Σοβαρές αντιδράσεις προκαλεί η απόφαση της αμερικανικής Υπηρεσίας για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID) να καταστρέψει απόθεμα αντισυλληπτικών αξίας σχεδόν 10 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο προοριζόταν για αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times.
Το απόθεμα περιλάμβανε αντισυλληπτικά χάπια, κολπικά σπιράλ και διάφορα εμφυτεύματα, τα οποία παρέμεναν αποθηκευμένα για μήνες σε αποθήκη στο Βέλγιο πριν δοθεί εντολή καταστροφής κατόπιν κυβερνητικής διαταγής επί προεδρίας Τραμπ.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο αξιωματούχο της USAID, οργανισμού που έχει πλέον ενσωματωθεί διοικητικά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σκοπός της εν λόγω πολιτικής ήταν, όπως αναγράφεται σε επίσημη ανακοίνωση, η «προστασία της ζωής των παιδιών που πρόκειται να γεννηθούν σ' ολόκληρο τον κόσμο». Η ανακοίνωση αυτή φαίνεται να συγχέει έννοιες όπως η αντισύλληψη με την άμβλωση, εντείνοντας τις συζητήσεις γύρω από την αμερικανική εξωτερική πολιτική στον τομέα της υγείας.
Οι ΗΠΑ έχουν μειώσει δραστικά τη διεθνή οικονομική βοήθεια, με αποκορύφωμα την κατάργηση υποστήριξης ύψους περίπου 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων το περασμένο καλοκαίρι, μέτρο που επηρέασε κυρίως χώρες του εξωτερικού. Παράλληλα, η κυβέρνηση Τραμπ απέλυσε χιλιάδες στελέχη της USAID και διέκοψε προγράμματα που στήριζαν τον οικογενειακό προγραμματισμό και την πρόσβαση σε υπηρεσίες για αμβλώσεις.
Η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση σταμάτησε επίσης κάθε είδους χρηματοδότηση, άμεση ή έμμεση, προς ξένες μη κυβερνητικές οργανώσεις που είτε πραγματοποιούν αμβλώσεις είτε προωθούν την εθελούσια διακοπή της κύησης ως επιλογή οικογενειακού προγραμματισμού.
Διεθνείς αντιδράσεις και κόστος της καταστροφής
Όπως αποκαλύπτουν οι New York Times, επίσημα έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της USAID τεκμηριώνουν ότι οργανώσεις είχαν προτείνει είτε να αγοράσουν είτε να αποδεχτούν δωρεά του συγκεκριμένου αποθέματος αντισυλληπτικών, σε μια ενέργεια που θα εξοικονομούσε δημόσια κονδύλια και θα απέτρεπε σπατάλη. Ωστόσο, η κυβέρνηση επέλεξε πλέον να προχωρήσει στη καταστροφή των προϊόντων, διαδικασία με κόστος που εκτιμάται στα 167.000 δολάρια.
Σχετική ανακοίνωση για την προγραμματισμένη καταστροφή είχε εκδοθεί ήδη από τον Ιούλιο, επιβεβαιώνοντας τις ανησυχίες της διεθνούς κοινότητας.
Σφοδρή ήταν η καταδίκη της MSF USA (Γιατροί Χωρίς Σύνορα Αμερικής), η οποία έκανε λόγο για «εσκεμμένα ανεύθυνη και βλαπτική πράξη εις βάρος γυναικών και κοριτσιών σε όλο τον κόσμο».
Παρέμβαση ζήτησαν και ευρωβουλευτές, καλώντας την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να ενεργήσει «κατεπειγόντως» για να αποτραπεί η υλοποίηση της καταστροφής. Όπως επισήμαναν, «μια τέτοια καταστροφή θα ήταν απαράδεκτη για υγειονομικούς, δεοντολογικούς και πολιτικούς λόγους». Οι ευρωβουλευτές – μέλη των ομάδων των Πρασίνων, της Αριστεράς και του Κέντρου – προειδοποίησαν ταυτόχρονα πως τυχόν αδράνεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα αυτό «μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή αξιοπιστία της».