμως ο στόχος του ιδιωτικού τομέα σε αυτές τις συμβάσεις θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και η πολιτική των τιμών. Η συνεργασία του ιδιώτη με το δημόσιο δημιουργεί ένα πλαίσιο ισορροπίας, διασφαλίζοντας υπηρεσίες υψηλής ποιότητας με σεβασμό στο περιβάλλον και σε προσιτό κόστος.

Συνεπώς η επιλογή του κατάλληλου επιχειρηματικού μοντέλου καθορίζει τελικά την επιτυχία ή την αποτυχία ενός έργου αφαλάτωσης. Η Ελλάδα διαθέτει τις προϋποθέσεις (τεχνικές, γεωμορφολογικές και χρηματοδοτικές) για να πρωτοπορήσει στον τομέα της αφαλάτωσης. 

Αυτό που απαιτείται είναι ένα θεσμικά ξεκάθαρο και οργανωτικά πιο ώριμο πλαίσιο που θα επιτρέψει ευέλικτα σχήματα ΣΔΙΤ ή πιθανόν και άλλων παρόμοιων σχημάτων συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όπως π.χ και Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ) στον τομέα της αφαλάτωσης.


* Άγγελος Τσακανίκας, Καθηγητής Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας ΕΜΠ, Διευθυντής ΕΒΕΟ, Επικεφαλής Γραφείου Μεταφοράς Τεχνολογίας. Μαρία Παπαθωμά Τοπογράφος Μηχανικός ΕΜΠ, MSc Διαχείρισης Έργων Υποδομών και Κατασκευών.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

EYDAP_MEN Axarnon
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Επενδύσεις 10 δισ. κατά της λειψυδρίας, αναγκαία η αύξηση στα τιμολόγια

Μεγάλες επενδύσεις απαιτεί η αντιμετώπιση της λειψυδρίας, ενώ έρχονται δράσεις μείωσης της κατανάλωσης και αυξήσεις στα τιμολόγια με απόφαση της ΡΑΕΕΥ. Σοβαρό πρόβλημα η κακή διαχείριση του νερού.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Υπ. Περιβάλλοντος: Οι 7 πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας

«Η κατανάλωση με μέτρο πρέπει να γίνεται, ασχέτως με τη διαθεσιμότητα νερού. Η μετρημένη κατανάλωση είναι ένας γενικός κανόνας ζωής» τόνισε ο ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
businessdaily-Skylakakis-Theodoros
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σκυλακάκης: Άμεσα οφέλη για τους αγρότες από την επεξεργασία νερού

Επεξεργασμένο νερό βιολογικών καθαρισμών, από την Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων Λαμίας, χρησιμοποιείται για την άρδευση καλλιεργειών του τοπικού ΤΟΕΒ Μεγάλης Βρύσης - Ροδίτσας - Αυλακίου.