Ομοσπονδιακή δικαστής ενέκρινε την επιβολή τέλους 100.000 δολαρίων για βίζες εργασίας H-1B στις ΗΠΑ, όπως είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση Τραμπ τον Σεπτέμβριο.
Το μέτρο αφορά κυρίως εργαζόμενους με εξειδικευμένα προσόντα, όπως επιστήμονες, μηχανικούς και προγραμματιστές, και αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στον τεχνολογικό τομέα.
Η συγκεκριμένη απόφαση εντάσσεται στη στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ για περιορισμό των βίζων H-1B, με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης Αμερικανών εργαζομένων.
Η ανακοίνωση της επιβολής τέλους είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, κυρίως από τον τεχνολογικό κλάδο και χώρες που επηρεάζονται άμεσα, όπως η Ινδία.
Το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ και η Ένωση Αμερικανικών Πανεπιστημίων είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του προέδρου.
Όπως τόνισαν, οι κάτοχοι των βίζων H-1B συμβάλλουν σημαντικά στην αμερικανική παραγωγικότητα, ευημερία και καινοτομία.
Στην απόφασή της, η δικαστής Μπέριλ Χάουελ ανέφερε ότι το Κογκρέσο έχει παραχωρήσει στον πρόεδρο ευρείες εξουσίες, τις οποίες χρησιμοποίησε για να επιβάλει το μέτρο, με σκοπό την προστασία της εθνικής και οικονομικής ασφάλειας.
Διευκρίνισε ότι η απόφαση και η εφαρμογή της είναι νόμιμες, απορρίπτοντας τις σχετικές προσφυγές.
Η βίζα H-1B επιτρέπει σε εργοδότες να προσλαμβάνουν αλλοδαπούς με εξειδικευμένες δεξιότητες που δεν είναι ευρέως διαθέσιμες στις ΗΠΑ.
Χορηγείται αρχικά για τρία χρόνια, με δυνατότητα παράτασης έως έξι χρόνια, ενώ κάθε χρόνο διατίθενται 85.000 βίζες μέσω λοταρίας, με την Ινδία να αποτελεί τον βασικό δικαιούχο.
Επιπλέον, η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ έχει βρεθεί στο επίκεντρο και άλλων δικαστικών διαδικασιών, καθώς συνασπισμοί νοσοκομείων, σχολείων και συνδικάτων υποστηρίζουν ότι το υψηλό κόστος καθιστά αδύνατη την πρόσληψη αλλοδαπών γιατρών και εκπαιδευτικών.