Η ελληνική αγορά ενέργειας βρίσκεται σε μια «lose-lose» κατάσταση, όπου τόσο οι καταναλωτές όσο και όσοι έχουν επενδύσει σε ΑΠΕ βγαίνουν τελικά ζημιωμένοι από την πράσινη μετάβαση.
Παρά το γεγονός ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο στο ενεργειακό μείγμα, οι λογαριασμοί ρεύματος για τους πολίτες ανεβαίνουν αντί να μειώνονται.
Την ίδια ώρα, οι συστηματικές περικοπές στην παραγωγή ΑΠΕ ανατρέπουν τα μοντέλα στα οποία βασίστηκαν οι επενδυτές.
Ειδικοί τονίζουν ότι πίσω από αυτήν την πραγματικότητα δεν κρύβεται μόνο η διεθνής ενεργειακή κρίση, αλλά και η μακροχρόνια απουσία στρατηγικής κατεύθυνσης για τη χάραξη μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής.
Οι καταναλωτές ασφυκτιούν
Τα τελευταία χρόνια, οι καταναλωτές έχουν γίνει μάρτυρες συνεχών αυξομειώσεων στους λογαριασμούς ρεύματος, πληρώνοντας υπέρογκα ποσά που δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος παραγωγής, καθώς η τιμολόγηση εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Σύμφωνα με όσα δηλώνει στο BD η Παναγιώτα Καλαποθαράκου, πρόεδρος της καταναλωτικής οργάνωσης ΕΚ.ΠΟΙ.ΖΩ:
- «Το κόστος της ενέργειας στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα υψηλό, ειδικά αν το συγκρίνει κανείς με την αγοραστική δύναμη του Έλληνα καταναλωτή. Οι τελικές τιμές διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, το οποίο θεωρούμε ότι αποτελεί στρέβλωση της αγοράς. Στην Ελλάδα, σχεδόν το 95% της τιμής διαμορφώνεται από το Χρηματιστήριο, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η συμμετοχή του κυμαίνεται μόλις στο 15%-20%. Συνεπώς, οι τιμές στην Ελλάδα δεν συνδέονται άμεσα με το πραγματικό κόστος παραγωγής ενέργειας».
Παράλληλα, σύμφωνα με την ίδια, οι λογαριασμοί ρεύματος είναι αδιαφανείς και δυσανάγνωστοι, περιλαμβάνοντας πλήθος άσχετων χρεώσεων, ενώ η ελεύθερη αγορά απαιτεί από τον καταναλωτή να λειτουργεί σχεδόν ως επαγγελματίας για να μπορέσει να συγκρίνει και να αλλάξει προμηθευτή. Η ΕΚΠΟΙΖΩ ζητά εδώ και χρόνια διαφάνεια, διαχωρισμό χρεώσεων και καθολική εγκατάσταση έξυπνων μετρητών.
Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ χάνουν το γόητρό τους
Από το 2022, οι ΑΠΕ κυριαρχούν στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, ενώ το 2024 η συμμετοχή τους - μαζί με την υδροηλεκτρική παραγωγή - έφτασε στο 50,5%. Ωστόσο, οι συνεχείς περικοπές των ΑΠΕ λόγω ανισορροπιών προσφοράς - ζήτησης αποτελούν το σημαντικότερο πλήγμα για τον κλάδο, ζημιώνοντας οικονομικά όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
Μάλιστα, βάσει στοιχείων του ΑΔΜΗΕ, το 2023 κόπηκαν 228 GWh, το 2024 οι περικοπές έφτασαν τις 900 GWh, ενώ μόνο το πρώτο πεντάμηνο του 2025 καταγράφηκαν 975 GWh περικοπών, με εκτιμήσεις ότι θα ξεπεράσουν τις 1,8–2 TWh – δηλαδή πάνω από το 10% της συνολικής παραγωγής ΑΠΕ.
Σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι διόλου τυχαία η πρόσφατη αποχώρηση της γερμανικής εταιρείας ABO Energy από την ελληνική αγορά ΑΠΕ, μέσω της πώλησης της ελληνικής θυγατρικής της ABO Energy Hellas S.A. Η απόσυρση αυτή μάλιστα ήρθε στον απόηχο της απόφασης ενός ακόμη μεγάλου ξένου «παίκτη», της πορτογαλικής EDPR, να πωλήσει το χαρτοφυλάκιο έργων ΑΠΕ που διαθέτει στην Ελλάδα.
Απουσία σχεδιασμού
Σύμφωνα με όσα δήλωσε στο BD ο Γενικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Παραγωγών Ηλεκτρικής Ενέργειας από Φωτοβολταϊκά (ΠΟΣΠΗΕΦ), Ιωάννης Κυανίδης, η απουσία ενεργειακού σχεδιασμού είναι αυτή που έχει οδηγήσει σε απόλυτο αδιέξοδο τις επενδύσεις στις ΑΠΕ.
«Οι περικοπές το 2025 έχουν ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τα επίπεδα του 2024, αγγίζοντας τις 975 GWh σε μόλις πέντε μήνες. Αν αναλογιστούμε ότι πέρυσι ήταν στο 3,3%, μιλάμε για τριπλασιασμό μέσα σε ένα έτος», αναφέρει.
Ακόμη, σύμφωνα με τον ίδιο, η αδειοδοτική διαδικασία είναι υπερβολικά χρονοβόρα και το νομικό πλαίσιο διαρκώς αλλάζει, καθιστώντας την ελληνική αγορά αποτρεπτική για ξένους επενδυτές.
Καταστροφική η επένδυση σε φωτοβολταϊκά
Ο Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου Παραγωγών με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ), Γιώργος Σαμαράς, χαρακτηρίζει την επένδυση σε φωτοβολταϊκά καταστροφική, εκτός αν πρόκειται για καθετοποιημένες επιχειρήσεις που μπορούν να απορροφήσουν τις απώλειες.
«Σήμερα υπάρχει υπερπαραγωγή και δεν θα πρέπει να προχωρούν νέες επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά, καθώς κινδυνεύουν ακόμα και εκείνοι που επένδυσαν σε προηγούμενα χρόνια, υπό εντελώς διαφορετικό κανονιστικό πλαίσιο», εξηγεί.
«Ως ΣΠΕΦ, ήδη από το 2019, συμβουλεύουμε τους νέους επενδυτές να μην υλοποιούν έργα άνω των 400 κιλοβάτ, γιατί αργά ή γρήγορα θα βρεθούν σε αδιέξοδο. Επιμένουμε πως είναι αναγκαίο να περιοριστούν οι νέες άδειες, να τεθούν ξεκάθαρα όρια και να στραφούμε αποκλειστικά στην αποθήκευση ενέργειας για τα ήδη υπάρχοντα έργα», καταλήγει ο κ. Σαμαράς.
Από την πλευρά του, ειδικός αναλυτής σε θέματα ενέργειας εξηγεί ότι οι επενδύσεις στις ΑΠΕ, ιδίως στην Ελλάδα, δεν βασίστηκαν σε ουσιαστική οικονομική μελέτη.
Το κόστος εγκατάστασης και συντήρησης, π.χ. μιας ανεμογεννήτριας, είναι συχνά υψηλότερο από τα έσοδα που αποφέρει, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πραγματικό οικονομικό όφελος. Παράλληλα, παρότι έχουν δαπανηθεί σημαντικά κονδύλια, το ρεύμα παραμένει ακριβό. Το πρόβλημα δεν είναι εξωτερικό (π.χ. ο πόλεμος στην Ουκρανία), καθώς σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η κρίση τιμών αντιμετωπίστηκε πιο αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με όσα δηλώνει στο BD ο Παναγιώτης Παπασταματίου, γενικός διευθυντής της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ), η αξία της παραγόμενης ενέργειας εξαρτάται από τη χρονική στιγμή της παραγωγής. Μάλιστα, η υπερπροσφορά ηλιακής ενέργειας τις μεσημβρινές ώρες καθιστά πλέον τα φωτοβολταϊκά λιγότερο χρήσιμα και βιώσιμα ως επενδύσεις.
«Το σήμα που στέλνει η αγορά και οι τιμές του Χρηματιστηρίου προς τους επενδυτές είναι ξεκάθαρο: “Δεν χρειαζόμαστε άλλα φωτοβολταϊκά”. Άρα, όποιος αποφασίσει να επενδύσει σε νέους σταθμούς που παράγουν μόνο το μεσημέρι, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι αυτοί μπορεί να μην είναι βιώσιμοι», εξηγεί ο κ. Παπασταματίου.
«Όσον αφορά τη συνολική διείσδυση των ΑΠΕ, σήμερα βρισκόμαστε στο 55%-58% του ηλεκτρισμού μας από ανανεώσιμες πηγές και πρέπει να φτάσουμε στο 80% έως το 2030 – και ακόμα υψηλότερα μετά. Άρα, χρειαζόμαστε κι άλλα ‘πράσινα’ ηλεκτρόνια, αλλά αυτή τη φορά υψηλής αξίας, δηλαδή ενέργεια που να παράγεται τη στιγμή που τη χρειαζόμαστε, όχι το μεσημέρι.
Αυτό μπορούν να το πετύχουν άλλες μορφές ΑΠΕ, εκτός των φωτοβολταϊκών, όπως τα αιολικά πάρκα, η βιομάζα, η γεωθερμία, τα υδροηλεκτρικά κ.ά. Ναι, χρειαζόμαστε επιπλέον Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αλλά αυτές πλέον είναι κυρίως τα αιολικά πάρκα», καταλήγει.