Ανυπεράσπιστη αφήνουν οι τουρκικές αρχές τη λίρα, που «βουλιάζει» σήμερα για πέμπτη συνεχή ημέρα, με τις απώλειες έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους να ξεπερνούν το 28% και τον πρώην διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Ντουρμούζ Γιλμάζ, να προειδοποιεί για επανάληψη της κρίσης του 2001 και εξαγορά τουρκικών επιχειρήσεων από ξένες σε ληστρικά χαμηλές τιμές.
Οι αρμόδιοι αξιωματούχοι της Τουρκίας αφήνουν τη λίρα να διολισθήσει χωρίς φρένα και αυτό ακριβώς συμβαίνει, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το Bloomberg, από τις αρχές της εβδομάδας οι κρατικές εμπορικές τράπεζες έχουν «κάψει» περισσότερα από 1 δισ. δολ. σε μια μάταιη προσπάθεια υπεράσπισης του νομίσματος.
Στις σημερινές συναλλαγές, η ισοτιμία του δολαρίου με λίρα ξεπέρασε και τις 8,30 λίρες/δολ. στις 13.00, ενώ η ισοτιμία του ευρώ κινείται ολοταχώς προς διψήφιο αριθμό, ξεπερνώντας σήμερα και τις 9,75 λίρες. Πρόκειται για ταχεία επιδείνωση της κατάστασης, καθώς την Παρασκευή η λίρα διαπραγματευόταν κάτω από το όριο των 8 λιρών/δολ.
Η νέα «βουτιά» της λίρας (στοιχεία από 14.35, ώρα Ελλάδος)
Μιλώντας σε διαδικτυακή παρουσίαση, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Μουράτ Ουισάλ, αναθεώρησε τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό στο τέλος του έτους από 8,9% σε 12,1%. Παρά την έξαρση του πληθωρισμού, όμως, απέφυγε να δεσμευθεί ότι θα αυξηθεί το βασικό επιτόκιο, ενώ ήδη στην αγορά επικρατεί έντονη απογοήτευση για την απροσδόκητη απόφαση της περασμένης Πέμπτης να μην υπάρξει αύξηση επιτοκίου, την οποία οι επενδυτές είχαν προεξοφλήσει.
Σαν να μην ήταν αρκετή αυτή η στάση της κεντρικής τράπεζας για να ανησυχήσουν οι επενδυτές, ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, υπουργός Οικονομικών και γαμπρός του Ερντογάν, δήλωσε, μιλώντας σε στελέχη 70 πολυεθνικών σε εκδήλωση που οργάνωσε η Citigroup, απέκλεισε την επιβολή capital controls και δήλωσε ότι επιθυμεί μια ανταγωνιστική ισοτιμία της λίρας, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι οι αρχές δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα από τη διολίσθηση του νομίσματος. Κάλεσε μάλιστα τις πολυεθνικές να μεταφέρουν από την Ασία στην Τουρκία την παραγωγή τους, παρουσιάζοντας τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας του.
Τα πολύ χαμηλά επιτόκια, που ο Ερντογάν χρησιμοποιεί για να τονώσει την ανάπτυξη της Τουρκίας, είναι πλέον πολύ κάτω από τον πληθωρισμό και οδηγούν τους ξένους επενδυτές, αλλά και τους Τούρκους, μακριά από τη λίρα. Οι συνεχείς αντιπαραθέσεις του Ερντογάν με Ευρωπαίους και Αμερικανούς, που αυξάνουν τους φόβους για κυρώσεις στην Τουρκία, συμβάλλουν επίσης στη μεγάλη πτώση του νομίσματος.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η λίρα δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει και τις 9,00 λίρες ανά δολάριο τις επόμενες εβδομάδες», τονίζει στέλεχος της Commerzbank AG σε έκθεση για το τουρκικό νόμισμα. «Καθώς οι αυξήσεις των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα δεν λειτουργούν πλέον ως αξιόπιστη μακροπρόθεσμη πολιτική απάντηση, έχουμε την αίσθηση ότι μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων έκτακτης ανάγκης μπορεί να είναι η μόνη πολιτική απάντηση, σε μια προσπάθεια να ανακοπεί η δυναμική της πτώσης».
Ο πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας, που έχει πιστωθεί τη σταθεροποίηση της οικονομίας μετά τη συναλλαγματική κρίση του 2001, προειδοποίησε ότι η Τουρκία οδεύει σε επανάληψη της κρίσης αυτής. Ο Ντουρμούζ Γιλμάζ άσκησε σφοδρή κριτική στην πρόβλεψη του Αλμπαϊράκ για επάνοδο ξένων κεφαλαίων στη χώρα, τονίζοντας ότι η πτώση της λίρας έχει εξελιχθεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία και η κατάληξη θα είναι να γίνει η Τουρκία παράδεισος για ξένους κυνηγούς ευκαιριών σε ληστρικές τιμές, όπως συνέβη και το 2001.
«Με τη συναλλαγματική ισοτιμία σε αυτά τα επίπεδα, όλα έχουν γίνει τόσο φθηνά, που ισοδυναμεί με ληστεία. Αν συνεχίσει να υποχωρεί έτσι η ισοτιμία, οι τουρκικές εταιρείες θα περάσουν σε ξένους, όπως ακριβώς έγινε το 2001», προειδοποίησε ο Γιλμάζ, που σήμερα είναι στέλεχος κόμματος της αντιπολίτευσης.
Τον Μάιο του 2001, η Τουρκία είχε υποχρεωθεί να υπογράψει μια ανανέωση της συμφωνίας διάσωσης από το ΔΝΤ, για να λάβει δάνειο 19 δισ. δολ., ώστε να ξεπεράσει τη συναλλαγματική κρίση που είχε προκληθεί από κακές επιλογές στην οικονομική πολιτική. Εκείνη την εποχή, η πτώση της λίρας, η αύξηση των επιτοκίων και του πληθωρισμού και η κρίση στις τουρκικές κρατικές τράπεζες είχαν φέρει την οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης. Δύο χρόνια αργότερα, το παλαιό πολιτικό σύστημα κατέρρευσε και πήρε την εξουσία το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν.