ΓΔ: 1548.93 -0.19% Τζίρος: 102.22 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:00 DATA
Τάσος-Αναστασάτος
Φωτο: Τάσος Αναστασάτος, Γενικός Διευθυντής και Επικεφαλής Οικονομολόγος Eurobank

Τ. Αναστασάτος (Eurobank): Γιατί δεν περνά σε όλους η ανάπτυξη της οικονομίας

Ο Γενικός Διευθυντής και Επικεφαλής Οικονομολόγος της Eurobank, σε συνέντευξή του στο Business Daily, αναφέρεται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εγχώρια οικονομία, στο Ταμείο Ανάπτυξης, την Ευρώπη και τον Τραμπ.

Τους λόγους για τους οποίους η ισχυρή ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας δεν «φτάνει» σε ικανοποιητικό βαθμό σε όλο το φάσμα της κοινωνίας εξηγεί σε συνέντευξή του στο Business Daily ο Τάσος Αναστασάτος, Γενικός Διευθυντής και Επικεφαλής Οικονομολόγος της Eurobank και Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

Ο κ. Αναστασάτος μιλάει για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία, την υπερβολική συμμετοχή της κατανάλωσης και των ευρωπαϊκών πόρων στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, τις δυσκολίες στην υλοποίηση των επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και τον κίνδυνο απώλειας πόρων, την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί στις μεταρρυθμίσεις και γιατί αυτή δεν είναι αρκετή για να καλύψει η Ελλάδα το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης.

Ο Γενικός Διευθυντής της Eurobank σχολιάζει τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στη λειτουργία των αγορών και εξηγεί γιατί τέτοιες παρεμβάσεις δεν λύνουν τα προβλήματα. Αναφέρεται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και γιατί το σημερινό μοντέλο λειτουργίας της ΕΕ δεν είναι βιώσιμο χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις. 

Τέλος σε ότι αφορά την αλλαγή προέδρου στις ΗΠΑ εκτιμά ότι ο πρόεδρος Τράμπ θα είναι ηπιότερος στις πράξεις από ότι στις δημόσιες διακηρύξεις του ενώ σημειώνει ότι οι μεγάλες γεωστρατηγικές αναταράξεις και αλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη δημιουργούν προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για την Ελλάδα.

Το κείμενο της συνέντευξης:

  • Από τη μία βλέπουμε ότι η οικονομία αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ωστόσο έξω στην κοινωνία, στον κόσμο υπάρχει μια γκρίνια ότι δεν νιώθει αυτή την ανάπτυξη. Ποια είναι η δική σας αίσθηση και τι ακριβώς συμβαίνει;

Τ. Αναστασατος: Πράγματι η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται και μάλιστα υπεραποδίδει έναντι της λοιπής ευρωζώνης. Καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους και μερικές φορές και άνω του διπλάσιου από την Ευρωζώνη, ξεκινώντας βέβαια από μια χαμηλή αφετηρία και έχοντας χάσει κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους το ένα τέταρτο του προϊόντος της προσπαθεί να πραγματοποιήσει μία οικονομική σύγκλιση, ένα catch up, και σε ένα βαθμό τα τελευταία χρόνια το επιτυγχάνει. Έχει σταθεροποιηθεί σε ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% και εκτιμάται ότι στο μεσοπρόθεσμο διάστημα θα συνεχίσει σε αυτή την περιοχή. Από την άλλη πλευρά, πράγματι σε κάποια τμήματα της κοινωνίας υπάρχει η αίσθηση ότι αυτή η ανάπτυξη δεν φτάνει μέχρι αυτούς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει κατ’ αρχάς διότι η απώλεια, όπως είπαμε, ήταν μεγάλη το προηγούμενο χρονικό διάστημα και οι προσδοκίες, αν θέλετε, ότι αυτό θα αντισταθμιστεί γρήγορα, δεν είναι ρεαλιστικές. Θα χρειαστεί χρόνος μέχρι να συμβεί αυτό. Και δεύτερον και σημαντικότερον υπάρχει η επίπτωση του πληθωρισμού τα προηγούμενα χρόνια. Μπορεί τα εισοδήματα να αυξάνονταν όπως αυξάνεται το ΑΕΠ, ταυτόχρονα όμως αυξάνονταν και οι τιμές και μάλιστα κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τους μισθούς, με αποτέλεσμα η πραγματική αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων για κάποιο διάστημα να μειώνεται αντί να αυξάνεται.

  • Της ακρίβειας που συζητάμε τόσο πολύ...

Σωστά. Αυτό αντιστράφηκε την προηγούμενη χρονιά. Οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν ταχύτερα από ότι αυξήθηκαν οι τιμές και άρχισε να αυξάνεται εκ νέου η αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων του μέσου ανθρώπου. Όμως, για να φτάσει στο επίπεδο το οποίο κατά κάποιο τρόπο θα μπορεί να εκπληρώνει τις βασικές του ανάγκες με τον τρόπο που είχε συνηθίσει να το κάνει πριν την κρίση χρέους, θα απαιτηθεί κάποιος χρόνος. Επιπλέον, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και κάποιες, αν θέλετε, ανακατατάξεις εντός της κοινωνίας λόγω αυτών των μεταβολών στις σχετικές τιμές. Για να σας πω το πιο προφανές παράδειγμα, ένα από τα σημαντικότερα συστατικά του κόστους ζωής, το οποίο αυξήθηκε πάρα πολύ τα προηγούμενα χρόνια, είναι το κόστος της στέγασης. Αυτό για τους ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν κάποιο ακίνητο και το ενοικιάζουν, σήμαινε μια αύξηση των εισοδημάτων τους. Για τους ανθρώπους όμως που νοικιάζουν σπίτι σήμαινε ένα μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους να πηγαίνει στο ενοίκιο. Επομένως, δεν ήταν για όλους ίδια η μεταβολή των εισοδημάτων. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπα, θα χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να φτάσουμε εκεί που ήμασταν και να συνεχίσουμε τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

  • Εσείς είστε ικανοποιημένος από τον ρυθμό ανάπτυξης; Γιατί υπάρχει μία κουβέντα ότι δεδομένης της συρρίκνωσης που είχαμε στην κρίση θα έπρεπε η ανάπτυξη να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Είναι ένας ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης, με την έννοια ότι πραγματοποιείται κάποια σύγκλιση με τη λοιπή ευρωζώνη. Και να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια περίοδο στην οποία η ευρωζώνη είναι στα όρια της στασιμότητας. Δεν βοηθάει το εξωτερικό περιβάλλον. Η στασιμότητα στον βασικό μας εμπορικό εταίρο, που είναι η ευρωζώνη, σημαίνει μια αργή πορεία των εξαγωγών και επομένως μία, ceteris paribus, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης. Άρα είναι ένας σχετικά ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης, αλλά σίγουρα δεν είναι ένας εντυπωσιακός ρυθμός ανάπτυξης. Τώρα, αυτοί οι οποίοι ομιλούσαν περί γρήγορης ανάκτησης των απωλειών της προηγούμενης περιόδου, πιθανώς είχαν στο μυαλό τους μία λογική του ελατηρίου. Ότι δηλαδή επειδή η οικονομία συμπιέστηκε πολύ, πήγε πολύ χαμηλά τα προηγούμενα χρόνια. Όταν αρχίσει να αναπτύσσεται πάλι θα κάνει ένα γρήγορο άλμα την πρώτη περίοδο και θα πάει περίπου εκεί που ήταν. Για να συμβεί αυτό όμως θα έπρεπε να υπάρχει μία σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα, δηλαδή κεφάλαιο και εργασία, τα οποία ήταν εκτός της παραγωγικής διαδικασίας λόγω ανεργίας, λόγω υποχρησιμοποίησης του κεφαλαίου και τα οποία θα μπούνε ξανά στην παραγωγική διαδικασία και θα τονώσουν το ΑΕΠ γρήγορα. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί με τον τρόπο που έγινε η ελληνική κρίση, διότι πολύ απλά το παραγωγικό δυναμικό στην προηγούμενη φάση, προ κρίσεως, ήταν σε τομείς που πλέον δεν είναι στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης και δεν αναμένεται να επανέλθουν, στους τομείς των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, όπως λέγεται τεχνικά από εμάς τους οικονομολόγους. Άρα λοιπόν, στην πραγματικότητα η σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο κάποιοι υποστήριζαν. Επομένως, στην πραγματικότητα θα πηγαίνουμε τόσο γρήγορα όσο το επιτρέπει ο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου, τον οποίο έχουμε μέσω επενδύσεων, η ποιότητα του εργατικού μας δυναμικού και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως αυτή συντελείται κυρίως μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Με αυτή την έννοια, είμαστε κατά κάποιο τρόπο στην αρχή μιας καλής πορείας, αλλά χρειάζεται επιτάχυνση και σίγουρα θα χρειαστεί χρόνος.

Εμπόδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης και τις επενδύσεις η βαριά γραφειοκρατία

  • Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν φαίνεται να έχει δώσει αυτή την επιτάχυνση που ίσως επίσης περιμέναμε στην αρχή. Όταν παρουσιάστηκε το Ταμείο Ανάκαμψης δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλες προσδοκίες για την επίδραση στην οικονομία.

Το Ταμείο Ανάκαμψης αναμφισβήτητα έχει βοηθήσει, διότι όπως είπα και προηγουμένως, είμαστε σε μια περίοδο στην οποία η λοιπή οικονομική δραστηριότητα, η αμιγώς ιδιωτική, ήταν σε μια σχετική στασιμότητα στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Επομένως, αν δεν υπήρχε το Ταμείο Ανάκαμψης, πιθανώς να μην μπορούσαμε να καταγράψουμε έστω και αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους έχουμε και ιδίως στο κομμάτι των επενδύσεων. Επομένως, κατ’ αυτή την έννοια έχει βοηθήσει. Έχει υπάρξει μια θετική συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης, ίσως όχι στον βαθμό στον οποίον αρχικά αναμένετο, διότι και η υλοποίηση του Ταμείου έχει προχωρήσει με πιο σταδιακό τρόπο, οπ’ ό,τι αναμένετο αρχικά. Αν θέλετε να σας πω και κάποια νούμερα επ' αυτού. Μπορεί μεν στην εκταμίευση των πόρων να είμαστε σε σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο, δηλαδή, για να το πω σχηματικά, τα χρήματα που έρχονται από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα, από αυτά που δικαιούμαστε, τα περίπου 36,5 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και δάνεια, έχουν έρθει στην Αθήνα πάνω από τα μισά, το οποίο μας κατατάσσει μεταξύ των 5 καλύτερων οικονομιών στην απορρόφηση. Εάν όμως δει κανείς το πόσα από αυτά τα χρήματα φτάνουν στον τελικό τους δικαιούχο, δηλαδή στις επιχειρήσεις και στους ενδιάμεσους φορείς υλοποίησης, στις μεν επιδοτήσεις είναι περίπου 1 στα 4 ευρώ από αυτά που δικαιούμαστε, δηλαδή τα μισά από αυτά που έχουν εκταμιευθεί, στα δε δάνεια είναι ακόμη μικρότερο το ποσοστό. Είναι γύρω στα 3 από τα 18 δισ. τα οποία δικαιούται, εν συνόλω, η ελληνική οικονομία. Και αυτό κυρίως έχει να κάνει με τη βαριά γραφειοκρατία που περιβάλλει τις διαδικασίες για την εκταμίευση των κονδυλίων και την υλοποίηση των σχετικών επενδυτικών projects. Υπάρχει μία πολύ βαριά εγκριτική διαδικασία. Διαδοχικοί φορείς, συμβάσεις. Επομένως, από τη στιγμή κατά την οποία θα συμφωνήσει η Κομισιόν με την ελληνική κυβέρνηση ένα σχέδιο, θα επιλεγούν τα projects μέχρι αυτά τα projects να φτάσουν στο στάδιο της υλοποίησης, να επιλεγεί ο ανάδοχος και τελικά να αρχίσει να υλοποιείται το project υπάρχουν μεγάλες χρονικές υστερήσεις. Και θέλω να θυμίσω ότι το ΑΕΠ, οι επενδύσεις και το ΑΕΠ εν συνόλω, δεν ωφελείται από την εκταμίευση των κονδυλίων. Ωφελείται από την υλοποίηση των projects. Όταν μπει η μπουλντόζα θα αρχίσει να ανεβαίνει το ΑΕΠ, όχι όταν εκταμιεύονται τα κονδύλια προς την Αθήνα.

  • Αυτή η καθυστέρηση αφορά τα έργα που συνδέονται με το Δημόσιο ή και τις ιδιωτικές επενδύσεις;

Αφορά και τα δύο διότι αφορά και την υλοποίηση των projects τα οποία γίνονται μέσω δανειοδότησης. Επίσης και αυτά έχουν μια βαριά εγκριτική διαδικασία και καθυστερεί.

  • Λόγω πολεοδομικών κλπ, τα γνωστά προβλήματα που συζητάμε τόσες δεκαετίες.

Επίσης πρέπει να θυμίσω ότι οι αιρεσιμότητες για την υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος είναι αρκετά απαιτητικές σε σχέση με άλλα ταμεία του παρελθόντος, το ΕΣΠΑ κτλ. Και επίσης στο δεύτερο μισό της προγραμματικής περιόδου, μέχρι το 2026 ας πούμε, από τώρα μέχρι το 2026, η αιρεσιμότητα δεν αφορά πλέον το να περαστεί ένας νόμος που θα διαφοροποιεί το νομοθετικό πλαίσιο, αλλά την απόδειξη υλοποίησης προηγούμενων επενδυτικών projects, την πρόοδο σε προηγούμενα projects, τα οποία είναι προαπαιτούμενο για να χρηματοδοτηθούν τα επόμενα. Άρα, όσο περνάει το χρονικό διάστημα θα είναι πιο δύσκολη η αιρεσιμότητα και σίγουρα θα πρέπει να τρέξει περισσότερο γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος τελικώς να μην απορροφηθούν όλα τα κονδύλια.

  • Ήδη είμαστε στο 2025 και ο ορίζοντας είναι το τέλος του 2026. Δηλαδή ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος, οπότε υπάρχει κίνδυνος να χαθούν κονδύλια;

Υπάρχει. Όχι μόνο για εμάς, για πολλές χώρες -τα συγκεκριμένα προβλήματα τα οποία σας περιγράφω υπάρχουν σε μια σειρά χωρών. Απλώς εμάς μας καίει περισσότερο γιατί εμείς έχουμε μεγαλύτερο επενδυτικό κενό σε σχέση με άλλες χώρες, αφενός, και αφετέρου διότι εμείς έχουμε και μεγαλύτερο πρόγραμμα σε σχέση με τις άλλες χώρες. Θυμίζω ότι σε σχέση με το ΑΕΠ της, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο πρόγραμμα που υποστηρίζεται με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, για εμάς είναι πιο απαιτητικό, πιο απαιτητική εκτέλεση του προγράμματος.

Τα ποιοτικά ερωτηματικά της ανάπτυξης στη σκιά της υπεραπόδοσης της οικονομίας

  • Αναφέρατε ότι η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει. Όμως βλέποντας κανείς τα στοιχεία τρίμηνο τρίμηνο, βλέπουμε ότι σταδιακά αυτή η υπεραπόδοση μικραίνει. Χάνουμε έδαφος. Αυτό γιατί συμβαίνει; Μήπως είναι μια προειδοποίηση ότι δεν αξιοποιούμε το χρόνο όπως θα έπρεπε;

Κοιτάξτε, υπάρχουν διάφορα ζητήματα και θα προσπαθήσω επιγραμματικά να αναφερθώ σε αυτά που θεωρώ βασικότερα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ούτως ή άλλως στο μακροπρόθεσμο διάστημα η ελληνική οικονομία εκτιμάται από όλους τους διεθνείς φορείς και τους εγχώριους μελετητικούς οργανισμούς ότι θα επιβραδύνει την ανάπτυξή της. Γιατί θα συμβεί αυτό; Διότι κατά κύριο λόγο δεσμεύεται από τις δυσμενείς δημογραφικές προβολές. Επιπλέον, δεν έχει προχωρήσει επαρκώς στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες είχαν προκρίνει ως αναγκαία τα προγράμματα προσαρμογής. Έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο μεν, αλλά εξακολουθεί σε πολλούς τομείς να υστερεί έναντι των βέλτιστων πρακτικών που ακολουθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αποτέλεσμα η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας να μην είναι στο ίδιο επίπεδο που είναι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Άρα, βάζοντας κανείς μαζί δυσμενείς δημογραφικές προβολές, δηλαδή μια προοπτική μείωσης του πληθυσμού τα επόμενα χρόνια και μείωσης του τμήματος του πληθυσμού, το οποίο είναι σε παραγωγικές ηλικίες, επειδή αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας, με ένα επενδυτικό πρόγραμμα το οποίο προχωράει αλλά δεν είναι ακόμη εκεί που θα έπρεπε να είναι, και με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο επίσης προχωράει αλλά δεν έχει φτάσει στο επίπεδο της ελκυστικότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος που είναι στις λοιπές χώρες, σημαίνει ότι ούτως ή άλλως τα επόμενα χρόνια αναμένεται να επιβραδυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης. Ενδεικτικά σας λέω ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ήταν και το πιο απαισιόδοξο για αυτά τα ζητήματα, έλεγε ότι στο πολύ μακροχρόνιο διάστημα η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αναπτύσσεται με περισσότερο από 1%. Άρα, όσο βγαίνουν από τη μέση οι ας το πούμε ενέσεις, τις οποίες λαμβάνουμε από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα λοιπά διαρθρωτικά ταμεία της Κομισιόν, θα συγκλίνουμε σταδιακά προς το 1% ή έστω 1.5% που λέει η Κομισιόν.

Όμως, πέραν αυτού του ζητήματος υπάρχουν και ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ποιότητα της ανάπτυξης στο μεσοχρόνιο διάστημα. Δηλαδή, ναι, η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι της λοιπής ευρωζώνης, όμως το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να στηρίζεται στους πόρους από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρώπης, ένα, και δεύτερον στην κατανάλωση. Η κατανάλωση, θυμίζω, παραμένει ένα ποσοστό του ΑΕΠ κοντά στο 70%, 69%, που είναι περίπου αυτό που ήταν και προ κρίσεως, όταν το αντίστοιχο στην Ευρωζώνη, το μέσο αντίστοιχο, είναι 53%. Και αυτό, για να το πούμε με απλά λόγια, σημαίνει ότι στην πραγματικότητα τα νοικοκυριά έχουν ένα αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης, δηλαδή καταναλώνουν περισσότερο από το εισόδημά τους, με αποτέλεσμα να μένουν λίγοι εγχώριοι πόροι διαθέσιμοι για επενδύσεις. Αυτό αντανακλάται στο σχετικά αργό ρυθμό με τον οποίον αυξάνονται οι επενδύσεις Και επιπλέον, όσον αφορά τον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας, υπάρχει, αν θέλετε, μια μονοδιάστατη εξάρτηση του εξαγωγικού μας τομέα από τον τουρισμό, ο οποίος πηγαίνει πάρα πολύ καλά, παράγει συνάλλαγμα, αλλά δεν μπορεί μόνος του να σηκώσει όλο το βάρος του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Θέλω να θυμίσω ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κινήθηκε, έφτασε μέχρι το 10,5% κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, αλλά παρέμεινε πάνω από το 6% το 2023 και εκτιμάται ότι το 2024 θα είναι στην περιοχή του 7%.

  • Και αυτό είναι αντανάκλαση της υψηλής κατανάλωσης.

Είναι αντανάκλαση της υψηλής κατανάλωσης, της χαμηλής αποταμίευσης που είναι ο καθρέφτης της υψηλής κατανάλωσης και της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτά λοιπόν έχουν ως αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω η διατηρησιμότητα της ανάπτυξης. Μπορεί να πηγαίνουμε καλά στον επόμενο 3ετία - 5ετία, αλλά για να αποδειχθεί διατηρήσιμη η ανάπτυξη στο μακροχρόνιο διάστημα και να μην αρχίσουμε να συγκλίνουμε πάρα πολύ γρήγορα προς αυτό το 1% που είπε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή και ακόμη χαμηλότερα, δεδομένων των δημογραφικών προβολών, θα πρέπει να κάνουμε αρκετά ακόμη στο επίπεδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Οι μεταρρυθμίσεις είναι μαραθώνιος δεν είναι σπριντ

  • Η Ελλάδα από το 2010 είναι σε μια πορεία μεταρρύθμισης, έστω και βίαια με τα μνημόνια. Αλλά και τώρα η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης συνδέονται με μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν. Δεκαπέντε χρόνια τώρα τι μεταρρυθμίσουμε, πώς το μεταρρυθμίσουμε και γιατί αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν αποδίδουν;

Κοιτάξτε, να μην μηδενίσουμε την πρόοδο την οποία έχει συμβεί. Έχει συμβεί πρόοδος σε συγκεκριμένα πεδία. Το σημαντικότερο όλων, το οποίο θα έπρεπε να το αναφέρουμε, έχει να κάνει με το δημοσιονομικό. Το ένα από τα δύο ελλείμματα που μας οδήγησαν στην κρίση του 2009 - 2010 ήταν το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα. Αυτό έχει εξαλειφθεί. Η χώρα είναι σε θέση να παράγει πλέον πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και μάλιστα μεγαλύτερα των στόχων και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βαίνει μειούμενο. Αυτό βέβαια σε ένα βαθμό είναι συνάρτηση των ευνοϊκών όρων του δημόσιου χρέους, εξαιτίας των ευνοϊκών όρων που μας έδωσαν οι εταίροι μας κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, δηλαδή πολύ χαμηλά και σταθερά επιτόκια και πολύ μακρές λήξεις. Όμως, είναι συνέπεια και του γεγονότος ότι έχει αυξηθεί η αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση, η ικανότητα της δημόσιας διοίκησης να συλλαμβάνει φορολογική ύλη και αυτό με τη σειρά του οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στη μεγαλύτερη διείσδυση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών που έχει μειώσει την παραοικονομία. Επομένως, το δημοσιονομικό είναι σε αρκετά ικανοποιητικό δρόμο και εκτιμώ ότι και τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Όμως, σε άλλους τομείς που έχουν να κάνουν με την ελκυστικότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος, δεν έχουμε προχωρήσει στο σημείο στο οποίο θα έπρεπε για να έχουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης πιο ισόρροπο, δηλαδή να αντλεί συνεισφορές περισσότερο από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις και λιγότερο από την κατανάλωση. Όχι ότι δεν έχουν γίνει πράγματα, αλλά κάποια από αυτά έμειναν ημιτελή. Κάποια από αυτά δεν υλοποιήθηκαν με τον ρυθμό και με τον τρόπο με τον οποίον είχαν σχεδιαστεί αρχικά. Και εν πάση περιπτώσει, δεν είμαστε οι μόνοι οι οποίοι εκτελούν μεταρρυθμίσεις και οι άλλοι προχωρούν στο ενδιάμεσο διάστημα. Και αν εμείς προχωρούμε πιο αργά από τους άλλους, θα χάνουμε έδαφος σε σχετικούς όρους.

  • Θα διευρύνεται η απόσταση.

Είναι ένας μαραθώνιος, δεν είναι σπριντ, δεν είναι μια προσπάθεια που κάνεισ μεταρρυθμίσεις τώρα και τελειώνει. Πρέπει συνεχώς να είσαι σε επαφή με τις διεθνώς βέλτιστες πρακτικές, σε κάποιους τομείς και ιδίως αυτούς που έχουν να κάνουν με την ποιότητα της δημόσιας διοίκησης, με την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, με την ποιότητα της εκπαίδευσης, και ήθελα να τονίσω εδώ ότι αυτό αφορά και τις τρεις βαθμίδες της, δεν είμαστε εκεί που είναι η μέση ευρωπαϊκή οικονομία. Υστερούμε ακόμη και θα χρειαστεί να επιμείνουμε περισσότερο σε αυτά.

  • Έχετε διατελέσει και γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών το 2014. Έτσι, βλέποντας τα πράγματα λίγο και μέσα από το Δημόσιο, ποιοι είναι οι κύριοι λόγοι αυτής της δυστοκίας για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων;

Καταρχάς, είναι η μεγάλη απόσταση που έχει να διανυθεί σε ορισμένους τομείς. Η απόσταση που μας χώριζε από τους δείκτες αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης στη γραφειοκρατία, την ευνομία, δηλαδή την έλλειψη και πολυνομίας και κακονομίας κτλ. αν δει κανείς τους διεθνείς δείκτες ήταν πολύ μεγάλη. Άρα, ακόμη και αν υπάρχει μια πρόοδος προς τη σωστή κατεύθυνση, μέχρι να καλυφθεί η απόσταση, θα μεσολαβήσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό, για να μην πω σημαντικότερο, αφορά το γεγονός ότι σε μία χώρα στην οποία είχαν διαμορφωθεί πολλαπλές πηγές κτήσης οικονομικών προσόδων, είχαν διαμορφωθεί πολλά μικρότερα, μεσαία και μεγαλύτερα συμφέροντα, τα οποία αντιμάχονταν τις μεταρρυθμίσεις και προσπαθούσαν με κάποιο τρόπο είτε να καθυστερήσουν την εφαρμογή τους είτε να μειώσουν το πεδίο εφαρμογής, διότι πολύ απλά είχαν προσόδους από τη λειτουργία των αγορών με μη βέλτιστο τρόπο. Αυτό δημιούργησε κάποιες εστίες αντίστασης στις μεταρρυθμίσεις τα προηγούμενα χρόνια και ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι, ξέρετε, οι μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν την ποιότητα ζωής του μέσου ανθρώπου, της πλειοψηφίας των ανθρώπων, αλλά το κάνουν με έναν έμμεσο τρόπο και το κάνουν μακροπρόθεσμα. Ενώ αυτοί που χάνουν από ένα άνοιγμα μιας αγοράς ή από τη μείωση των εμποδίων, γραφειοκρατικών κλπ. χάνουν τώρα. Και είναι πολύ ηχηροί και πολύ συνασπισμένοι. Άρα συνήθως δημιουργούνται αυτά τα λεγόμενα επενδεδυμένα συμφέροντα που προσπαθούν να καθυστερήσουν τις μεταρρυθμίσεις.

Τα προβλήματα στις αγορές δεν λύνονται με κρατικές παρεμβάσεις

  • Αναφέρατε τη λειτουργία των αγορών. Βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση παρεμβαίνει όλο και πιο έντονα στην λειτουργία των αγορών και των επιχειρήσεων. Είδαμε την παρέμβαση στα τρόφιμα με το περιθώριο κέρδους, πρόσφατα την παρέμβαση στις τράπεζες για τις προμήθειες. Τώρα ξανά είχαμε την παρέμβαση στο κομμάτι των ασφαλειών. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Μπορώ να υποθέσω μόνο ότι η κυβέρνηση εκτιμά ότι σε κάποιους κλάδους της οικονομίας απέχουμε από το υπόδειγμα του πλήρους ανταγωνισμού. Τα επίπεδα του ανταγωνισμού δεν είναι τέτοια που να επιτρέπουν μια εύρυθμη λειτουργία της αγοράς προς όφελος του καταναλωτή και του πολίτη. Πρέπει να πω ότι η οικονομική θεωρία το έχει λύσει αυτό το ζήτημα. Στον βαθμό στον οποίο υπάρχει μια αποτυχία της αγοράς, υπάρχουν δηλαδή ολιγοπωλιακές ή μονοπωλιακές καταστάσεις σε κάποια συγκεκριμένη αγορά, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να καταπολεμηθούν τα σχετικά προβλήματα είναι το άνοιγμα της αγοράς. Δηλαδή να αρθούν τα εμπόδια εισόδου σ’ αυτήν την αγορά, ούτως ώστε να μπορέσουν κι άλλες επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν αυτές που υπάρχουν ήδη, αλλά και τα εμπόδια εξόδου. Αν αποτύχει μια επιχειρηματική προσπάθεια να μπορεί να σταματήσει χωρίς να καταστραφεί άπαξ και δια παντός αυτός που την αποτόλμησε. Επομένως, σε κάθε περίπτωση αποτυχίας της αγοράς, νομίζω ότι η βασική προσπάθεια κάθε αρχής άσκησης οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι στο να ελαχιστοποιήσει τα εμπόδια εισόδου και εξόδου στη σχετική αγορά. Εάν κανείς δει στη σχετική βιβλιογραφία αλλά και την εμπειρία, την οικονομική εμπειρία και τη διεθνή και την εγχώρια τα προηγούμενα χρόνια, θα διαπιστώσει ότι προσπάθειες οι οποίες κατά κάποιο τρόπο διέπονται από μια αστυνομική λογική, δηλαδή ορισμού τιμών, διατίμηση να το πούμε χονδρικά, δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Να μην πω ότι είχαν και τα αντίστροφα αποτελέσματα. Και επιπλέον, οποιεσδήποτε απόπειρες γίνονται για την επιβολή εφάπαξ μέτρων πλήττουν και τον βαθμό βεβαιότητας, το οποίο σίγουρα πλήττει τις επενδύσεις. Οι επενδυτές για να έρθουν σε μία χώρα θέλουν βεβαιότητα. Θέλουν ορίζοντα σταθερό και προβλέψιμο. Επομένως, νομίζω ότι τα βασικά μέτρα τα οποία μπορούν να αντιμετωπίσουν τις όποιες αστοχίες είναι τα μέτρα τα οποία βελτιώνουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Θέλω να πω όμως ότι υπάρχει και το ενδεχόμενο σε μερικές περιπτώσεις να μην υπάρχουν αστοχίες της αγοράς. Δηλαδή οι τιμές, αν κανείς τις δει σε παρεχόμενα αγαθά και υπηρεσίες, να είναι σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά που ισχύουν στη λοιπή Ευρώπη, αλλά να είναι το γεγονός ότι υστερούν τα εισοδήματα σε σχέση με αυτές τις χώρες, που καθιστά τα σχετικά αγαθά και υπηρεσίες πιο ακριβά στην πρόσληψη του καταναλωτή σε σχέση με άλλες χώρες. Δηλαδή, με λίγα λόγια είναι πιθανόν να έχουμε λιγότερα λεφτά, όχι να είναι ακριβά κάποια προϊόντα και υπηρεσίες.

  • Υστερούμε στη δημιουργία πλούτου ο οποίος να διαχέεται στην κοινωνία. Ξεχωρίσατε, σε ό,τι αφορά τη βελτίωση, το κομμάτι του δημοσιονομικού και ότι πια προχωράμε αρκετά πειθαρχημένα. Ως οικονομολόγος από εδώ και πέρα ποιες θα βλέπατε τις μεγαλύτερες προκλήσεις και ποιες θα ήταν οι εστίες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία ανησυχία μελλοντικά, ότι θα μπορούσαν να μας βάλουν σε νέες περιπέτειες;

Νομίζω ότι, όπως ήδη το είπα, η μεγάλη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής είναι η ταχύτητα και ο βαθμός φιλοδοξίας στην εκτέλεση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει άλλο μέσο μακροχρόνια για την παραγωγή βιώσιμης ανάπτυξης από το να έχεις ένα ανταγωνιστικό, παραγωγικό και μοντέρνο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον. Ούτε οι τονώσεις της ζήτησης μέσω ρευστότητας λειτουργούν, ούτε άλλα μέτρα. Χρειαζόμαστε να έχουμε ένα ελκυστικό παραγωγικό μοντέλο. Άρα λοιπόν, οι μεταρρυθμίσεις είναι η μεγάλη πρόκληση. Τώρα από κει και πέρα, αναμφισβήτητα ζούμε σε μία περίοδο στην οποία υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη αβεβαιότητα, η οποία συναρτάται με τις γεωστρατηγικές τριβές. Στη γειτονιά μας έχουμε δύο πολέμους σε εξέλιξη, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει η αβεβαιότητα, η οποία συναρτάται με τις οικονομικές πολιτικές που θα ακολουθήσει η νέα διοίκηση στις ΗΠΑ. Δηλαδή, ο βαθμός στον οποίο θα εισαχθούν δασμοί, θα υπάρξει ένας περιορισμός στη μετανάστευση, θα απορρυθμιστούν κάποιες αγορές. Όλα αυτά σίγουρα θα έχουν τον αντίκτυπό τους και στην ανάπτυξη στην περιοχή μας. Και υπάρχουν και γενικότερες, πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις, που έχουν να κάνουν με την κλιματική αλλαγή και τα μέτρα τα οποία εισάγονται από το δικό μας μπλοκ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και από άλλες περιοχές για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, που σίγουρα και η ίδια η κλιματική αλλαγή αλλά και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο μακροπρόθεσμο διάστημα. Και τέλος, αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντικό για μας, είναι το δημογραφικό ζήτημα, το οποίο δεν απειλεί απλώς τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Επομένως, σίγουρα υπάρχουν πολλές προκλήσεις στο επόμενο χρονικό διάστημα. Αλλά ξέρετε, θεωρώ ότι όλα αυτά πρέπει να λειτουργήσουν ως σήμα αφύπνισης. Δεν είναι λόγος απαισιοδοξίας. Είναι λόγος επαγρύπνησης.

Μη βιώσιμο το σημερινό μοντέλο της Ευρώπης

  • Πάντως, σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να πούμε ότι πολλή κουβέντα γίνεται και στην Ευρώπη πια, ότι και εκεί υπάρχει έντονη συζήτηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωζώνη, δεν προχωράει ανταγωνιστικά στο παγκόσμιο περιβάλλον.

Είναι και αυτό αλήθεια. Συνήθως σχηματικά λέω το εξής: ότι η Ευρώπη κατά μέσο όρο υστερεί έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και σε πολλά επίπεδα και έναντι της Κίνας και η Ελλάδα υστερεί έναντι του μέσου όρου της Ευρώπης. Άρα εμείς έχουμε ένα διπλό catch up να κάνουμε. Αλλά όσον αφορά την Ευρώπη, συμφωνώ με την εκτίμησή σας. Η Ευρώπη έχει ζητήματα τα οποία είναι διαρθρωτικά στη φύση τους. Δεν είναι απλώς ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη συγκυρία και την υψηλή τιμή της ενέργειας, επειδή υπάρχει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Υπάρχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι γενικώς η Ευρώπη είχε ένα μοντέλο βασισμένο στη φτηνή ενέργεια που δεν πρόκειται να ξανά υπάρξει, διότι έχει σταματήσει το κανάλι του ρωσικού αερίου, αλλά και διότι επέλεξε ένα μοντέλο μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που ήταν πρόχειρα σχεδιασμένο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ενός φτηνού καυσίμου βάσης που θα μπορούσε να είναι είτε από τα πυρηνικά είτε κάτι άλλο και  βασίζεται στο αέριο το οποίο είναι εισαγόμενο και πολύ ακριβό. Επιπλέον, είναι ένα μοντέλο το οποίο έχει πάρα πολύ βαριά γραφειοκρατία, είναι το πιο δύσκαμπτο γραφειοκρατικό πλαίσιο και ρυθμιστικό πλαίσιο σε όλο τον πλανήτη. Και είναι και ένα μοντέλο το οποίο έχει ένα πάρα πολύ ακριβό κοινωνικό κράτος. Και όλα αυτά με μια φθίνουσα παραγωγικότητα. Αυτό λοιπόν που είπαν οι δύο εκθέσεις, οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα, του Λέτα και του Ντράγκι, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο Ντράγκι βάζοντας και ποσοτικούς στόχους, είναι ότι δεν μπορείς να έχεις ένα ακριβό κοινωνικό κράτος, μια ταχεία και ακριβή ενεργειακή μετάβαση και μια στρατηγική αυτονομία, το οποίο σημαίνει υψηλές δαπάνες άμυνας, και την ίδια στιγμή να έχεις χαμηλή παραγωγικότητα. Ή θα πρέπει να αυξήσεις την παραγωγικότητα σου μέσω επενδύσεων και μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή θα πρέπει να εγκαταλείψεις έναν από αυτούς τους στόχους. Ο Ντράγκι είπε ότι χρειαζόμαστε ετησίως ως Ευρώπη 800 δισ. ευρώ επιπλέον επενδύσεων. Και μάλιστα όχι οποιωνδήποτε επενδύσεων, στοχευμένων επενδύσεων σε τομείς προτεραιότητας, για να ανακτήσουμε την επαφή μας με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Εάν δει κανείς τον αριθμό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που είναι στους κρίσιμους τεχνολογικά προηγμένους τομείς, είναι από ελάχιστες έως μηδέν.

  • Είμαστε πρώτοι σε ρύθμιση.

Είμαστε πρώτοι σε ρύθμιση, είμαστε πρώτοι σε ρύθμιση.

  • Η αίσθησή σας είναι ότι η πίεση αυτή στην Ευρώπη θα οδηγήσει σε επιτάχυνση της ενοποίησης ή υπάρχει αυτό το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας που έχει αναφερθεί, που μπορεί να μας κρατήσει στάσιμους και σε αυτή την παρακμή;

Κοιτάξτε, επειδή επικαλεστήκατε και την προηγούμενη εμπειρία μου, επειδή έζησα την ελληνική κρίση χρέους σε ένα τμήμα της από μέσα, πρέπει να σας πω ότι είδα από πολύ κοντά το γεγονός ότι η Ευρώπη, η ευρωπαϊκή ενοποίηση, προχωράει μέσα από κρίσεις. Και όταν ξέσπασε η κρίση χρέους, στον απόηχο της αμερικάνικης κρίσης στις τράπεζες κλπ και ξέσπασε στην Ελλάδα, φυσικά λόγω των μεγάλων δικών μας αδυναμιών, δεν υπήρχαν θεσμοί αντιμετώπισης της κρίσης και η Ευρώπη βρέθηκε εν μια νυκτί αντιμέτωπη με μια χώρα η οποία ήταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, χωρίς αρχιτεκτονική για να βγει από το ευρώ, χωρίς αρχιτεκτονική για να αντιμετωπιστεί εντός του ευρώ. Τα έκανε όμως. Όταν αναγκάστηκε από τις εξελίξεις και επειδή το κόστος του να μην το κάνει ήταν μεγαλύτερο, το κόστος της αβελτηρίας, τα έκανε. Έφτιαξε τον ESM, βρήκε τρόπους να φτιάξει μοντέλα χρηματοδότησης της χώρας, έφτιαξε μηχανισμούς παρακολούθησης των μακροοικονομικών ανισορροπιών που εξελίχθηκαν στο σημερινό Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Επομένως, θέλω να πω ότι η Ευρώπη έχει μάθει να πορεύεται μέσα από συμβιβασμούς και από κρίσεις, αλλά έχει αποδειχθεί αρκετά ανθεκτική. Και ο κύριος λόγος είναι, όπως είπα, ότι το κόστος του να πάει πίσω το project είναι μεγαλύτερο από το κόστος του να προχωρήσει. Τώρα θα με ρωτήσετε αν αυτό σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να πούμε ότι, για παράδειγμα, θα προχωρήσουμε ταχύτατα με την, ας πούμε, κοινή ανάληψη χρέους που ζήτησε ο Ντράγκι. Δεν το πολυβλέπω, για να είμαι ειλικρινής. Πιστεύω όμως ότι θα γίνουν ενέργειες πολιτικές, γιατί πολύ απλά δεν έχουμε εναλλακτική να μη γίνουν. Το μόνο ερώτημα είναι αν θα τις κάνουμε επαρκώς γρήγορα και με επαρκώς μεγάλο βαθμό φιλοδοξίας.

Ηπιότερος στις πράξεις από τα λόγια ο Ντ. Τράμπ

  • Σε λίγες ημέρες έχουμε την ορκωμοσία του νέου προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ. Πολλά γράφονται, ακόμα περισσότερα ακούγονται. Εσείς τι περιμένετε από τη δεύτερη θητεία;

Ο πρόεδρος Τραμπ, δεν θα πω κάτι καινούργιο, είναι γνωστός για την συναλλακτική προσέγγιση την οποία έχει στην οικονομική πολιτική. Δηλαδή συνήθως λέει κάτι το οποίο είναι αρκετά έντονο στη διατύπωσή του και στην πορεία διαπραγματεύεται μια λύση η οποία συνήθως δεν είναι εξίσου έντονη με αυτή την οποία αρχικά είχε υποστηριχθεί. Επομένως, χωρίς κανείς φυσικά να μπορεί να πει με σιγουριά οτιδήποτε, γιατί είναι μια απρόβλεπτη φάση, αλλά εάν κανείς θα έπρεπε να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη, θα έλεγε ότι θα γίνουν σε ένα βαθμό αυτά τα οποία έχει δεσμευτεί ότι θα κάνει, δηλαδή θα εισαγάγει κάποιους δασμούς, θα εισάγει κάποιους περιορισμούς στη μετανάστευση και κάποιες απελάσεις, θα εισάγει κάποιες μειώσεις στο ρυθμιστικό βάρος των επιχειρήσεων και κάποιες μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές, τις οποίες θα προσπαθήσει να τις αντισταθμίσει με κάποιες μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες μέσω του περίφημου προγράμματος κοψίματος των δαπανών που θα αναλάβει ο κύριος Μασκ. Και ελπίζω να τα καταφέρει σε ένα βαθμό, διότι αλλιώς υπάρχει και ένα δημοσιονομικό ζήτημα σημαντικό και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και νομίζω ότι τελικώς θα υπάρξει μια ισορροπία λίγο πιο σταδιακή σε σχέση με αυτό το οποίο κάποιοι έχουν στο μυαλό τους αυτή τη στιγμή. Όμως, όπως το είπα και προηγουμένως, η Ευρώπη έχει θέματα τα οποία είναι δομικά και διαρθρωτικά και θα υπήρχαν ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως του αν υπήρχε προεδρία Τραμπ. Και κατ’ αυτή την έννοια ίσως η προεδρία Τραμπ λειτουργεί και ως ένα σήμα αφύπνισης για την Ευρώπη να κάνει πιο γρήγορα αυτά που έπρεπε να κάνει ούτως ή άλλως. Θεωρώ ότι τα επόμενα χρόνια θα έχουμε σημαντικές γεωστρατηγικές αναταράξεις. Το μεγάλο στοίχημα του 21ου αιώνα είναι ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα προς την τεχνητή νοημοσύνη και πώς θα διαμορφωθούν τα καινούρια γεωστρατηγικά στρατόπεδα στην προσπάθεια, αφενός της Κίνας να υπερκεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, και κατά δεύτερον των Ηνωμένων Πολιτειών να ελέγξουν την άνοδο της Κίνας.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, μικρότερες περιοχές και χώρες όπως είμαστε εμείς, θα αντιμετωπίσουν μεγάλες προκλήσεις, αλλά πιθανώς να αντιμετωπίσουν και ευκαιρίες. Διότι όλη αυτή η διαδικασία την οποία περιγράψαμε σημαίνει και αναδιάταξη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων. Πρέπει λοιπόν να είμαστε αρκετά ταχείς και με αρκετά διορατικό βλέμμα προς το εξωτερικό περιβάλλον για να εκμεταλλευτούμε αυτές τις ευκαιρίες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Τ. Αναστασάτος (Eurobank): Γιατί δεν περνά σε όλους η ανάπτυξη της οικονομίας

Από τη μία βλέπουμε ότι η οικονομία αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ωστόσο έξω στην κοινωνία, στον κόσμο υπάρχει μια γκρίνια ότι δεν νιώθει αυτή την ανάπτυξη. Ποια είναι η δική σας αίσθηση και τι ακριβώς συμβαίνει;

Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και για την ευκαιρία που έχουμε να συνομιλήσουμε σε ένα ελπίζω ενδιαφέρον θέμα. Πράγματι η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται και μάλιστα υπεραποδίδει έναντι της λοιπής ευρωζώνης. Καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους και μερικές φορές και άνω του διπλάσιου από την Ευρωζώνη, ξεκινώντας βέβαια από μια χαμηλή αφετηρία και έχοντας χάσει κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους το ένα τέταρτο του προϊόντος της προσπαθεί να πραγματοποιήσει μία οικονομική σύγκλιση, ένα catch up, και σε ένα βαθμό τα τελευταία χρόνια το επιτυγχάνει. Έχει σταθεροποιηθεί σε ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% και εκτιμάται ότι στο μεσοπρόθεσμο διάστημα θα συνεχίσει σε αυτή την περιοχή. Από την άλλη πλευρά, πράγματι σε κάποια τμήματα της κοινωνίας υπάρχει η αίσθηση ότι αυτή η ανάπτυξη δεν φτάνει μέχρι αυτούς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει κατ’ αρχάς διότι η απώλεια, όπως είπαμε, ήταν μεγάλη το προηγούμενο χρονικό διάστημα και οι προσδοκίες, αν θέλετε, ότι αυτό θα αντισταθμιστεί γρήγορα, δεν είναι ρεαλιστικές. Θα χρειαστεί χρόνος μέχρι να συμβεί αυτό. Και δεύτερον και σημαντικότερον υπάρχει η επίπτωση του πληθωρισμού τα προηγούμενα χρόνια. Μπορεί τα εισοδήματα να αυξάνονταν όπως αυξάνεται το ΑΕΠ, ταυτόχρονα όμως αυξάνονταν και οι τιμές και μάλιστα κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τους μισθούς, με αποτέλεσμα η πραγματική αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων για κάποιο διάστημα να μειώνεται αντί να αυξάνεται.

Της ακρίβειας που συζητάμε τόσο πολύ.

Σωστά. Αυτό αντιστράφηκε την προηγούμενη χρονιά. Οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν ταχύτερα από ότι αυξήθηκαν οι τιμές και άρχισαν να αυξάνεται εκ νέου η αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων του μέσου ανθρώπου. Όμως, για να φτάσει στο επίπεδο το οποίο κατά κάποιο τρόπο θα μπορεί να εκπληρώνει τις βασικές του ανάγκες με τον τρόπο που είχε συνηθίσει να το κάνει πριν την κρίση χρέους, θα απαιτηθεί κάποιος χρόνος. Επιπλέον, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και κάποιες, αν θέλετε, ανακατατάξεις εντός της κοινωνίας λόγω αυτών των μεταβολών στις σχετικές τιμές. Για να σας πω το πιο προφανές παράδειγμα, ένα από τα σημαντικότερα συστατικά του κόστους ζωής, το οποίο αυξήθηκε πάρα πολύ τα προηγούμενα χρόνια, είναι το κόστος της στέγασης. Αυτό για τους ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν κάποιο ακίνητο και το ενοικιάζουν, σήμαινε μια αύξηση των εισοδημάτων τους. Για τους ανθρώπους όμως που νοικιάζουν σπίτι σήμαινε ένα μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους να πηγαίνει στο ενοίκιο. Επομένως, δεν ήταν για όλους ίδια η μεταβολή των εισοδημάτων. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπα, θα χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να φτάσουμε εκεί που ήμασταν και να συνεχίσουμε τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Εσείς είστε ικανοποιημένος από τον ρυθμό ανάπτυξης; Γιατί υπάρχει μία κουβέντα ότι δεδομένης της συρρίκνωσης που είχαμε στην κρίση θα έπρεπε η ανάπτυξη να κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Είναι ένας ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης, με την έννοια ότι πραγματοποιείται κάποια σύγκλιση με τη λοιπή ευρωζώνη. Και να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια περίοδο στην οποία η ευρωζώνη είναι στα όρια της στασιμότητας. Δεν βοηθάει το εξωτερικό περιβάλλον. Η στασιμότητα στον βασικό μας εμπορικό εταίρο, που είναι η ευρωζώνη, σημαίνει μια αργή πορεία των εξαγωγών και επομένως μία, ceteris paribus, επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης. Άρα είναι ένας σχετικά ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης, αλλά σίγουρα δεν είναι ένας εντυπωσιακός ρυθμός ανάπτυξης. Τώρα, αυτοί οι οποίοι ομιλούσαν περί γρήγορης ανάκτησης των απωλειών της προηγούμενης περιόδου, πιθανώς είχαν στο μυαλό τους μία λογική του ελατηρίου. Ότι δηλαδή επειδή η οικονομία συμπιέστηκε πολύ, πήγε πολύ χαμηλά τα προηγούμενα χρόνια. Όταν αρχίσει να αναπτύσσεται πάλι θα κάνει ένα γρήγορο άλμα την πρώτη περίοδο και θα πάει περίπου εκεί που ήταν. Για να συμβεί αυτό όμως θα έπρεπε να υπάρχει μία σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα, δηλαδή κεφάλαιο και εργασία, τα οποία ήταν εκτός της παραγωγικής διαδικασίας λόγω ανεργίας, λόγω υπό χρησιμοποίησης του κεφαλαίου και τα οποία θα μπούνε ξανά στην παραγωγική διαδικασία και θα τονώσουν το ΑΕΠ γρήγορα. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί με τον τρόπο που έγινε η ελληνική κρίση, διότι πολύ απλά το παραγωγικό δυναμικό στην προηγούμενη φάση, προ κρίσεως, ήταν σε τομείς που πλέον δεν είναι στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης και δεν αναμένεται να επανέλθουν, στους τομείς των μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, όπως λέγεται τεχνικά από εμάς τους οικονομολόγους. Άρα λοιπόν, στην πραγματικότητα η σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο κάποιοι υποστήριζαν. Επομένως, στην πραγματικότητα θα πηγαίνουμε τόσο γρήγορα όσο το επιτρέπει ο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου, τον οποίο έχουμε μέσω επενδύσεων, η ποιότητα του εργατικού μας δυναμικού και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως αυτή συντελείται κυρίως μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Με αυτή την έννοια, είμαστε κατά κάποιο τρόπο στην αρχή μιας καλής πορείας, αλλά χρειάζεται επιτάχυνση και σίγουρα θα χρειαστεί χρόνος.

Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν φαίνεται να έχει δώσει αυτή την επιτάχυνση που ίσως επίσης περιμέναμε στην αρχή. Όταν παρουσιάστηκε το Ταμείο Ανάκαμψης δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλες προσδοκίες για την επίδραση στην οικονομία.

Το Ταμείο Ανάκαμψης αναμφισβήτητα έχει βοηθήσει, διότι όπως είπα και προηγουμένως, είμαστε σε μια περίοδο στην οποία η λοιπή οικονομική δραστηριότητα, η αμιγώς ιδιωτική, ήταν σε μια σχετική στασιμότητα στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Επομένως, αν δεν υπήρχε το Ταμείο Ανάκαμψης, πιθανώς να μην μπορούσαμε να καταγράψουμε έστω και αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους έχουμε και ιδίως στο κομμάτι των επενδύσεων. Επομένως, κατ’ αυτή την έννοια έχει βοηθήσει. Έχει υπάρξει μια θετική συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης, ίσως όχι στον βαθμό στον οποίον αρχικά αναμένετο, διότι και η υλοποίηση του Ταμείου έχει προχωρήσει με πιο σταδιακό τρόπο, οπ’ ό,τι αναμένετο αρχικά. Αν θέλετε να σας πω και κάποια νούμερα επ αυτού. Μπορεί μεν στην εκταμίευση των πόρων να είμαστε σε σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο, δηλαδή, για να το πω σχηματικά, τα χρήματα που έρχονται από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα, από αυτά που δικαιούμαστε, τα περίπου 36,5 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και δάνεια, έχουν έρθει στην Αθήνα πάνω από τα μισά, το οποίο μας κατατάσσει μεταξύ των 5 καλύτερων οικονομιών στην απορρόφηση. Εάν όμως δει κανείς το πόσα από αυτά τα χρήματα φτάνουν στον τελικό τους δικαιούχο, δηλαδή στις επιχειρήσεις και στους ενδιάμεσους φορείς υλοποίησης, στις μεν επιδοτήσεις είναι περίπου 1 στα 4 ευρώ από αυτά που δικαιούμαστε, δηλαδή τα μισά από αυτά που έχουν εκταμιευθεί, στα δε δάνεια είναι ακόμη μικρότερο το ποσοστό. Είναι γύρω στα 3 από τα 18 δισ. τα οποία δικαιούται, εν συνόλω, η ελληνική οικονομία. Και αυτό κυρίως έχει να κάνει με τη βαριά γραφειοκρατία που περιβάλλει τις διαδικασίες για την εκταμίευση των κονδυλίων και την υλοποίηση των σχετικών επενδυτικών projects. Υπάρχει μία πολύ βαριά εγκριτική διαδικασία. Διαδοχικοί φορείς, συμβάσεις. Επομένως, από τη στιγμή κατά την οποία θα συμφωνήσει η Κομισιόν με την ελληνική κυβέρνηση ένα σχέδιο, θα επιλεγούν τα projects μέχρι αυτά τα projects να φτάσουν στο στάδιο της υλοποίησης, να επιλεγεί ο ανάδοχος και τελικά να αρχίσει να υλοποιείται το project υπάρχουν μεγάλες χρονικές υστερήσεις. Και θέλω να θυμίσω ότι το ΑΕΠ, οι επενδύσεις και το ΑΕΠ εν συνόλω, δεν ωφελείται από την εκταμίευση των κονδυλίων. Ωφελείται από την υλοποίηση των projects. Όταν μπει η μπουλντόζα θα αρχίσει να ανεβαίνει το ΑΕΠ, όχι όταν εκταμιεύονται τα κονδύλια προς την Αθήνα.

Αυτή η καθυστέρηση αφορά τα έργα που συνδέονται με το Δημόσιο ή και τις ιδιωτικές επενδύσεις;

Αφορά και τα δύο διότι αφορά και την υλοποίηση των projects τα οποία γίνονται μέσω δανειοδότησης. Επίσης και αυτά έχουν μια βαριά εγκριτική διαδικασία και καθυστερεί.

Λόγω πολεοδομικών κλπ τα γνωστά προβλήματα που συζητάμε τόσες δεκαετίες.

Επίσης πρέπει να θυμίσω ότι οι αιρεσιμότητες για την υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος είναι αρκετά απαιτητικές σε σχέση με άλλα ταμεία του παρελθόντος, το ΕΣΠΑ κτλ. Και επίσης στο δεύτερο μισό της προγραμματικής περιόδου, μέχρι το 2026 ας πούμε, από τώρα μέχρι το 2026, η αιρεσιμότητα δεν αφορά πλέον το να περαστεί ένας νόμος που θα διαφοροποιεί το νομοθετικό πλαίσιο, αλλά την απόδειξη υλοποίησης προηγούμενων επενδυτικών projects, την πρόοδο σε προηγούμενα projects, τα οποία είναι προαπαιτούμενο για να χρηματοδοτηθούν τα επόμενα. Άρα, όσο περνάει το χρονικό διάστημα θα είναι πιο δύσκολη η αιρεσιμότητα και σίγουρα θα πρέπει να τρέξει περισσότερο γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος τελικώς να μην απορροφηθούν όλα τα κονδύλια.

Ήδη είμαστε στο 2025 και ο ορίζοντας είναι το τέλος του 2026. Δηλαδή ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος, οπότε υπάρχει κίνδυνος να χαθούν κονδύλια;

Υπάρχει. Όχι μόνο για εμάς, για πολλές χώρες τα συγκεκριμένα προβλήματα τα οποία σας περιγράφω υπάρχουν σε μια σειρά χωρών. Απλώς εμάς μας καίει περισσότερο γιατί εμείς έχουμε μεγαλύτερο επενδυτικό κενό σε σχέση με άλλες χώρες, αφενός, και αφετέρου διότι εμείς έχουμε και μεγαλύτερο πρόγραμμα σε σχέση με τις άλλες χώρες. Θυμίζω ότι σε σχέση με το ΑΕΠ της, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο πρόγραμμα που υποστηρίζεται με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, για εμάς είναι πιο απαιτητικό, πιο απαιτητική εκτέλεση του προγράμματος.

Αναφέρατε ότι η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει. Όμως βλέποντας κανείς τα στοιχεία τρίμηνο τρίμηνο, βλέπουμε ότι σταδιακά αυτή η υπεραπόδοση μικραίνει. Χάνουμε έδαφος. Αυτό γιατί συμβαίνει; Μήπως είναι μια προειδοποίηση ότι δεν αξιοποιούμε το χρόνο όπως θα έπρεπε;

Κοιτάξτε, υπάρχουν διάφορα ζητήματα και θα προσπαθήσω επιγραμματικά να αναφερθώ σε αυτά που θεωρώ βασικότερα. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ούτως ή άλλως στο μακροπρόθεσμο διάστημα η ελληνική οικονομία εκτιμάται από όλους τους διεθνείς φορείς και τους εγχώριους μελετητικούς οργανισμούς ότι θα επιβραδύνει την ανάπτυξή της. Γιατί θα συμβεί αυτό; Διότι κατά κύριο λόγο δεσμεύεται από τις δυσμενείς δημογραφικές προβολές. Επιπλέον, δεν έχει προχωρήσει επαρκώς στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες είχαν προκρίνει ως αναγκαία τα προγράμματα προσαρμογής. Έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο μεν, αλλά εξακολουθεί σε πολλούς τομείς να υστερεί έναντι των βέλτιστων πρακτικών που ακολουθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αποτέλεσμα η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας να μην είναι στο ίδιο επίπεδο που είναι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Άρα, βάζοντας κανείς μαζί δυσμενείς δημογραφικές προβολές, δηλαδή μια προοπτική μείωσης του πληθυσμού τα επόμενα χρόνια και μείωσης του τμήματος του πληθυσμού, το οποίο είναι σε παραγωγικές ηλικίες, επειδή αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας, με ένα επενδυτικό πρόγραμμα το οποίο προχωράει αλλά δεν είναι ακόμη εκεί που θα έπρεπε να είναι, και με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο επίσης προχωράει αλλά δεν έχει φτάσει στο επίπεδο της ελκυστικότητας του επενδυτικού περιβάλλοντος που είναι στις λοιπές χώρες, σημαίνει ότι ούτως ή άλλως τα επόμενα χρόνια αναμένεται να επιβραδυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης. Ενδεικτικά σας λέω ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ήταν και το πιο απαισιόδοξο για αυτά τα ζητήματα, έλεγε ότι στο πολύ μακροχρόνιο διάστημα η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αναπτύσσεται με περισσότερο από 1%. Άρα, όσο βγαίνουν από τη μέση οι ας το πούμε ενέσεις, τις οποίες λαμβάνουμε από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα λοιπά διαρθρωτικά ταμεία της Κομισιόν, θα συγκλίνουμε σταδιακά προς το 1% ή έστω 1.5% που λέει η Κομισιόν.

Όμως, πέραν αυτού του ζητήματος υπάρχουν και ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ποιότητα της ανάπτυξης στο μεσοχρόνιο διάστημα. Δηλαδή, ναι, η ελληνική οικονομία υπεραποδίδει έναντι της λοιπής ευρωζώνης, όμως το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να στηρίζεται στους πόρους από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρώπης, ένα, και δεύτερον στην κατανάλωση. Η κατανάλωση, θυμίζω, παραμένει ένα ποσοστό του ΑΕΠ κοντά στο 70%, 69%, που είναι περίπου αυτό που ήταν και προ κρίσεως, όταν το αντίστοιχο στην Ευρωζώνη, το μέσο αντίστοιχο, είναι 53%. Και αυτό, για να το πούμε με απλά λόγια, σημαίνει ότι στην πραγματικότητα τα νοικοκυριά έχουν ένα αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης, δηλαδή καταναλώνουν περισσότερο από το εισόδημά τους, με αποτέλεσμα να μένουν λίγοι εγχώριοι πόροι διαθέσιμοι για επενδύσεις. Αυτό αντανακλάται στο σχετικά αργό ρυθμό με τον οποίον αυξάνονται οι επενδύσεις Και επιπλέον, όσον αφορά τον εξαγωγικό τομέα της οικονομίας, υπάρχει, αν θέλετε, μια μονοδιάστατη εξάρτηση του εξαγωγικού μας τομέα από τον τουρισμό, ο οποίος πηγαίνει πάρα πολύ καλά, παράγει συνάλλαγμα, αλλά δεν μπορεί μόνος του να σηκώσει όλο το βάρος του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Θέλω να θυμίσω ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κινήθηκε, έφτασε μέχρι το 10,5% κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, αλλά παρέμεινε πάνω από το 6% το 2023 και εκτιμάται ότι το 2024 θα είναι στην περιοχή του 7%.

Και αυτό είναι αντανάκλαση της υψηλής κατανάλωσης.

Είναι αντανάκλαση της υψηλής κατανάλωσης, της χαμηλής αποταμίευσης που είναι ο καθρέφτης της υψηλής κατανάλωσης και της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτά λοιπόν έχουν ως αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω η διατηρησιμότητα της ανάπτυξης. Μπορεί να πηγαίνουμε καλά στον επόμενο 3ετία - 5ετία, αλλά για να αποδειχθεί διατηρήσιμη η ανάπτυξη στο μακροχρόνιο διάστημα και να μην αρχίσουμε να συγκλίνουμε πάρα πολύ γρήγορα προς αυτό το 1% που είπε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή και ακόμη χαμηλότερα, δεδομένων των δημογραφικών προβολών, θα πρέπει να κάνουμε αρκετά ακόμη στο επίπεδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η Ελλάδα από το 2010 είναι σε μια πορεία μεταρρύθμισης, έστω και βίαια με τα μνημόνια. Αλλά και τώρα η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης συνδέονται με μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν. Δεκαπέντε χρόνια τώρα τι μεταρρυθμίσουμε, πώς το μεταρρυθμίσουμε και γιατί αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν αποδίδουν;

Κοιτάξτε, να μην μηδενίσουμε την πρόοδο την οποία έχει συμβεί. Έχει συμβεί πρόοδος σε συγκεκριμένα πεδία. Το σημαντικότερο όλων, το οποίο θα έπρεπε να το αναφέρουμε, έχει να κάνει με το δημοσιονομικό. Το ένα από τα δύο ελλείμματα που μας οδήγησαν στην κρίση του 2009 - 2010 ήταν το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα. Αυτό έχει εξαλειφθεί. Η χώρα είναι σε θέση να παράγει πλέον πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και μάλιστα μεγαλύτερα των στόχων και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ βαίνει μειούμενο. Αυτό βέβαια σε ένα βαθμό είναι συνάρτηση των ευνοϊκών όρων του δημόσιου χρέους, εξαιτίας των ευνοϊκών όρων που μας έδωσαν οι εταίροι μας κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, δηλαδή πολύ χαμηλά και σταθερά επιτόκια και πολύ μακρές λήξεις. Όμως, είναι συνέπεια και του γεγονότος ότι έχει αυξηθεί η αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση, η ικανότητα της δημόσιας διοίκησης να συλλαμβάνει φορολογική ύλη και αυτό με τη σειρά του οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στη μεγαλύτερη διείσδυση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών που έχει μειώσει την παραοικονομία. Επομένως, το δημοσιονομικό είναι σε αρκετά ικανοποιητικό δρόμο και εκτιμώ ότι και τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Όμως, σε άλλους τομείς που έχουν να κάνουν με την ελκυστικότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος, δεν έχουμε προχωρήσει στο σημείο στο οποίο θα έπρεπε για να έχουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης πιο ισόρροπο, δηλαδή να αντλεί συνεισφορές περισσότερο από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις και λιγότερο από την κατανάλωση. Όχι ότι δεν έχουν γίνει πράγματα, αλλά κάποια από αυτά έμειναν ημιτελή. Κάποια από αυτά δεν υλοποιήθηκαν με τον ρυθμό και με τον τρόπο με τον οποίον είχαν σχεδιαστεί αρχικά. Και εν πάση περιπτώσει, δεν είμαστε οι μόνοι οι οποίοι εκτελούν μεταρρυθμίσεις και οι άλλοι προχωρούν στο ενδιάμεσο διάστημα. Και αν εμείς προχωρούμε πιο αργά από τους άλλους, θα χάνουμε έδαφος σε σχετικούς όρους.

Θα διευρύνεται η απόσταση.

Είναι ένας μαραθώνιος, δεν είναι σπριντ, δεν είναι μια προσπάθεια που κάνεισ μεταρρυθμίσεις τώρα και τελειώνει. Πρέπει συνεχώς να είσαι σε επαφή με τις διεθνώς βέλτιστες πρακτικές, σε κάποιους τομείς και ιδίως αυτούς που έχουν να κάνουν με την ποιότητα της δημόσιας διοίκησης, με την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, με την ποιότητα της εκπαίδευσης, και ήθελα να τονίσω εδώ ότι αυτό αφορά και τις τρεις βαθμίδες της, δεν είμαστε εκεί που είναι η μέση ευρωπαϊκή οικονομία. Υστερούμε ακόμη και θα χρειαστεί να επιμείνουμε περισσότερο σε αυτά.

Έχετε διατελέσει και γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών το 2014. Έτσι, βλέποντας τα πράγματα λίγο και μέσα από το Δημόσιο, ποιοι είναι οι κύριοι λόγοι αυτής της δυστοκίας για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων;

Καταρχάς, είναι η μεγάλη απόσταση που έχει να διανυθεί σε ορισμένους τομείς. Η απόσταση που μας χώριζε από τους δείκτες αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης στη γραφειοκρατία, την ευνομία, δηλαδή την έλλειψη και πολυνομίας και κακονομίας κτλ. αν δει κανείς τους διεθνείς δείκτες ήταν πολύ μεγάλη. Άρα, ακόμη και αν υπάρχει μια πρόοδος προς τη σωστή κατεύθυνση, μέχρι να καλυφθεί η απόσταση, θα μεσολαβήσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό, για να μην πω σημαντικότερο, αφορά το γεγονός ότι σε μία χώρα στην οποία είχαν διαμορφωθεί πολλαπλές πηγές κτήσης οικονομικών προσόδων, είχαν διαμορφωθεί πολλά μικρότερα, μεσαία και μεγαλύτερα συμφέροντα, τα οποία αντιμάχονταν τις μεταρρυθμίσεις και προσπαθούσαν με κάποιο τρόπο είτε να καθυστερήσουν την εφαρμογή τους είτε να μειώσουν το πεδίο εφαρμογής, διότι πολύ απλά είχαν προσόδους από τη λειτουργία των αγορών με μη βέλτιστο τρόπο. Αυτό δημιούργησε κάποιες εστίες αντίστασης στις μεταρρυθμίσεις τα προηγούμενα χρόνια και ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι, ξέρετε, οι μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν την ποιότητα ζωής του μέσου ανθρώπου, της πλειοψηφίας των ανθρώπων, αλλά το κάνουν με έναν έμμεσο τρόπο και το κάνουν μακροπρόθεσμα. Ενώ αυτοί που χάνουν από ένα άνοιγμα μιας αγοράς ή από τη μείωση των εμποδίων, γραφειοκρατικών κλπ. χάνουν τώρα. Και είναι πολύ ηχηροί και πολύ συνασπισμένοι. Άρα συνήθως δημιουργούνται αυτά τα λεγόμενα επενδεδυμένα συμφέροντα που προσπαθούν να καθυστερήσουν τις μεταρρυθμίσεις.

Αναφέρατε τη λειτουργία των αγορών. Βλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση παρεμβαίνει όλο και πιο έντονα στην λειτουργία των αγορών και των επιχειρήσεων. Είδαμε την παρέμβαση στα τρόφιμα με το περιθώριο κέρδους, πρόσφατα την παρέμβαση στις τράπεζες για τις προμήθειες. Τώρα ξανά είχαμε την παρέμβαση στο κομμάτι των ασφαλειών. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Μπορώ να υποθέσω μόνο ότι η κυβέρνηση εκτιμά ότι σε κάποιους κλάδους της οικονομίας απέχουμε από το υπόδειγμα του πλήρους ανταγωνισμού. Τα επίπεδα του ανταγωνισμού δεν είναι τέτοια που να επιτρέπουν μια εύρυθμη λειτουργία της αγοράς προς όφελος του καταναλωτή και του πολίτη. Πρέπει να πω ότι η οικονομική θεωρία το έχει λύσει αυτό το ζήτημα. Στον βαθμό στον οποίο υπάρχει μια αποτυχία της αγοράς, υπάρχουν δηλαδή ολιγοπωλιακές ή μονοπωλιακές καταστάσεις σε κάποια συγκεκριμένη αγορά, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να καταπολεμηθούν τα σχετικά προβλήματα είναι το άνοιγμα της αγοράς. Δηλαδή να αρθούν τα εμπόδια εισόδου σ’ αυτήν την αγορά, ούτως ώστε να μπορέσουν κι άλλες επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν αυτές που υπάρχουν ήδη, αλλά και τα εμπόδια εξόδου. Αν αποτύχει μια επιχειρηματική προσπάθεια να μπορεί να σταματήσει χωρίς να καταστραφεί άπαξ και δια παντός αυτός που την αποτόλμησε. Επομένως, σε κάθε περίπτωση αποτυχίας της αγοράς, νομίζω ότι η βασική προσπάθεια κάθε αρχής άσκησης οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι στο να ελαχιστοποιήσει τα εμπόδια εισόδου και εξόδου στη σχετική αγορά. Εάν κανείς δει στη σχετική βιβλιογραφία αλλά και την εμπειρία, την οικονομική εμπειρία και τη διεθνή και την εγχώρια τα προηγούμενα χρόνια, θα διαπιστώσει ότι προσπάθειες οι οποίες κατά κάποιο τρόπο διέπονται από μια αστυνομική λογική, δηλαδή ορισμού τιμών, διατίμηση να το πούμε χονδρικά, δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Να μην πω ότι είχαν και τα αντίστροφα αποτελέσματα. Και επιπλέον, οποιεσδήποτε απόπειρες γίνονται για την επιβολή εφάπαξ μέτρων πλήττουν και τον βαθμό βεβαιότητας, το οποίο σίγουρα πλήττει τις επενδύσεις. Οι επενδυτές για να έρθουν σε μία χώρα θέλουν βεβαιότητα. Θέλουν ορίζοντα σταθερό και προβλέψιμο. Επομένως, νομίζω ότι τα βασικά μέτρα τα οποία μπορούν να αντιμετωπίσουν τις όποιες αστοχίες είναι τα μέτρα τα οποία βελτιώνουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Θέλω να πω όμως ότι υπάρχει και το ενδεχόμενο σε μερικές περιπτώσεις να μην υπάρχουν αστοχίες της αγοράς. Δηλαδή οι τιμές, αν κανείς τις δει σε παρεχόμενα αγαθά και υπηρεσίες, να είναι σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά που ισχύουν στη λοιπή Ευρώπη, αλλά να είναι το γεγονός ότι υστερούν τα εισοδήματα σε σχέση με αυτές τις χώρες, που καθιστά τα σχετικά αγαθά και υπηρεσίες πιο ακριβά στην πρόσληψη του καταναλωτή σε σχέση με άλλες χώρες. Δηλαδή, με λίγα λόγια είναι πιθανόν να έχουμε λιγότερα λεφτά, όχι να είναι ακριβά κάποια προϊόντα και υπηρεσίες.

Υστερούμε στη δημιουργία πλούτου ο οποίος να διαχέεται στην κοινωνία. Ξεχωρίσατε σε ό, τι αφορά τη βελτίωση στο κομμάτι του δημοσιονομικού και ότι πια προχωράμε αρκετά πειθαρχημένα. Ως οικονομολόγος από εδώ και πέρα ποιες θα βλέπατε ως τις μεγαλύτερες προκλήσεις και ποιες θα ήταν οι εστίες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία ανησυχία μελλοντικά, ότι θα μπορούσαν να μας βάλουν σε νέες περιπέτειες;

Νομίζω ότι, όπως ήδη το είπα, η μεγάλη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής είναι η ταχύτητα και ο βαθμός φιλοδοξίας στην εκτέλεση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, δεν υπάρχει άλλο μέσο μακροχρόνια για την παραγωγή βιώσιμης ανάπτυξης από το να έχεις ένα ανταγωνιστικό, παραγωγικό και μοντέρνο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον. Ούτε οι τονώσεις της ζήτησης μέσω ρευστότητας λειτουργούν, ούτε άλλα μέτρα. Χρειαζόμαστε να έχουμε ένα ελκυστικό παραγωγικό μοντέλο. Άρα λοιπόν, οι μεταρρυθμίσεις είναι η μεγάλη πρόκληση. Τώρα από κει και πέρα, αναμφισβήτητα ζούμε σε μία περίοδο στην οποία υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη αβεβαιότητα, η οποία συναρτάται με τις γεωστρατηγικές τριβές. Στη γειτονιά μας έχουμε δύο πολέμους σε εξέλιξη, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει η αβεβαιότητα, η οποία συναρτάται με τις οικονομικές πολιτικές που θα ακολουθήσει η νέα διοίκηση στις ΗΠΑ. Δηλαδή, ο βαθμός στον οποίο θα εισαχθούν δασμοί, θα υπάρξει ένας περιορισμός στη μετανάστευση, θα απορρυθμιστούν κάποιες αγορές. Όλα αυτά σίγουρα θα έχουν τον αντίκτυπό τους και στην ανάπτυξη στην περιοχή μας. Και υπάρχουν και γενικότερες, πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις, που έχουν να κάνουν με την κλιματική αλλαγή και τα μέτρα τα οποία εισάγονται από το δικό μας μπλοκ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και από άλλες περιοχές για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, που σίγουρα και η ίδια η κλιματική αλλαγή αλλά και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο μακροπρόθεσμο διάστημα. Και τέλος, αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντικό για μας, είναι το δημογραφικό ζήτημα, το οποίο δεν απειλεί απλώς τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Επομένως, σίγουρα υπάρχουν πολλές προκλήσεις στο επόμενο χρονικό διάστημα. Αλλά ξέρετε, θεωρώ ότι όλα αυτά πρέπει να λειτουργήσουν ως σήμα αφύπνισης. Δεν είναι λόγος απαισιοδοξίας. Είναι λόγος επαγρύπνησης.

Πάντως, σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να πούμε ότι πολλή κουβέντα γίνεται και στην Ευρώπη πια, ότι και εκεί υπάρχει έντονη συζήτηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωζώνη, δεν προχωράει ανταγωνιστικά στο παγκόσμιο περιβάλλον.

Είναι και αυτό αλήθεια. Συνήθως σχηματικά λέω το εξής: ότι η Ευρώπη κατά μέσο όρο υστερεί έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και σε πολλά επίπεδα και έναντι της Κίνας και η Ελλάδα υστερεί έναντι του μέσου όρου της Ευρώπης. Άρα εμείς έχουμε ένα διπλό catch up να κάνουμε. Αλλά όσον αφορά την Ευρώπη, συμφωνώ με την εκτίμησή σας. Η Ευρώπη έχει ζητήματα τα οποία είναι διαρθρωτικά στη φύση τους. Δεν είναι απλώς ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη συγκυρία και την υψηλή τιμή της ενέργειας, επειδή υπάρχει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Υπάρχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι γενικώς η Ευρώπη είχε ένα μοντέλο βασισμένο στη φτηνή ενέργεια που δεν πρόκειται να ξανά υπάρξει, διότι έχει σταματήσει το κανάλι του ρωσικού αερίου, αλλά και διότι επέλεξε ένα μοντέλο μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που ήταν πρόχειρα σχεδιασμένο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα ενός φτηνού καυσίμου βάσης που θα μπορούσε να είναι είτε από τα πυρηνικά είτε κάτι άλλο και  βασίζεται στο αέριο το οποίο είναι εισαγόμενο και πολύ ακριβό. Επιπλέον, είναι ένα μοντέλο το οποίο έχει πάρα πολύ βαριά γραφειοκρατία, είναι το πιο δύσκαμπτο γραφειοκρατικό πλαίσιο και ρυθμιστικό πλαίσιο σε όλο τον πλανήτη. Και είναι και ένα μοντέλο το οποίο έχει ένα πάρα πολύ ακριβό κοινωνικό κράτος. Και όλα αυτά με μια φθίνουσα παραγωγικότητα. Αυτό λοιπόν που είπαν οι δύο εκθέσεις, οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα, του Λέτα και του Ντράγκι, με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο Ντράγκι βάζοντας και ποσοτικούς στόχους, είναι ότι δεν μπορείς να έχεις ένα ακριβό κοινωνικό κράτος, μια ταχεία και ακριβή ενεργειακή μετάβαση και μια στρατηγική αυτονομία, το οποίο σημαίνει υψηλές δαπάνες άμυνας, και την ίδια στιγμή να έχεις χαμηλή παραγωγικότητα. Ή θα πρέπει να αυξήσεις την παραγωγικότητα σου μέσω επενδύσεων και μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή θα πρέπει να εγκαταλείψεις έναν από αυτούς τους στόχους. Ο Ντράγκι είπε ότι χρειαζόμαστε ετησίως ως Ευρώπη 800 δισ. ευρώ επιπλέον επενδύσεων. Και μάλιστα όχι οποιωνδήποτε επενδύσεων, στοχευμένων επενδύσεων σε τομείς προτεραιότητας, για να ανακτήσουμε την επαφή μας με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Εάν δει κανείς τον αριθμό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που είναι στους κρίσιμους τεχνολογικά προηγμένους τομείς, είναι από ελάχιστες έως μηδέν.

Είμαστε πρώτοι σε ρύθμιση.

Είμαστε πρώτοι σε ρύθμιση, είμαστε πρώτοι σε ρύθμιση.

Η αίσθησή σας είναι ότι η πίεση αυτή στην Ευρώπη θα οδηγήσει σε επιτάχυνση της ενοποίησης ή υπάρχει αυτό το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας που έχει αναφερθεί, που μπορεί να μας κρατήσει στάσιμους και σε αυτή την παρακμή;

Κοιτάξτε, επειδή επικαλεστήκατε και την προηγούμενη εμπειρία μου, επειδή έζησα την ελληνική κρίση χρέους σε ένα τμήμα της από μέσα, πρέπει να σας πω ότι είδα από πολύ κοντά το γεγονός ότι η Ευρώπη, η ευρωπαϊκή ενοποίηση, προχωράει μέσα από κρίσεις. Και όταν ξέσπασε η κρίση χρέους, στον απόηχο της αμερικάνικης κρίσης στις τράπεζες κλπ και ξέσπασε στην Ελλάδα, φυσικά λόγω των μεγάλων δικών μας αδυναμιών, δεν υπήρχαν θεσμοί αντιμετώπισης της κρίσης και η Ευρώπη βρέθηκε εν μια νυκτί αντιμέτωπη με μια χώρα η οποία ήταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, χωρίς αρχιτεκτονική για να βγει από το ευρώ, χωρίς αρχιτεκτονική για να αντιμετωπιστεί εντός του ευρώ. Τα έκανε όμως. Όταν αναγκάστηκε από τις εξελίξεις και επειδή το κόστος του να μην το κάνει ήταν μεγαλύτερο, το κόστος της αβελτηρίας, τα έκανε. Έφτιαξε τον ESM, βρήκε τρόπους να φτιάξει μοντέλα χρηματοδότησης της χώρας, έφτιαξε μηχανισμούς παρακολούθησης των μακροοικονομικών ανισορροπιών που εξελίχθηκαν στο σημερινό Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Επομένως, θέλω να πω ότι η Ευρώπη έχει μάθει να πορεύεται μέσα από συμβιβασμούς και από κρίσεις, αλλά έχει αποδειχθεί αρκετά ανθεκτική. Και ο κύριος λόγος είναι, όπως είπα, ότι το κόστος του να πάει πίσω το project είναι μεγαλύτερο από το κόστος του να προχωρήσει. Τώρα θα με ρωτήσετε αν αυτό σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να πούμε ότι, για παράδειγμα, θα προχωρήσουμε ταχύτατα με την, ας πούμε, κοινή ανάληψη χρέους που ζήτησε ο Ντράγκι. Δεν το πολυβλέπω, για να είμαι ειλικρινής. Πιστεύω όμως ότι θα γίνουν ενέργειες πολιτικές, γιατί πολύ απλά δεν έχουμε εναλλακτική να μη γίνουν. Το μόνο ερώτημα είναι αν θα τις κάνουμε επαρκώς γρήγορα και με επαρκώς μεγάλο βαθμό φιλοδοξίας.

Σε λίγες ημέρες έχουμε την ορκωμοσία του νέου προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ. Πολλά γράφονται, ακόμα περισσότερα ακούγονται. Εσείς τι περιμένετε από τη δεύτερη θητεία;

Ο πρόεδρος Τραμπ, δεν θα πω κάτι καινούργιο, είναι γνωστός για την συναλλακτική προσέγγιση την οποία έχει στην οικονομική πολιτική. Δηλαδή συνήθως λέει κάτι το οποίο είναι αρκετά έντονο στη διατύπωσή του και στην πορεία διαπραγματεύεται μια λύση η οποία συνήθως δεν είναι εξίσου έντονη με αυτή την οποία αρχικά είχε υποστηριχθεί. Επομένως, χωρίς κανείς φυσικά να μπορεί να πει με σιγουριά οτιδήποτε, γιατί είναι μια απρόβλεπτη φάση, αλλά εάν κανείς θα έπρεπε να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη, θα έλεγε ότι θα γίνουν σε ένα βαθμό αυτά τα οποία έχει δεσμευτεί ότι θα κάνει, δηλαδή θα εισαγάγει κάποιους δασμούς, θα εισάγει κάποιους περιορισμούς στη μετανάστευση και κάποιες απελάσεις, θα εισάγει κάποιες μειώσεις στο ρυθμιστικό βάρος των επιχειρήσεων και κάποιες μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές, τις οποίες θα προσπαθήσει να τις αντισταθμίσει με κάποιες μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες μέσω του περίφημου προγράμματος κοψίματος των δαπανών που θα αναλάβει ο κύριος Μασκ. Και ελπίζω να τα καταφέρει σε ένα βαθμό, διότι αλλιώς υπάρχει και ένα δημοσιονομικό ζήτημα σημαντικό και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και νομίζω ότι τελικώς θα υπάρξει μια ισορροπία λίγο πιο σταδιακή σε σχέση με αυτό το οποίο κάποιοι έχουν στο μυαλό τους αυτή τη στιγμή. Όμως, όπως το είπα και προηγουμένως, η Ευρώπη έχει θέματα τα οποία είναι δομικά και διαρθρωτικά και θα υπήρχαν ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως του αν υπήρχε προεδρία Τραμπ. Και κατ’ αυτή την έννοια ίσως η προεδρία Τραμπ λειτουργεί και ως ένα σήμα αφύπνισης για την Ευρώπη να κάνει πιο γρήγορα αυτά που έπρεπε να κάνει ούτως ή άλλως. Θεωρώ ότι τα επόμενα χρόνια θα έχουμε σημαντικές γεωστρατηγικές αναταράξεις. Το μεγάλο στοίχημα του 21ου αιώνα είναι ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα προς την τεχνητή νοημοσύνη και πώς θα διαμορφωθούν τα καινούρια γεωστρατηγικά στρατόπεδα στην προσπάθεια, αφενός της Κίνας να υπερκεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, και κατά δεύτερον των Ηνωμένων Πολιτειών να ελέγξουν την άνοδο της Κίνας.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, μικρότερες περιοχές και χώρες όπως είμαστε εμείς, θα αντιμετωπίσουν μεγάλες προκλήσεις, αλλά πιθανώς να αντιμετωπίσουν και ευκαιρίες. Διότι όλη αυτή η διαδικασία την οποία περιγράψαμε σημαίνει και αναδιάταξη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων. Πρέπει λοιπόν να είμαστε αρκετά ταχείς και με αρκετά διορατικό βλέμμα προς το εξωτερικό περιβάλλον για να εκμεταλλευτούμε αυτές τις ευκαιρίες.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news