ΓΔ: 2059.42 -0.18% Τζίρος: 103.77 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 16:02:36
businessdaily-Asset Management for Occupational Pension Funds 2024

Σε κρίσιμη καμπή η ευρωπαϊκή αγορά asset management, κύμα συγχωνεύσεων

Η ευρωπαϊκή αγορά διαχείρισης κεφαλαίων εισέρχεται σε φάση ενοποίησης με μεγάλες συγχωνεύσεις, απέναντι στους αμερικανικούς κολοσσούς που ενισχύουν την κυριαρχία τους.

Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται η ευρωπαϊκή αγορά διαχείρισης κεφαλαίων, καθώς οι πιέσεις από τις αμερικανικές εταιρείες και η αυξανόμενη στροφή των επενδυτών σε φθηνά παθητικά προϊόντα οδηγούν σε κύμα συγχωνεύσεων.  

Από τη Γαλλία έως την Ελβετία και την Ιταλία, μεγάλες συμφωνίες – όπως η εξαγορά της επενδυτικής μονάδας της Axa από τη BNP Paribas και η απορρόφηση της Credit Suisse από την UBS – δημιουργούν κολοσσούς τρισεκατομμυρίων δολαρίων.  

Η ανάγκη για ενοποίηση είναι πραγματικότητα για τους διαχειριστές κεφαλαίων παγκοσμίως, καθώς οι επενδυτές μετακινούν χρήματα από ενεργά διαχειριζόμενα funds σε οχήματα που παρακολουθούν δείκτες με χαμηλότερα κόστη.  

Σχεδόν 39% των περιουσιακών στοιχείων σε αμοιβαία κεφάλαια και ETFs παγκοσμίως βρισκόταν πέρυσι σε τέτοια παθητικά προϊόντα, ποσοστό υπερδιπλάσιο από αυτό πριν από δέκα χρόνια, σύμφωνα με τη Boston Consulting Group και την ISS Market Intelligence.    

Εντούτοις, παρά τις προοπτικές, τα εμπόδια παραμένουν: πολιτικές παρεμβάσεις, πολιτισμικές διαφορές και ο διαρκής κατακερματισμός της αγοράς. Με περισσότερους από 4.600 διαχειριστές κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή ήπειρο και μόλις λίγες εταιρείες με ουσιαστική ευρωπαϊκή παρουσία, η ανάγκη για κλίμακα είναι επιτακτική. Ωστόσο η δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής υπερδύναμης» δεν φαίνεται να είναι εύκολη υπόθεση.

Δύο μεγάλες συμφωνίες έχουν αρχίσει να αναδιαμορφώνουν το τοπίο και να δημιουργούν νέους ανταγωνιστές για τους κυρίαρχους αμερικανικούς κολοσσούς. Η εξαγορά της επενδυτικής μονάδας της Axa SA από την BNP Paribas SA δημιούργησε έναν παίκτη με 1,8 τρισ. δολάρια υπό διαχείριση.  

Η γαλλική τράπεζα BPCE SA, υπέγραψε μη δεσμευτικό MoU για τη συγχώνευση της επενδυτικής μονάδας της Natixis SA με εκείνη της ιταλικής ασφαλιστικής Assicurazioni Generali SpA, με στόχο τη δημιουργία της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας της ΕΕ και την εδραίωση της κυριαρχίας των γαλλικών τραπεζών μεταξύ των διαχειριστών κεφαλαίων της Ένωσης. Ωστόσο, από την ανακοίνωση τον Ιανουάριο, έχουν προκύψει αμφιβολίες για το αν η συμφωνία θα προχωρήσει.  

Η Amundi επίσης που στοχεύει να γίνει μεγάλος παίκτης της αγοράς, πέρυσι βρέθηκε κοντά σε πιθανή συγχώνευσης με την ευρωπαϊκή μονάδα της Allianz, την AGI, αλλά οι συζητήσεις κατέρρευσαν λόγω διαφωνιών για τον έλεγχο της ενιαίας εταιρείας, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg.  

Η AGI προσέλκυσε επίσης το ενδιαφέρον του διαχειριστικού βραχίονα της Deutsche Bank AG, ο οποίος αποσπάστηκε το 2018 με στόχο να διευκολύνει τις εξαγορές. Ωστόσο η συμφωνία δεν προχώρησε καθώς η επικάλυψη σε τομείς όπως οι ενεργές μετοχές πιθανότατα θα οδηγούσε σε σημαντικές περικοπές προσωπικού.

Οι ευρωπαϊκές κινήσεις απέναντι στους αμερικανούς ανταγωνιστές

Όπως επισημαίνει το Bloomberg, οι προκλήσεις είναι πολλές. Η αγορά των παθητικών funds κυριαρχείται από εταιρείες που κινήθηκαν έγκαιρα και έχουν την κλίμακα να κερδίζουν ακόμη και από χαμηλού περιθωρίου προϊόντα που παρακολουθούν δείκτες.  

Παρότι οι συγχωνεύσεις μεταξύ διαχειριστών κεφαλαίων μπορούν να μειώσουν τα κόστη, δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικά το ζήτημα της συμπίεσης των αμοιβών, καθώς οι ιδιώτες επενδυτές γίνονται ολοένα και πιο ευαίσθητοι στην τιμή.

Επιπλέον, με τις αποτιμήσεις των παραδοσιακών εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων να βρίσκονται χαμηλά, η αγορά ενός εναλλακτικού διαχειριστή για την ενίσχυση δραστηριοτήτων υψηλότερου περιθωρίου είναι ακριβή και δεν αποδίδει πάντα, όπως έχουν δείξει κάποιες συμφωνίες στις ΗΠΑ, όπου οι εταιρείες της Wall Street δέχονται αυξανόμενη πίεση να προχωρήσουν σε πιο δραστικά μέτρα.

Στη Γαλλία, η BNP Paribas μόλις δημιούργησε τον δεύτερο μεγαλύτερο διαχειριστή κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαγοράζοντας τον επενδυτικό βραχίονα της ασφαλιστικής Axa SA.  

Στην Ελβετία, η διάσωση της Credit Suisse με παρέμβαση της κυβέρνησης έδωσε στην UBS Group AG την ευκαιρία να επεκτείνει τη δραστηριότητά της στη διαχείριση κεφαλαίων.  

Ο βραχίονας διαχείρισης κεφαλαίων της UBS έχει μερίδιο αγοράς περίπου 5% στα μεγάλα funds μετά τη συγχώνευση με την Credit Suisse. Με σχεδόν 2 τρισ. δολάρια υπό διαχείριση παγκοσμίως, ξεπερνά το όριο του 1 τρισ. που συχνά θεωρείται ελάχιστο για επιτυχή ανταγωνισμό μακροπρόθεσμα.  

Πέρα από αυτές τις εταιρείες, το μέγεθος αρχίζει να γίνεται πρόβλημα. Η Allianz SE, η γερμανική ασφαλιστική, τυπικά διαχειρίζεται πάνω από 2 τρισ. δολάρια για εξωτερικούς επενδυτές, αλλά αυτό το ποσό είναι μοιρασμένο σε δύο εντελώς ξεχωριστές εταιρείες.  

Η αμερικανική θυγατρική της, Pimco, έχει μερίδιο αγοράς περίπου 1,4% μεταξύ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών funds στην ανάλυση του Bloomberg, ενώ η ευρωπαϊκή μονάδα Allianz Global Investors (AGI) δεν βρίσκεται καν στο top 20. Εταιρείες όπως η DWS Group βρίσκονται λίγο πάνω από το όριο του 1 τρισ. σε συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια, αλλά εξακολουθούν να θεωρούνται πιθανοί στόχοι εξαγοράς – ή εν δυνάμει αγοραστές.

Η Credit Agricole, ιδιοκτήτρια της Amundi, εξετάζει παράλληλα τι θα κάνει με το μεγάλο μερίδιό της στην Banco BPM SpA, την ιταλική τράπεζα που πρόσφατα απέκτησε τη διαχειρίστρια κεφαλαίων Anima Holding.

Οι προκλήσεις για την Ευρώπη

Ο κλάδος παραμένει κατακερματισμένος με περίπου 4.600 διαχειριστές κεφαλαίων να λειτουργούν στην Ευρώπη, σύμφωνα με την EFAMA, η οποία εκτιμά ότι τα συνολικά υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία αυξήθηκαν πέρυσι σχεδόν στα 34 τρισ. ευρώ (40 τρισ. δολάρια).  

Παρότι ορισμένες εταιρείες είναι γνωστές στα εθνικά ή περιφερειακά τους δίκτυα, οι περισσότερες δεν έχουν σημαντικό μέγεθος ή θέση σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Αυτός ο κατακερματισμός συνεχίζεται και στο επίπεδο των επενδυτικών προϊόντων που προσφέρουν. Ακόμη και στα μεγαλύτερα funds – αυτά με πάνω από 500 εκατ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία – μόνο επτά πάροχοι, εκ των οποίων οι τρείς προέρχονται από τις ΗΠΑ, έχουν μερίδιο αγοράς άνω του 2%, σύμφωνα με ανάλυση καταθέσεων ανοιχτών funds και ETFs που παρακολουθεί το Bloomberg.

«Θα ήταν ωραίο να πιστέψουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ευρωπαϊκή υπερδύναμη στη διαχείριση κεφαλαίων», δήλωσε ο Richard Oldfield, CEO της Schroders, στο Funds Congress του Λονδίνου νωρίτερα φέτος. «Όμως, το να ενώσεις βίαια δύο εταιρείες που έχουν διαφορετικές κουλτούρες και διαδικασίες επενδύσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστείς».  

Στην Ευρώπη, το ζήτημα είναι  περίπλοκο, με τα εμπόδια να αφορούν το πολιτικό και ρυθμιστικό τοπίο. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν θέσει υψηλά εμπόδια σε πολλές προτεινόμενες τραπεζικές συγχωνεύσεις, και ενδέχεται επίσης να θελήσουν να διατηρήσουν κάποιον βαθμό επιρροής στις εταιρείες που διαχειρίζονται τις αποταμιεύσεις των πολιτών τους.  

Οι επίδοξοι αγοραστές είναι επίσης απίθανο να επωφεληθούν από μια προνομιακή λογιστική μεταχείριση γνωστή ως Danish Compromise, μετά την αντίθεση της εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη χρήση της σε αρκετές συμφωνίες, μεταξύ των οποίων και η εξαγορά της AXA IM από την BNP Paribas.  

Ο ανταγωνισμός από ΗΠΑ

Οι εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ συνολικά έχουν δει τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία στην Ευρώπη να αυξάνονται πάνω από 120% από το 2014, έναντι περίπου 84% για τους ευρωπαίους αντιπάλους τους, σύμφωνα με στοιχεία της ISS Market Intelligence.

Η BlackRock, ο μεγαλύτερος πάροχος ETFs, είναι επίσης ο μεγαλύτερος παίκτης συνολικά στη βιομηχανία διαχείρισης κεφαλαίων στην Ευρώπη, με σχεδόν διπλάσιο μερίδιο αγοράς από την κορυφαία ευρωπαϊκή εταιρεία Amundi SA.

Η JPMorgan Chase & Co., η οποία έχει επεκταθεί στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο καθώς οι τοπικοί ανταγωνιστές αποσύρονταν, κερδίζει επίσης έδαφος στη διαχείριση κεφαλαίων και κυριαρχεί στην αγορά ενεργών ETFs στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με το Bloomberg, υπάρχουν αρκετά υποθετικά σενάρια για συμφωνίες που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τουλάχιστον έναν αμερικανό επενδυτή που θα διαθέτει άφθονο ρευστό.  

Οι επενδυτές ιδιωτικών κεφαλαίων έχουν εξετάσει διάφορες ευρωπαϊκές εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, όπως η Aberdeen Group Plc, τον τελευταίο χρόνο. Επίσης η κοινοπραξία με επικεφαλής την CVC Capital Partners εξαγόρασε πέρυσι τη Hargreaves Lansdown, τη μεγαλύτερη πλατφόρμα λιανικών επενδύσεων στη Βρετανία.

Όποια μορφή κι αν πάρουν οι συμφωνίες, θα συνοδεύονται από πληθώρα προκλήσεων. Οι εξαγορές στη διαχείριση κεφαλαίων είναι παραδοσιακά δύσκολες, καθώς τα κύρια «περιουσιακά στοιχεία» είναι οι άνθρωποι, η επενδυτική απόδοση και η εμπιστοσύνη των πελατών – ειδικά όταν πρόκειται για ενεργούς διαχειριστές. Επιπλέον, ο συνδυασμός δύο ενεργών διαχειριστών με παρόμοια προϊόντα μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια πελατών. Ακόμη και οι συμφωνίες παραδοσιακών διαχειριστών που στοχεύουν σε εναλλακτικές αγορές δεν αποδίδουν πάντα. 

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Παπασταύρου και Υπουργός Ενέργειας ΗΠΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στ. Παπασταύρου: Η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο βαίνει διαρκώς μειούμενη

Σε εποικοδομητικό κλίμα η συνάντηση με τον Υπουργό Ενέργειας, Σταύρου Παπασταύρου, με τον Αμερικανό ομόλογό του. Στο επίκεντρο η περαιτέρω ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας των δύο χωρών και ο Κάθετος Διάδρομος.