Χαοτική παραμένει η κατάσταση στα δικαστήρια αναφορικά με την εξέταση αιτημάτων προστασίας υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2019, υπήρχαν σε εκκρεμότητα 89.498 υποθέσεις, που αφορούν υποχρεώσεις νοικοκυριών προς τράπεζες και βρίσκονται στην ουρά αναμένοντας την εκδίκασή τους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, και στην επόμενη έκθεση ενισχυμένης επιτήρησης από τους Θεσμούς των δανειστών, που θα δημοσιευθεί τον Νοέμβριο, αναμένεται να διατυπωθεί η έντονη ανησυχία τους για το γεγονός ότι η εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων προχωρά με απελπιστικά βραδείς ρυθμούς, χωρίς να επιτυγχάνονται οι συμφωνημένοι στόχοι (για το τέλος του α' τριμήνου 2019 ο στόχος ήταν να μειωθούν οι υποθέσεις σε 85.130), με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο δύσκολη η επίτευξη του συμφωνημένου στόχου για εκκαθάριση όλων των υποθέσεων ως το τέλος του 2021.
Για τη γιγάντωση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, πρόβλημα που κρατά καθηλωμένο στην αβεβαιότητα το τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν πολλές ευθύνες: πολιτικές ηγεσίες που «αξιοποίησαν» το ζήτημα για μικροπολιτικούς λόγους υποσχόμενες Σεισάχθειες, οι τράπεζες που αρκέστηκαν σε ημίμετρα αλλά και η επικράτηση στην κοινωνία της κουλτούρας «δεν πληρώνω».
Οι δικηγόροι
Την αναζήτηση λύσης μέσω της δικαστικής οδού ενθάρρυνε και ένας μεγάλος αριθμός δικηγόρων οι οποίοι ενθάρρυναν τους πελάτες τους για τη δικαστική επίλυση της διαφοράς με την τράπεζα. Η προσφυγή στο δικαστήριο φαίνεται ότι είναι βαθιά στο... DNA του νομικού κόσμου, ενώ στην κατεύθυνση αυτή συμβάλει το γεγονός ότι ελάχιστοι πελάτες πληρώνουν τον δικηγόρο για το χρόνο και τις συμβουλές του, θεωρώντας ως νομική δουλειά που πρέπει να πληρωθεί μονο την προσφυγή σε δικαστήριο.
Η προσφυγή στο δικαστήριο δεν αποτελεί μόνο μια διαδικασία μεγάλης χρονικής διάρκειας, αλλά και εξαιρετικά αβέβαιη, καθώς σήμερα περίπου οι μισές αποφάσεις των δικαστηρίων είναι αρνητικές για τα νοικοκυριά. Έτσι και χάνουν την περιουσία τους και παραμένουν αποκλεισμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα από το τραπεζικό σύστημα, ενώ για πολλούς είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να επιστρέψουν ποτέ στην κανονικότητα.
Τρεις εναλλακτικές λύσεις
Σήμερα η δυνατότητες που έχει ένα υπερχρεωμένο νοικοκυριό είναι τρεις:
α) Την αναζήτηση συναινετικής λύσης με την τράπεζα για την εξόφληση της οφειλής. Με τον τρόπο αυτό ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει οριστικά το ζήτημα της οφειλής και παράλληλα διατηρεί τη σχέση του με την τράπεζα.
β) Σε περίπτωση αδυναμίας συνεννόησης με την τράπεζα ο δανειολήπτης έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε διαμεσολάβηση ώστε να αναζητηθεί η καλύτερη λύση από τρίτο μέρος. Πρόκειται επίσης για έναν φιλικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς ο οποίος είναι εξαιρετικά διαδεδομένος στην ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης η Ιταλία πέτυχε την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων κατά 40%.
γ) Τέλος, η τελευταία επιλογή είναι η προσφυγή στο δικαστήριο, που παραμένει η πιο διαδεδομένη επιλογή στην Ελλάδα.
Για τη λύση του προβλήματος των υπερχρεωμένων νοικοκυριών απαιτείται μια γενναία στροφή από όλες τις πλευρές σε εξωδικαστικές διαδικασίες με στόχο την αναζήτηση κοινής αποδοχής λύσεων, στις οποίες να μπορούν να ανταποκριθούν τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Από την πλευρά των τραπεζών, θα πρέπει να αναπτύξουν προϊόντα και λύσεις που να οδηγούν σε πραγματικά βιώσιμες λύσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Αλλά και οι δικηγόροι θα πρέπει να ξεφύγουν από την εύκολη λογική της προσφυγής στο δικαστήριο να εξετάσουν το ευρύτερο και μακροπρόθεσμα συμφέρων των πελατών τους και να συμβάλουν στην επιστροφή της συναλλακτικής ηθικής στην κανονικότητα.