Δύο υψηλόβαθμοι στρατηγοί της Κίνας αποβλήθηκαν από το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα και αποτάχθηκαν από τον στρατό, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας της χώρας. Οι λόγοι αφορούν σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας και του νόμου, όπως αναφέρεται.
Πρόκειται για τον Χε Γουεϊντόνγκ, δεύτερο τη τάξει στρατηγό της Κίνας, και τον Μιάο Χούα, ανώτατο πολιτικό αξιωματούχο του κινεζικού στρατού. Αμφότεροι είναι οι πιο υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι που απομακρύνονται στο πλαίσιο της εκστρατείας κατά της διαφθοράς που ξεκίνησε το 2023 και στοχεύει στην ηγεσία του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.
Η απομάκρυνση του Χε αποτελεί την πρώτη περίπτωση μέλους της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, του ανώτατου διοικητικού οργάνου του κινεζικού στρατού, που καθαιρείται μετά την Πολιτιστική Επανάσταση του 1966-1967. Ο Χε δεν έχει εμφανιστεί δημοσίως από τον Μάρτιο, ενώ μέχρι πρότινος δεν είχε γνωστοποιηθεί επίσημη έρευνα εις βάρος του.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Άμυνας Τζανγκ Σιαογκάνγκ, οι δύο αξιωματούχοι, μαζί με επτά ακόμη υψηλόβαθμους στρατιωτικούς που κατονομάστηκαν, «παραβίασαν σοβαρά την κομματική πειθαρχία και είναι ύποπτοι για σοβαρά εγκλήματα που σχετίζονται με καθήκοντα αναφορικά με ένα εξαιρετικά μεγάλο χρηματικό ποσό».
Στην ανακοίνωση υπογραμμίζεται ότι τα εγκλήματά τους είναι «σοβαρής φύσης, με εξαιρετικά επιζήμιες συνέπειες».
Η αποπομπή του 68χρονου Χε έχει επιπτώσεις και εκτός στρατού, καθώς διατηρούσε θέση και στο 24μελές Πολιτικό Γραφείο, τη δεύτερη υψηλότερη βαθμίδα εξουσίας του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ως ένας από τους δύο αντιπροέδρους της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, ο στρατηγός Χε κατείχε τη θέση του τρίτου πιο ισχυρού διοικητή του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού και θεωρείτο στενός συνεργάτης του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Η εξέλιξη αυτή σημειώνεται λίγες ημέρες πριν την αναμενόμενη σύνοδο της Τέταρτης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Πεκίνο.
Ο Μιάο Χούα είχε απομακρυνθεί από την Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή από τον Ιούνιο, αφού τέθηκε υπό έρευνα για «σοβαρές παραβιάσεις πειθαρχίας» τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους.