Μάχη για να διατηρηθεί στην εξουσία δίνει η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Λιζ Τρας, με δύο υπουργούς της να έχουν μέχρι στιγμής παραιτηθεί, ενώ όλα δείχνουν ότι δέχεται μεγάλες πιέσεις από κορυφαία στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος.
Μέσα σε μόλις έξι εβδομάδες ως πρωθυπουργός, η Τρας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σχεδόν όλο το πολιτικό της πρόγραμμα, αφού προκάλεσε πτώση της αγοράς ομολόγων και κατάρρευση των ποσοστών αποδοχής της ίδιας και του Συντηρητικού της Κόμματος.
Από την περασμένη Παρασκευή έχασε δύο από τους τέσσερις πιο υψηλόβαθμους υπουργούς της κυβέρνησης, ενώ δεν αντέδρασε καθόλου στην πλήρη άρση της φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία ήταν άλλωστε και το βασικό της πλεονέκτημα που οδήγησε στην εκλογή της ως νέα πρωθυπουργού από το Συντηρητικό Κόμμα. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», δήλωσε ένας συντηρητικός νομοθέτης στο Reuters, μετά τις έντονες αψιμαχίες που καταγράφηκαν το βρετανικό κοινοβούλιο.
Η Τρας έγινε η τέταρτη πρωθυπουργός της Βρετανίας μέσα σε έξι χρόνια αφού εξελέγη τον Σεπτέμβριο για να ηγηθεί του Συντηρητικού Κόμματος από τα μέλη του, όχι από το ευρύτερο εκλογικό σώμα, και με την υποστήριξη μόνο του ενός τρίτου περίπου των βουλευτών του κόμματος. Υποσχέθηκε μειώσεις φόρων που χρηματοδοτούνται με δανεισμό, απορρύθμιση και απότομη μετατόπιση προς τα δεξιά σε πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα.
Η απότομη απώλεια του κύρους της έρχεται καθώς η οικονομία οδεύει προς την ύφεση και ο νέος υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ τρέχει να βρει δεκάδες δισεκατομμύρια λίρες προκειμένου να υπάρξει περικοπή δαπανών για να καθησυχάσει τους επενδυτές που τρόμαξαν με τις πολιτικές προτάσεις της Τρας. Το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης, αν και χαμηλότερο από ό,τι ήταν στο αποκορύφωμα της κρίσης την περασμένη εβδομάδα, παραμένει αυξημένο, καθώς οι επενδυτές διερωτώνται ποιος είναι επικεφαλής και αν ο Χαντ θα μπορέσει να ανοικοδομήσει την άλλοτε υγιή οικονομική φήμη της Βρετανίας.
Ο Κρίσπιν Μπλαντ, συντηρητικός νομοθέτης επί 25 χρόνια, δήλωσε στο Reuters ότι η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή που οι συνάδελφοί του έπρεπε να επιτρέψουν σε ένα άτομο με εμπειρία να αναλάβει τον έλεγχο. «Οι προσωπικές εκτιμήσεις και οι φιλοδοξίες πρέπει τώρα να παραμεριστούν», είπε, προσθέτοντας ότι θα υποστηρίξει τον Χαντ ως ηγέτη. Ο Τομπάιας Έλγουντ, επικεφαλής της επιτροπής άμυνας του κοινοβουλίου, δήλωσε ότι η Τρας πρέπει οπωσδήποτε να «επιβιώσει» μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, ημερομηνία κατά την όποια ο υπ. Οικονομικών θα πρέπει να παρουσιάσει πώς θα ανοικοδομήσει τα δημόσια οικονομικά. Οποιαδήποτε κατάρρευση πριν από τότε, είπε, θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στη λίρα.
Άλλοι υποψήφιοι για την αντικατάσταση της Τρας είναι ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ - ο οποίος προειδοποίησε ότι η οικονομική της πολιτική θα βλάψει την οικονομία - ή η Πένι Μόρνταουντ, μια υπουργός που είναι δημοφιλής σε πολλά στρώματα του κόμματος. Η Τρας παλεύει για την πολιτική της επιβίωση από τις 23 Σεπτεμβρίου, όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών και στενός της σύμμαχος, Κουάσι Κουαρτένγκ, ανακοίνωσε έναν «μίνι προϋπολογισμό» με τεράστιες, μη χρηματοδοτούμενες περικοπές φόρων που προκάλεσαν σοκ στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τρας έδιωξε τον Κουαρτένγκ την Παρασκευή και έκανε δεκτή την παραίτηση της υπουργού Εσωτερικών της, Σουέλα Μπρέιβερμαν, την Τετάρτη.
Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι οι Συντηρητικοί αντιμετωπίζουν μια καταστροφή στις επόμενες εκλογές, ορισμένοι νομοθέτες λένε ότι η Τρας πρέπει να φύγει, ώστε να μπορέσουν να προσπαθήσουν να ξαναχτίσουν το σήμα τους. Άλλοι φαίνεται να τα έχουν παρατήσει. «Δυστυχώς, φαίνεται ότι πρέπει να αλλάξουμε ηγέτη αλλά ακόμη και αν ο αρχάγγελος Γαβριήλ αναλάβει τώρα, το κόμμα πρέπει επειγόντως να ανακαλύψει ξανά την πειθαρχία, τον αμοιβαίο σεβασμό και την ομαδική εργασία, αν θέλουμε να κυβερνήσουμε καλά το Ηνωμένο Βασίλειο και να αποφύγουμε τη σφαγή στις επόμενες εκλογές», δήλωσε ο νομοθέτης Γκάρι Στρέιτερ στο Twitter.
Με τον πληθωρισμό σε υψηλό 40 ετών και τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων να κάνουν άλμα, οι σκηνές με τους να τσακώνονται στο κοινοβούλιο κινδυνεύουν να βαθύνουν την οργή των ψηφοφόρων που προετοιμάζονται για έναν σκληρό χειμώνα με αύξηση του κόστους των τροφίμων και της ενέργειας.