ΓΔ: 1454.98 1.38% Τζίρος: 124.03 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:02 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ
ING GROEP
Φωτο: Shutterstock

Πρωταθλήτρια η Ελλάδα μετά την πανδημία σε αύξηση ανταγωνιστικότητας

Σημαντική βελτίωση της θέσης της στην ευρωζώνη έχει επιτύχει η Ελλάδα, ενώ χάνουν έδαφος η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά, σύμφωνα με ανάλυση της ING. Πώς η Γερμανία γίνεται πάλι ο «μεγάλος ασθενής».

Τη μεγαλύτερη αύξηση ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη μετά την πανδημία πέτυχε η Ελλάδα, ενώ η Γερμανία και άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης έχασαν έδαφος, σύμφωνα με ανάλυση της ολλανδικής τράπεζας ING με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Πώς η βόρεια Ευρώπη έχασε αθόρυβα την ανταγωνιστικότητά της».

Σε αντίθεση με την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όπου το κεντρικό θέμα συζήτησης ήταν η απώλεια ανταγωνιστικότητας των οικονομιών του Νότου κατά την πρώτη δεκαετία του 2000, πλέον αυτό που συζητείται είναι η κακή πορεία των οικονομιών του Βορρά, καθώς ακόμη και η άλλοτε πανίσχυρη Γερμανία περιγράφεται από πολλούς ως ο «μεγάλος ασθενής» της ευρωζώνης.

Οι αναλυτές της ING τονίζουν στα βασικά τους συμπεράσματα ότι το τέλος της συγκράτησης των μισθών και η μειωμένη αύξηση της παραγωγικότητας στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, μαζί με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις νότιες, επέτρεψαν τη σύγκλιση της ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη. Επισημαίνουν, όμως, ότι αυτή η σύγκλιση γεννά νέα ερωτήματα σχετικά με τα μοντέλα ανάπτυξης που βασίζονται στις εξαγωγές, όπως αυτό της Γερμανίας.

Η Ελλάδα φαίνεται ότι είχε την καλύτερη επίδοση μετά την πανδημία, όσον αφορά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας, συγκριτικά με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Όπως φαίνεται στο γράφημα της ING, ανάμεσα στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 και στο τρίτο τρίμηνο του 2023 η Ελλάδα είχε μια μείωση του συγκεκριμένου δείκτη σχεδόν κατά 2%, που δείχνει βελτίωση ανταγωνιστικότητας. Μόνο η Ιρλανδία είχε καλύτερη επίδοση, όμως οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη τα στοιχεία για τη χώρα, καθώς «παραμορφώνονται» από τη μεγάλη συμμετοχή πολυεθνικών εταιρειών στην οικονομία λόγω του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος της Ιρλανδίας. Επτά χώρες, με πρώτη την Αυστρία είχαν απώλεια ανταγωνιστικότητας, ανάμεσά τους και η Γερμανία.

exchange_rate

 

Σε ένα άλλο, πολύ ενδιαφέρον γράφημα, οι αναλυτές της ING παρουσιάζουν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη και από αυτό μπορούν να εξαχθούν ενδιαφέροντα συμπεράσματα και για το πώς οδηγήθηκε η Ελλάδα στη μεγάλη κρίση του 2009 - 2010.

Την περίοδο από το τέλος του 1999 έως το τέλος του 2007, η Ελλάδα ήταν, μετά την Ισπανία, η χώρα με τη δεύτερη μεγαλύτερη απώλεια σχετικής ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, εκείνη την περίοδο η Γερμανία, συγκρατώντας τις αμοιβές της εργασίας και αυξάνοντας την παραγωγικότητα, είχε πετύχει με διαφορά την καλύτερη επίδοση στην ευρωζώνη, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα.

Στην Ελλάδα, το μεγάλο λάθος που έγινε και οδήγησε στην οικονομική κρίση ήταν ότι οι αυξήσεις των αμοιβών ξεπερνούσαν την αύξηση της παραγωγικότητας. «Η Ελλάδα», σημειώνουν οι αναλυτές της ING, αναφερόμενοι στην πρώτη δεκαετία του 2000, «είδε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά στην πραγματικότητα γνώρισε τόσο υψηλή αύξηση των μισθών που τα κέρδη παραγωγικότητας εκμηδενίστηκαν».

reer_rebalancing

 

Σύμφωνα με τους αναλυτές της ING, τα κέρδη ανταγωνιστικότητας των χωρών του Νότου υπήρξαν καθοριστικός παράγοντας στην αύξηση των επενδύσεων, την ώρα που αυτές μειώνονταν στις χώρες του Βορρά μετά την πανδημία, με τη Γερμανία μάλιστα να παρουσιάζει τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση. Όπως φαίνεται στο γράφημα, στην Ελλάδα ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων ήταν κοντά στο μηδέν την περίοδο 2013 - 2019, αλλά εκτινάχθηκε πάνω από το 8% την περίοδο 2019 - 2023.

investment

Τι αναφέρει η ανάλυση

Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί τακτικό θέμα συζήτησης από την έναρξη της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης, σημειώνουν οι αναλυτές της ING. Και προσθέτουν, μεταξύ άλλων, ότι:

  • Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η διαβόητη στρατηγική της Λισαβόνας είχε ως στόχο να καταστήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση την πιο ανταγωνιστική περιοχή της παγκόσμιας οικονομίας. Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, οι οικονομίες της Νότιας Ευρώπης είχαν χάσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ οι οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης με επικεφαλής τη Γερμανία είχαν δει μια απότομη βελτίωση.
  • Αυτή η απόκλιση στην ανταγωνιστικότητα (κόστους και τιμής) κορυφώθηκε με την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους, μια κρίση που η Ευρώπη προσπάθησε να θεραπεύσει με μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ενώ η λιτότητα οδήγησε σε αμφισβητήσιμα αποτελέσματα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις άρχισαν να αποδίδουν καρπούς και το συνολικό αποτέλεσμα ήταν η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας.
  • Φυσικά, η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα δεν περιορίζεται μόνο στην ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους. Σκεφτείτε τις τιμές της ενέργειας, τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, τη γραφειοκρατία, τα φορολογικά καθεστώτα, τις υποδομές, την εκπαίδευση, το μερίδιο της βιομηχανίας ή των υπηρεσιών στην οικονομία ή με απλά λόγια, το οικονομικό μοντέλο μιας χώρας, για να αναφέρουμε μόνο μερικά.
  • Ωστόσο, το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει αποδειχθεί σημαντικός δείκτης της ανταγωνιστικότητας κόστους μιας χώρας. Τα τελευταία δύο χρόνια, η κορύφωση του πληθωρισμού και οι συνεχιζόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού έχουν προκαλέσει απότομη αύξηση των μισθών, ενώ η παραγωγικότητα σκόνταψε. Βλέπουμε ότι αυτό παρατηρείται περισσότερο στις βόρειες παρά στις νότιες χώρες της ευρωζώνης.

Οι ανισορροπίες

Αναφερόμενοι στα λάθη που έγιναν κατά την πρώτη δεκαετία του κοινού νομίσματος, σημειώνουν ότι αυτή χαρακτηρίστηκε από μεγάλες εισροές κεφαλαίων στην «περιφέρεια», οι οποίες οδήγησαν σε σχετικά μη παραγωγικές επενδύσεις. Η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην Ιταλία και την Ισπανία, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν τόσο γρήγορα ή ταχύτερα από ό,τι στις περισσότερες χώρες της βόρειας Ευρώπης. Η Ελλάδα είδε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά στην πραγματικότητα γνώρισε τόσο υψηλή αύξηση των μισθών που τα κέρδη παραγωγικότητας εκμηδενίστηκαν. Αυτό προκάλεσε σημαντικές διαφορές στην εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συγκριτικά με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης.

Άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν αύξηση της παραγωγικότητας άνω του μέσου όρου και συγκράτηση των μισθών σε διάφορους βαθμούς. Επιτυχημένες εξαγωγικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία δέχθηκαν κριτική για υψηλά εμπορικά πλεονάσματα, περιορίζοντας παράλληλα την εγχώρια ζήτηση εξαιτίας αυτού, καθιστώντας δυσκολότερη την προσαρμογή των νότιων οικονομιών της ευρωζώνης.

Στη δεκαετία του 2010, η αύξηση των μισθών μειώθηκε σημαντικά στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία και ήταν ακόμη αρνητική στην Ελλάδα. Η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αδύναμων επενδύσεων, αλλά η Ισπανία και η Πορτογαλία κατάφεραν να έχουν ισχυρότερη αύξηση της παραγωγικότητας από τον μέσο όρο της ευρωζώνης για αυτή την περίοδο. Η επώδυνη προσαρμογή απέδιδε.

Επίσης, οι βόρειες οικονομίες παρουσίασαν ταχύτερη αύξηση των μισθών, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας εξασθένησε σημαντικά. Η ταχύτερη αύξηση των μισθών βοήθησε την εγχώρια ζήτηση, αλλά εξαιτίας της μείωσης του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, αυτό είχε επίσης σημαντικό αντίκτυπο στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο άρχισε να αυξάνεται. Πράγματι, αυτό βοήθησε στην εξισορρόπηση εντός της ευρωζώνης όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της εργασίας, καθώς οι οικονομίες της βόρειας ευρωζώνης επέτρεψαν στις νότιες αγορές της ευρωζώνης να καλύψουν τη διαφορά.

Αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μετά την πανδημία

Η περίοδος μετά την πανδημία επιτάχυνε ακόμη και τη διαδικασία αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος για τις βόρειες οικονομίες της ευρωζώνης. Από την άλλη πλευρά, αυτό συνέβη και στις νότιες χώρες της ευρωζώνης, καθώς οι περισσότερες χώρες έχουν δει την αύξηση των μισθών να εκτοξεύεται εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού και των σφιχτών αγορών εργασίας, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας έχει γίνει αρνητική για τις περισσότερες μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης.

Οι αρνητικές εξελίξεις στην παραγωγικότητα ήταν ένα ακόμη βήμα προς τα κάτω σε σχέση με την ήδη πολύ ασθενή ανάπτυξη που παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο κατά την περίοδο πριν από την πανδημία. Συνολικά, εδώ παρατηρούμε επίσης ότι η ανταγωνιστικότητα στις βόρειες χώρες της ευρωζώνης εξακολουθούσε να επιδεινώνεται κατά μέσο όρο.
Αυτή η διαδικασία ήταν τόσο σημαντική που η Ολλανδία και η Αυστρία είναι τώρα οι χώρες που έχουν δει την ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας τους να επιδεινώνεται περισσότερο από την αρχή της ευρωζώνης το 1999 από τις αρχικές 12 χώρες της ευρωζώνης (χωρίς το Λουξεμβούργο, που έχει υπερμεγέθη χρηματοπιστωτικό τομέα και δεν μπορεί να συγκριθεί). Η Ιρλανδία και η Ελλάδα, έχοντας δει την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία τους να επιδεινώνεται περισσότερο από όλες τις χώρες γύρω στο 2010, είναι τώρα οι χώρες με τη χαμηλότερη ένδειξη.

Ο Νότος ξεπερνά τον Βορρά σε αύξηση εξαγωγών

Η απώλεια της ανταγωνιστικότητας της βόρειας ευρωζώνης δεν συνέβη μόνο έναντι των νότιων αγορών της ευρωζώνης κατά την περίοδο μετά την πανδημία. Χρησιμοποιώντας μια πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία βασισμένη στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έναντι μιας ευρύτερης ομάδας 37 εμπορικών εταίρων σε σύγκριση με τις χώρες της ευρωζώνης, διαπιστώνουμε ότι οι βόρειες οικονομίες της ευρωζώνης έχασαν πρόσφατα την ανταγωνιστικότητα της εργασίας με ελαφρώς ταχύτερο ρυθμό έναντι των εξωτερικών εταίρων.

Εξαιτίας αυτού, είναι λογικό οι επιχειρήσεις στον τομέα της μεταποίησης να είναι απαισιόδοξες στις βόρειες χώρες της ευρωζώνης. Όταν εξετάζουμε ποιες βιομηχανικές εταιρείες είναι πιο θετικές για την ανταγωνιστική τους θέση στην ΕΕ, η Γερμανία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Φινλανδία βρίσκονται σε χειρότερη θέση από την υπόλοιπη ευρωζώνη. Αυτό δεν είναι παράξενο, δεδομένου ότι η ευρύτερη αδυναμία της ανταγωνιστικότητας συνοδεύεται από ασθενέστερη αύξηση των εξαγωγών.

Οι εξαγωγικές υπερδυνάμεις του βορρά έχουν ξεπεραστεί τα τελευταία χρόνια από άλλες χώρες που προσπαθούν να καλύψουν τη διαφορά. Όχι σε απόλυτους αριθμούς, αλλά ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες ήταν βραδύτερος από αυτόν της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας. Οι βιομηχανικές εταιρείες στο νότο είναι πιο αισιόδοξες για την ανταγωνιστική τους θέση και έχουν δει την αύξηση των εξαγωγών να βελτιώνεται.

Οι επενδύσεις από την έναρξη της πανδημίας ακολουθούν παρόμοιο μοτίβο. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μπορούν να ενισχύσουν τις επιδόσεις παραγωγικότητας, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας δεδομένης της κακής εξέλιξης της παραγωγικότητας τα τελευταία χρόνια. Επίσης, εδώ παρατηρείται μαζική αύξηση των επενδύσεων σε ορισμένες από τις αρχικές χώρες της περιφέρειας. Η Ισπανία είναι η εξαίρεση και τα στοιχεία για την Ιταλία στρεβλώνονται από το "superbonus", ένα κυβερνητικό πρόγραμμα κινήτρων που έχει ενισχύσει τις επενδύσεις σε κατοικίες.

Ωστόσο, με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ σε καλό δρόμο για να φέρει επενδύσεις στις νότιες οικονομίες με γρήγορο ρυθμό το 2024-26, οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις ευνοούν τις νότιες χώρες της ευρωζώνης αυτή τη στιγμή. Πάντως, οι βόρειες χώρες εξακολουθούν να είναι καλύτερα εξοπλισμένες για να απορροφήσουν ψηφιακές και τεχνολογικές καινοτομίες.

Καλή η σύγκλιση για την ευρωζώνη, ανησυχίες για τα βόρεια μοντέλα ανάπτυξης

Τα περισσότερα από αυτά είναι καλά νέα από την άποψη των ανισορροπιών στην ευρωζώνη. Οι εξελίξεις αυτές αντιμετωπίζουν ορισμένες από τις μακροοικονομικές ανισορροπίες για τις οποίες ανησυχεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οδηγώντας πιθανώς σε πιο ομοιόμορφες επιδόσεις μεταξύ των χωρών.

Ταυτόχρονα, όμως, θα ήταν καλύτερα αν οι επιδόσεις παραγωγικότητας στον βορρά είχαν διατηρηθεί, και η προσαρμογή είχε προέλθει κυρίως από την ταχύτερη αύξηση των μισθών στο βορρά και την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας στον νότο. Αυτό μοιάζει περισσότερο με μια κούρσα προς τα κάτω όσον αφορά τις διαρθρωτικές επιδόσεις, κάτι που δεν βοηθά την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα σε παγκόσμια κλίμακα.

Η Γερμανία έχει ήδη ονομαστεί και πάλι «ο ασθενής της Ευρώπης». Οι ανησυχίες σχετικά με την ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας προστίθενται σε έναν κατάλογο ανησυχιών σχετικά με το μοντέλο ανάπτυξής της. Για άλλες βόρειες χώρες, η χαμένη ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας χρησιμεύει περισσότερο ως κλήση αφύπνισης: κάποια επανεξισορρόπηση προς μια οικονομία που βασίζεται περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση είναι πιθανώς υγιής, αλλά πρέπει και να προσέχει κανείς την παραγωγικότητα όταν αυξάνονται οι μισθοί.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Brookings: Πρώτη στην ευρωζώνη η Ελλάδα με βάση τον Δείκτη Εμπιστοσύνης

Ανάμεσα στις επτά οικονομίες της ευρωζώνης που παρακολουθεί το ινστιτούτο, η Ελλάδα είναι η μόνη με θετικό και αυξανόμενο Δείκτη Εμπιστοσύνης. Σοβαρή παγκόσμια επιβράδυνση δείχνει η έρευνα Brookings και FT.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Από τα... Τάρταρα στην κορυφή της ευρωζώνης οι ελληνικές τράπεζες

Οι πέντε βασικοί δείκτες απόδοσης της ΕΚΤ κατατάσσουν τις ελληνικές τράπεζες στις κορυφαίες θέσεις της ευρωζώνης για το δ' τρίμηνο 2023, ενώ το 2019 βρίσκονταν στις χειρότερες. Το turnaround του κλάδου και η ανάγκη για βιώσιμη κερδοφορία.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ενισχύεται η συνεργασία Ελλάδας - Γερμανίας στον τομέα της ναυτιλίας

Στόχος της συνεργασίας είναι η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε., αλλά και η ανάληψη πρωτοβουλιών και πολιτικών που θα ενισχύσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη της ναυτιλίας και την προώθηση της πράσινης ναυτιλίας.
Florina
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Εταιρείες από Γερμανία και Ινδία στρέφουν το βλέμμα τους στη Φλώρινα

Ο λόγος για την εταιρεία κατασκευής προϊόντων από ανθρακονήματα και υαλονήματα «B&T Composites SA» η οποία ετοιμάζεται να «μπει» και στον χώρο της παραγωγής δεξαμενών υψηλής πίεσης αποθήκευσης υδρογόνου.