Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 2196/2025 απόφασή του, διαμόρφωσε σαφές πλαίσιο για τη μονομερή αναπροσαρμογή ασφαλίστρων υγείας που εντάσσονται ως συμπληρωματικές καλύψεις σε συμβάσεις ζωής. Η απόφαση επικύρωσε πρόστιμο σε ασφαλιστική εταιρεία και απέρριψε σχετική αίτηση αναίρεσης, σηματοδοτώντας σημαντική εξέλιξη για τον κλάδο.
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή και την ιδιωτική ασφάλιση (ν. 2251/1994, ν. 2496/1997, ν.δ. 400/1970 και οδηγία 2002/83), έκρινε ότι οι ρήτρες μονομερούς αναπροσαρμογής ασφαλίστρου μπορούν να θεωρηθούν επιτρεπτές μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις διαφάνειας και ισορροπίας.
Ειδικότερα, το ΣτΕ ξεκαθαρίζει πως μια τέτοια ρήτρα είναι νόμιμη μόνο όταν:
- Υπάρχει «σπουδαίος λόγος» που αναφέρεται ρητά στη σύμβαση.
- Βασίζεται σε σαφή και κατανοητά κριτήρια, ώστε ο μέσος ασφαλισμένος να μπορεί να αντιληφθεί τις οικονομικές συνέπειες της αναπροσαρμογής.
- Παρέχεται επαρκής πληροφόρηση πριν και κατά τη διάρκεια της σύμβασης, ώστε ο ασφαλισμένος να έχει τη δυνατότητα ελέγχου και άσκησης των δικαιωμάτων του.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι στις μακροχρόνιες ασφαλίσεις υγείας, το κόστος επηρεάζεται από αβέβαιους παράγοντες, όπως οι εξελίξεις στον τομέα των υπηρεσιών υγείας. Αυτό καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση «επαρκών» ασφαλίστρων υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής. Παρ’ όλα αυτά, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να διασφαλίζουν πλήρη διαφάνεια στους όρους αναπροσαρμογής.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι μια ρήτρα δεν θεωρείται αυτομάτως καταχρηστική επειδή δεν προβλέπει ανώτατο όριο αυξήσεων ή συγκεκριμένο ποσό μελλοντικών αναπροσαρμογών. Καθοριστικό στοιχείο αποτελεί η επαρκής ενημέρωση του ασφαλισμένου για τον μηχανισμό αναπροσαρμογής και η δέσμευση της εταιρείας να παρέχει τα αναγκαία στοιχεία εγκαίρως.
Στην υπό εξέταση υπόθεση, το ΣτΕ διαπίστωσε ότι οι εξεταζόμενες ρήτρες δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις διαφάνειας, επιβεβαιώνοντας την απόφαση του εφετείου. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν πλήρως με το άρθρο 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.