Το Πεκίνο εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του στις νέες αμερικανικές κυρώσεις κατά του ρωσικού πετρελαϊκού τομέα, όπως γνωστοποιήθηκε σε ανακοίνωση της κινεζικής κυβέρνησης μετά τις σχετικές αποφάσεις της Ουάσινγκτον.
Εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας τόνισε ότι η χώρα είναι σταθερά αντίθετη στις μονομερείς κυρώσεις που δεν βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και δεν έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο αγοραστή ρωσικών υδρογονανθράκων παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαϊκών προϊόντων.
Οι αμερικανικές κυρώσεις περιλαμβάνουν το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών Rosneft και Lukoil στις ΗΠΑ, καθώς και την απαγόρευση οποιασδήποτε συναλλαγής αμερικανικών επιχειρήσεων με τους δύο ρωσικούς πετρελαϊκούς ομίλους.
Σε παράλληλη εξέλιξη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε συμφωνία για ενίσχυση των κυρώσεων στον τομέα των ρωσικών υδρογονανθράκων, με στόχο να περιοριστεί η χρηματοδότηση της πολεμικής μηχανής της Ρωσίας.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ ανακοίνωσε κυρώσεις κατά εταιρειών σε τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, τις οποίες κατηγορεί ότι βοηθούν τη Ρωσία να παρακάμπτει τις δυτικές κυρώσεις στη μεταφορά τεχνολογίας, κυρίως για την παραγωγή drones.
Ο εκπρόσωπος της Κίνας εξέφρασε έντονη δυσαρέσκεια και χαρακτήρισε τις κυρώσεις κατά κινεζικών εταιρειών «παράνομες», επισημαίνοντας ότι έχουν ήδη υποβληθεί επίσημες διαμαρτυρίες στην ευρωπαϊκή πλευρά.
Τόνισε επίσης ότι πολλές χώρες, μεταξύ αυτών και ευρωπαϊκές, διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία, υπογραμμίζοντας πως η Ευρώπη δεν βρίσκεται σε θέση να κάνει υποδείξεις για τη συνεργασία κινεζικών και ρωσικών επιχειρήσεων.
Η Κίνα επαναλαμβάνει τη θέση της υπέρ της έναρξης ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας όλων των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας.
Ωστόσο, το Πεκίνο δεν έχει καταδικάσει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με τις δυτικές χώρες να το κατηγορούν για παροχή κρίσιμης οικονομικής στήριξης στη Μόσχα.
«Ζητούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να σταματήσει να καθιστά την Κίνα θέμα αντιπαράθεσης», σημείωσε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.