Σε ισχυρούς πονοκεφάλους για το αρμόδιο υπουργείο Ενέργειας, χωρίς προς το παρόν ακόμη να έχει βρεθεί το φάρμακο, φαίνεται ότι εξελίσσονται δύο ανοικτά φθινοπωρινά μέτωπα στην εγχώρια αγορά ενέργειας. Η μείωση του ενεργειακού κόστους για την βιομηχανία και η κάλυψη του ολοένα αυξανόμενου ελλείμματος, προς το παρόν ύψους 240 εκατ. ευρώ, του ΕΛΑΠΕ, δηλαδή του ειδικού λογαριασμού μέσω του οποίου πληρώνονται οι ΑΠΕ.
Κοινός τους παρονομαστής είναι ότι αμφότερα αποτελούν μέρος του ευρύτερου διαλόγου που έχει ανοίξει εσχάτως με πρωτοβουλία του ίδιου του υπ. Περιβάλλοντος & Ενέργειας Κ. Χατζηδάκη για τις υψηλές τιμές ενέργειας στην Ελλάδα, απόρροια διαχρονικών θεσμοθετημένων και μη στρεβλώσεων στην αγορά ηλεκτρισμού. Πράγματι, η χονδρεμπορικη τιμή στην Ελλάδα είναι μια από τις ακριβότερες στην Ευρώπη και με στοιχεία Αυγούστου κινούνταν στα 52 ευρώ/MWh, έναντι περίπου 36 ευρώ στην Γερμανία, περίπου 43 σε Ιταλία, 39 ευρω σε Βουλγαρία, Ισπανία, Πορτογαλία, 38 ευρώ σε Ρουμανία.
Η μείωση των τιμών δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη. Τα συμφέροντα είναι πολλά, αντικρουόμενα, αλλά η πίτα της αγοράς είναι ενιαία, δηλαδή το χρήμα που βγαίνει από την μία τσέπη, πρέπει να καλυφθεί από την άλλη. Επίσης κοινός παρονομαστής σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι η ΔΕΗ. Ελέω θέσης και μεγέθους, η επιχείρηση συνδέεται αναπόφευκτα με οτιδήποτε συνέβαινε, συμβαίνει και θα συμβαίνει στην εγχώρια ενεργειακή αγορά. Κάτι όχι απαραίτητα καλό για την ίδια.
Τα βιομηχανικά τιμολόγια
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή τη μείωση του βιομηχανικού ενεργειακού κόστους, το υπουργείο προωθεί σειρά μέτρων, όπως ενημέρωσε στη συνάντηση της Τετάρτης τον ΣΕΒ, ο υπ. Περιβάλλοντος & Ενέργειας Κ. Χατζηδάκης. Μείωση των χρεώσεων χρήσης συστήματος, διατήρηση του μηχανισμού αντιστάθμισης για το κόστος των ρύπων, μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στη μέση τάση, είναι ανάμεσα σε αυτά.
Κυρίως όμως, την πιο προβεβλημένη θέση, έχει η επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων της βιομηχανίας με την ΔΕΗ που λήγουν στα τέλη του έτους. Οι βιομηχανίες επιδιώκουν τα τιμολόγια που είναι σε ισχύ από το 2018, όταν το μεσοσταθμικό κόστος της ΔΕΗ ήταν πολύ υψηλότερο σε σχέση με σήμερα, να μειωθούν. Τα κόστη του ρεύματος έχουν πέσει, άρα πρέπει να πέσουν και τα τιμολόγια, λένε.
Ο υπουργός φαίνεται να κατανοεί την αγωνία τους, επομένως αναμένονται πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση αυτή, δηλαδή εκπτώσεις στα βιομηχανικά τιμολόγια της ΔΕΗ. Εκπτώσεις όμως υπό τον όρο ότι η επιχείρηση θα πάψει να πουλά ρεύμα κάτω του κόστους της. Είναι η κόκκινη γραμμή που βάζει η ΔΕΗ στην συζήτηση. Δέχεται να στηρίξει τις βιομηχανίες - πελάτες της, συμφωνεί να περιορίσει τα περιθώρια κέρδους της από τα συγκεκριμένα τιμολόγια, συζητά όμως για εκπτώσεις στο μέτρο που αντέχει. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί ως τα τέλη του έτους.
Ισορροπίες και Target Model
Το υπουργείο από την πλευρά του τηρεί μια μάλλον ισορροπιστική στάση. Την αίσθηση αυτή άλλωστε έδωσε και η ανακοίνωση που εξέδωσε μετά τη συνάντηση με τον ΣΕΒ, όπου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στα βιομηχανικά τιμολόγια. Η έμφαση δίνεται στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, αναφορά με αποδέκτες όλη την ενεργειακή αγορά.
Το μήνυμα του ΥΠΕΝ είναι ότι μόνο ο ανταγωνισμός θα επιφέρει πραγματική και μόνιμη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους σε ευρωπαϊκά επίπεδα. Ναι μεν το υπουργείο μιλάει για παρεμβάσεις, όπως η μείωση του ΕΦΚ και των χρεώσεων χρήσης συστήματος, ωστόσο δείχνει προς την κατεύθυνση της νούμερο ένα επικείμενης μεταρρύθμισης στην αγορά ενέργειας. Την έναρξη από την 1η Νοεμβρίου του λεγόμενου Τarget Μodel. Του μοντέλου που στόχο έχει να αυξήσει τον ανταγωνισμό τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση και στο οποίο οι ΑΠΕ θα πάψουν να καλύπτονται από το σημερινό προστατευτικό καθεστώς, ενώ θα καταργηθούν οι διάφοροι σημερινοί μηχανισμοί ενισχύσεων για τις συμβατικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που επιβαρύνουν καταναλωτές και επιχειρήσεις. Διμερή συμβόλαια της βιομηχανίας με προμηθευτές, όπως συμβαίνει σε πλειάδα ευρωπαϊκών χωρών, θα αντικαταστήσουν το σημερινό απαρχαιωμένο μοντέλο χρονδρεμπορικής, επιβραβεύοντας τους πραγματικά -και όχι στα λόγια- πιο ανταγωνιστικούς παίκτες.
«Αυτό το μοντέλο θα στηρίξει η κυβέρνηση και αυτό είναι η απάντησή μας τόσο προς τον ΣΕΒ όσο και προς κάθε καταναλωτή ενέργειας», ανέφερε με νόημα την Τετάρτη ο υπουργός. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως όλοι θέλουν το Target Model.
Το αγκάθι του ΕΛΑΠΕ
Καθόλου λιγότερα αγκάθια από το πρώτο έχει το δεύτερο ανοικτό μέτωπο, αυτό που αφορά την διευρυνόμενη «τρύπα» του ειδικού λογαριασμού μέσω του οποίου πληρώνονται οι ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ). Ένας λογαριασμός με έλλειμμα και μάλιστα μεγάλο που προς το παρόν κινείται στα 240 εκατ. ευρώ, αλλά όσο το πρόβλημα δεν θεραπεύεται, αυτό θα μεγαλώνει. Γεννήθηκε μέσα στην πρώτη φάση της πανδημίας, την περίοδο από τον Μάρτιο και μετά, όταν η κατανάλωση ρεύματος μειωνόταν και μαζί της και τα έσοδα του ΕΛΑΠΕ, δηλαδή το ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ), χρέωση που πληρώνεται μέσω των λογαριασμών. Η μείωση στην κατανάλωση ρεύματος το μεγέθυνε, αφού όσο περιοριζόταν το ύψος της, τόσο λιγόστευαν και τα έσοδα του ΕΛΑΠΕ. Βέβαια αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή συνδέεται με την μείωση του ύψους του ΕΤΜΕΑΡ, η οποία ίσχυσε από τον Κ. Χατζηδάκη τον Σεπτέμβριο του 2019, ακριβώς για να μην φανεί στην τσέπη των πολλών η αύξηση στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων. Ήταν η εποχή όπου δινόταν η μάχη σωτηρίας της ΔΕΗ, γι' αυτό και ουδείς είχε γκρινιάξει για τις αυξήσεις στα τιμολόγια, τις οποίες άλλωστε είχε «εξουδετερώσει» η μείωση στο ΕΤΜΕΑΡ.
«Kούρεμα» στις ταρίφες ή ο λογαριασμός στους προμηθευτές;
Το ερώτημα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Ιδέες ανεπίσημα, ακούγονται πολλές. Καθεμιά από αυτές θίγει και κάποιους. Μια για παράδειγμα θεωρεί ότι δεν έχει νόημα να αυξηθούν τα έσοδα του ΕΛΑΠΕ, καθώς αυτό θα λύσει μόνο βραχυπρόθεσμα το πρόβλημα. Εκείνο που πρέπει να συμβεί είναι να μειωθούν οι ανάγκες πληρωμής μέσω ΕΛΑΠΕ. Δηλαδή μέσα από ένα νέο «New Deal» (παρόμοιο με εκείνο του 2013), να «κουρευτούν» οι ταρίφες των παλαιών παραγωγών ΑΠΕ, όσων έχουν «βγάλει» και με το παραπάνω τα κεφάλαια που επένδυσαν προ μιας δεκαετίας. Απόφαση με πολιτικό κόστος αφού θα φέρει απέναντι από το ΥΠΕΝ αρκετές χιλιάδες παραγωγούς κυρίως φωτοβολταϊκών.
Στον αντίποδα υπάρχει αυτό που είπε πρόσφατα ο ίδιος ο Κ. Χατζηδάκης, ότι εξετάζεται να μεταφερθεί το ΕΤΜΕΑΡ στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων. Σε μια τέτοια περίπτωση θεωρείται βέβαιο ότι το κόστος αυτό οι προμηθευτές δεν θα το απορροφήσουν, παρά θα το μετακυλήσουν στους καταναλωτές. Το ίδιο θα κάνει και η ΔΕΗ. Εκτός και αν της ζητηθεί να απορροφήσει ένα μέρος του, «αναγκάζοντας» και τους με πολύ μικρότερο μερίδιο από την ίδια ανταγωνιστές της να κάνουν το ίδιο. Διαφορετικά θα εμφανιστούν ακριβότεροι στα μάτια των πελατών τους, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Σε μια τέτοια όμως περίπτωση ο υπουργός θα έβρισκε απέναντί του το σύνολο των προμηθευτών.
Το ίδιο θα συνέβαινε αν επανέρχονταν μια χρέωση στους προμηθευτές, όπως το περίφημο ΠΧΕΦΕΛ που τους είχε επιβληθεί την διετία 2016-2018 επί ΣΥΡΙΖΑ για το φθηνότερο «πράσινο» ρεύμα που αγόραζαν, με στόχο να μειωθεί το έλλειμμα του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ. Καμία από τις παραπάνω λύσεις δεν θεωρείται ότι θα έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Τόσο όμως στο θέμα αυτό, όσο και στο ζήτημα του βιομηχανικού ενεργειακού κόστους, ο χρόνος μετρά αντίστροφα, η λύση πρέπει να έχει βρεθεί πριν τα τέλη του έτους.