Ελαφρά αύξηση καταγράφει η ελληνική οινοπαραγωγή για την περίοδο 2025-2026, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε το Τμήμα Αμπέλου, Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η συνολική παραγωγή εκτιμάται σε 1.516.639 εκατόλιτρα, σημειώνοντας άνοδο 6,01% σε σύγκριση με τα 1.430.666 εκατόλιτρα του 2024.
Όπως επισημαίνεται σε ανακοίνωση της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), τα στοιχεία αυτά αποτελούν αρχική εκτίμηση, βασισμένη στις προβλέψεις των Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ). Η εκτίμηση θεωρείται επισφαλής, καθώς ο τρύγος συνεχίζεται σε ορισμένες περιοχές και ο τελικός όγκος παραγωγής, που θα προκύψει από τις Δηλώσεις Παραγωγής, ενδέχεται να διαφοροποιηθεί, συνήθως προς τα κάτω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η περσινή οινοπαραγωγή (2023-2024) είχε καταγράψει ιστορική πτώση κατά 35,27% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Για τις επόμενες χρονιές, η άνοδος παραμένει οριακή, χωρίς να ανατρέπεται η γενικότερη τάση μείωσης.
Σημαντική αύξηση καταγράφουν οι οίνοι χωρίς γεωγραφική ένδειξη (ΓΕ), με την παραγωγή τους να εκτιμάται αυξημένη κατά 10,66%. Οι συγκεκριμένοι οίνοι καλύπτουν το 51,45% του συνόλου, ενώ οι οίνοι με Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΟΠ και ΠΓΕ) αντιπροσωπεύουν το 35,29% της παραγωγής.
Η διαχρονική πορεία της ελληνικής οινοπαραγωγής, βάσει στοιχείων από το 1990 και μετά, δείχνει συνεχή μείωση της συνολικής παραγωγής. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται όχι μόνο στην κλιματική κρίση, αλλά και στην εγκατάλειψη αμπελοκαλλιεργούμενων εκτάσεων.
Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, οι πραγματικά εγκαταλελειμμένες εκτάσεις είναι περισσότερες από όσες καταγράφονται επίσημα, καθώς πολλοί αμπελουργοί έχουν στραφεί σε άλλες καλλιέργειες χωρίς να δηλώσουν τις αλλαγές στο Αμπελουργικό Μητρώο.
Η μείωση της εγχώριας παραγωγής έχει ως συνέπεια την αύξηση των εισαγωγών οίνων, κυρίως από την Ιταλία, σε χαμηλές τιμές. Το γεγονός αυτό επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του ελληνικού οινοπαραγωγικού τομέα.