ΓΔ: 1422.19 0.32% Τζίρος: 45.63 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 14:40:13 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ
Φωτο: Shutterstock

H Deutsche Bank, το αίνιγμα των 60 δισ. δολ. και η επίθεση από τις αγορές

Η παροχή ρευστότητας 60 δισ. δολ. από τη Fed στην ΕΚΤ δημιούργησε ανησυχίες για μεγάλες εκροές από την Deutsche Bank. Γιατί οι αναλυτές συμφωνούν ότι διαφέρει από την Credit Suisse, πώς κόπασε ο πανικός στις αγορές, τι κέρδισαν οι short.

Ύστερα από μια θυελλώδη ημέρα πιέσεων στις αγορές και φόβων ότι η Deutsche Bank θα έχει την τύχη της Credit Suisse, η αναταραχή με επίκεντρο την κορυφαία γερμανική τράπεζα, που δημιούργησε έντονες ανησυχίες για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος στην ευρωζώνη, ο συναγερμός φάνηκε να λήγει και να επικρατούν πιο ψύχραιμες εκτιμήσεις. Ενώ στις αγορές της Ευρώπης η μετοχή της Deutsche Bank έφθασε να «γράφει» διψήφια ποσοστά πτώσης, η ταραγμένη ημέρα έληξε με πολύ μικρότερη πτώση, -3,11%, κατά τη διαπραγμάτευση στην Αμερική.

Το σημείο εκκίνησης της αναταραχής, που σύμφωνα με υπολογισμούς απέδωσε κέρδη 100 εκατ. δολ. μέσα σε μια ημέρα σε όσους είχαν θέσεις short στη μετοχή της DB, ήταν οι ανησυχίες για μεγάλες απώλειες ρευστότητας σε δολάρια. Όμως, όλοι οι αναλυτές -όπως και ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς, που έκανε σχετική δήλωση- συμφωνούν στη διαπίστωση ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά της DB από την Credit Suisse: η γερμανική τράπεζα παραμένει κερδοφόρα εδώ και δέκα συνεχή τρίμηνα και εκτιμάται ότι θα εμφανίσει κέρδη και το 2023. Επιπλέον, η κίνηση της τράπεζας να εξαγοράσει πρόωρα τίτλους Tier 2 ήταν μια σαφής ένδειξη ότι δεν αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας.

Μετά από πολλά χρόνια ζημιών, εμπλοκής σε σειρά σκανδάλων, επιβολής υψηλών προστίμων και αλλαγής επιχειρηματικού μοντέλου και κορυφαίων στελεχών, η Deutsche Bank είχε αρχίσει να πείθει ότι οι κακές εποχές είχαν ξεπεραστεί οριστικά και περνούσε, πλέον, σε μία νέα εποχή, όπου θα γινόταν εκ νέου το σύμβολο του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Χθες, όμως, βρέθηκε στο στόχαστρο επιθέσεων στις αγορές, μετά τη δημοσιοποίηση στοιχείων της Fed που έδειξαν ότι εκτινάχτηκε από το μηδέν στα 60 δισ. δολ. το ποσό ρευστότητας που χορήγησε η αμερικανική κεντρική τράπεζα σε ξένες κεντρικές τράπεζες, με ρέπος σε τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου, προκειμένου αυτές να αντιμετωπίσουν εκροές ρευστότητας σε δολάρια από μεγάλες εμπορικές τράπεζες.

Αναλυτές υπέθεσαν αμέσως ότι η ρευστότητα αυτή κατευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις ανάγκες μίας ή περισσότερων τραπεζών της ευρωζώνης, που αντιμετώπιζαν εκροές δολαρίων. Όπως έγραψαν οι αναλυτές της Jefferies, «φαίνεται ότι υπήρξε μεγάλη αύξηση στη ζήτηση ρευστότητας σε δολάρια από το εξωτερικών, πιθανότατα από την Ευρώπη, στον απόηχο της συγχώνευση της Credit Suisse με τη UBS».

Δεδομένου ότι η DB είναι η ευρωπαϊκή τράπεζα με τη μεγαλύτερη έκθεση στο δολάριο, η επόμενη υπόθεση που έγινε από τις αγορές ήταν ότι αυτή αντιμετώπιζε τις εκροές δολαρίων και χρειάστηκε στήριξη από τον διεθνή μηχανισμό που έχει στήσει η Fed σε συνεργασία με τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Από αυτό το σημείο, τα γεγονότα πήραν την αναμενόμενη εξέλιξη:

  • Πρώτα εκτινάχτηκε στα ύψη το κόστος ασφάλισης του χρέους της Deutsche Bank στην αγορά των Credit Default Swaps (CDS). Για βασικούς τίτλους της τράπεζας, το κόστος ασφάλισης ξεπέρασε τις 200 μονάδες βάσης, ενώ για ομόλογα με τον μεγαλύτερο κίνδυνο ανέβηκε πάνω από τις 500 μ.β., σηματοδοτώντας την εκτίμηση των συμμετεχόντων σε αυτή την αγορά, δηλαδή κυρίως των μεγάλων τραπεζών, ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος αθέτησης από την πλευρά της DB.
  • Η... πυρκαγιά πέρασε γρήγορα, με τη «βοήθεια» και των hedge funds που ακολουθούν στρατηγικές υποτιμητικής κερδοσκοπίας σε αυτή τη φάση αβεβαιότητας για τις τράπεζες διεθνώς, στη μετοχή της γερμανικής τράπεζας, που ήδη σημείωνε μεγάλες απώλειες των Μάρτιο και χθες έφθασε να υποχωρεί περισσότερο από 10% στη διαπραγμάτευση στην Ευρώπη. Μέχρι να λήξει η διαπραγμάτευση στη Νέα Υόρκη και αφού οι short είχαν εξασφαλίσει κέρδη που υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τα 100 εκατ. δολ. σε μια ημέρα, ο πανικός κόπασε και η μετοχή έκλεισε με ημερήσιες απώλειες -3,11%, κερδίζοντας 5,6% από το ενδοσυνεδριακό χαμηλό.

Οι ανησυχίες των αγορών για την DB δεν είναι αδικαιολόγητες, καθώς πρόκειται για μία από τις 30 παγκόσμια σημαντικές συστημικές τράπεζες, που έχει πολύ κακό track record με ζημιές, σκάνδαλα και πολύ σοβαρή εμπλοκή στη μεγάλη τραπεζική κρίση του 2008, την οποία άλλωστε συμφώνησε να πληρώσει πρόστιμο άνω των 7 δισ. δολ. στις αμερικανικές αρχές, αναγνωρίζοντας ότι εφάρμοσε ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού, με μεγάλα ανοίγματα σε τοξικά ενυπόθηκα χρεόγραφα.

Όμως, οι αναλυτές τραβούν μια έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην DB και στην Credit Suisse: η ελβετική τράπεζα εμφάνισε το 2022 ζημιές που ξεπέρασαν τα κέρδη της όλη την προηγούμενη δεκαετία και αναμενόταν ότι θα συνέχιζε, τουλάχιστον για το 2023, να εμφανίζει αρνητικά αποτελέσματα, που θα πίεζαν την κεφαλαιακή της επάρκεια. Αντίθετα, η DB φαίνεται να έχει μπει σε μια σταθερή πορεία κερδοφορίας, με κέρδη σε δέκα διαδοχικά τρίμηνα και προβλέψεις για κερδοφόρα χρήση το 2023.

Παράλληλα, η τράπεζα έδωσε ένα πολύ ισχυρό μήνυμα ότι, ακόμη και αν είχε σημαντικές εκροές ρευστότητας σε δολάρια, διατηρεί αρκετή επάρκεια ρευστότητας, καθώς αμέσως μόλις ξέσπασε η επίθεση των αγορών στις μετοχές και τα χρεόγραφά της ανακοίνωσε την εξαγορά τίτλων Tier 2, αξίας 1,5 δισ. ευρώ.

Καθησυχαστικοί εμφανίζονται οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζοντας ότι «η Deutsche Bank δεν είναι Credit Suisse» και υποστηρίζουν, μάλιστα, με επικεφαλής τη Citi ότι η αντίδραση των αγορών εμπεριέχει ακόμη και «παραλογισμό». Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας σημείωσαν σε έκθεσή τους ότι τα όποια προβλήματα της Deutsche Ban δεν είναι «αρκετά σημαντικά για να εξηγήσουν την πτώση. Μάλλον θεωρούμε ότι πρόκειται για παραλογισμό των αγορών. Όπως και με την Credit Suisse, ο κίνδυνος είναι αν θα υπάρξει αντίκτυπος από τα διάφορα πρωτοσέλιδα των μέσων ενημέρωσης στην ψυχολογία των καταθετών, ανεξάρτητα από το αν η αρχική συλλογιστική πίσω από αυτό ήταν σωστή ή όχι. Ενώ η Deutsche Bank έχει υποστεί μια σειρά κρίσεων στο παρελθόν, ένα τεράστιο σχέδιο ανάκαμψης τη βοήθησε να τις ξεπεράσει. Η Deutsche Bank είναι κερδοφόρα και διαθέτει ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα».

Από την πλευρά τους οι αναλυτές της JPMorgan σημειώνουν ότι η Deutsche Bank έχει προχωρήσει τα τελευταία τρία χρόνια σε αναδιάρθρωση και πώληση των τοξικών περιουσιακών στοιχείων της επενδυτικής της μονάδας.  Κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου της τράπεζας, ο διευθύνων σύμβουλος Christian Sewing δήλωσε ότι η DB βρίσκεται σε καλή κατάσταση και σε θέση να προβεί σε προσλήψεις, έχοντας ήδη περάσει από αναδιάρθρωση. 

Το πρόβλημα της Deutsche Bank είναι εν μέρει η μεγάλη έκθεσή της στον τομέα των επιχειρηματικών δανείων, ο οποίος κλυδωνίζεται τόσο από την κατάρρευση της SVB όσο και από τις συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων. Καθώς το κόστος χρηματοδότησης χονδρικής αυξάνεται, η Deutsche Bank είναι περισσότερο εκτεθειμένη από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της. 

«Εκτιμούμε ότι μια αύξηση 3% στο κόστος χρηματοδότησης χονδρικής μεταφράζεται σε μια μέση αρνητική επίπτωση -2%/-1% στα κέρδη προ φόρων το 2024/25E», τονίζει η JPMorgan και προσθέτει ότι «εντός του κλάδου, η ευαισθησία μας δείχνει ότι οι DBK, SG, Barclays και Santander είναι σχετικά πιο εκτεθειμένες σε υψηλότερο κόστος χονδρικής χρηματοδότησης».

Καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, το συμπέρασμα είναι ότι η Deutsche μπορεί να χρειαστεί να μειώσει περισσότερο το κόστος, αν θέλει να επιτύχει τον στόχο της να δημιουργήσει αποδόσεις άνω του 10% και να διανείμει 8 δισ. ευρώ μέρισμα στους μετόχους πριν από το 2025. Με την περσινή έκρηξη των εσόδων από τις συναλλαγές, η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της Deutsche το 2022 ήταν 9,4% προ φόρων και 8,4% μετά από φόρους, ποσοστά αρκετά κοντά, αλλά όχι πάνω από την καθοδήγηση που είχε δώσει η διοίκηση.

Παρά την άνοδο πάνω από τις 200 μονάδες βάσης, τα CDS της Deutsche είναι πολύ κάτω από το επίπεδο των 1000 μονάδων βάσης που βρέθηκε το αντίστοιχο της Credit Suisse πριν την εσπευσμένη διάσωσή της από τη UBS. Είναι, ωστόσο, μια υπενθύμιση ότι η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις τράπεζες και ότι τα καλύτερα σχέδια για επίτευξη κερδοφορίας μπορούν να αποτύχουν.

Σκάνδαλα και πλήγμα στην αξιοπιστία

Όπως ακριβώς ίσχυε στην περίπτωση της Credit Suisse έτσι και σε αυτήν της Deutsche Bank η εμπλοκή σε μία σειρά σκανδάλων έχει πλήξει σημαντικά την αξιοπιστία και το «καλό όνομα» της τράπεζας. Εξ αυτών τα πιο «τρανταχτά» είναι τα ακόλουθα: 

  1. Ξέπλυμα ρωσικού μαύρου χρήματος: Το 2017, οι χρηματοπιστωτικές αρχές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου επέβαλαν πρόστιμο συνολικού ύψους 630 εκατομμυρίων δολαρίων (553,5 εκατ. ευρώ) στην Deutsche Bank, λόγω κατηγοριών για ξέπλυμα χρήματος από τη Ρωσία. Σύμφωνα με τις αμερικανικές και βρετανικές ρυθμιστικές αρχές, οι μηχανισμοί ελέγχου της Deutsche Bank κατά του ξεπλύματος χρήματος απέτυχαν να εντοπίσουν εικονικές συναλλαγές αξίας έως και 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χωρίς να γνωρίζουν ποιοι ήταν οι πελάτες που συμμετείχαν στις συναλλαγές και από πού προέρχονταν τα χρήματά τους.
  2. Απάτη με το επιτόκιο Libor: Δύο χρόνια πριν, η Deutsche Bank είχε ήδη τιμωρηθεί με πρόστιμο ρεκόρ ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις αμερικανικές και βρετανικές αρχές για τον ρόλο της σε μια απάτη επιτοκίων μεταξύ 2003 και 2007. Η θυγατρική της τράπεζας στο Λονδίνο ομολόγησε την ενοχή της σε κατηγορίες για εγκληματική απάτη, αφού κατηγορήθηκε για τον καθορισμό επιτοκίων όπως το London Interbank Offered Rate (Libor), το οποίο χρησιμοποιείται για την τιμολόγηση μεγάλου όγκου δανείων και συμβάσεων σε όλο τον κόσμο. 
  3. Παραβίαση των οικονομικών κυρώσεων των ΗΠΑ: Επίσης το 2015 η Deutsche Bank συμφώνησε έναν ακόμη πολυδάπανο διακανονισμό με τις οικονομικές αρχές των ΗΠΑ. Αυτή τη φορά, επρόκειτο για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά μιας σειράς χωρών, μεταξύ των οποίων το Ιράν, η Συρία, η Λιβύη και το Σουδάν.
  4. Πώληση τοξικών τίτλων που οδήγησαν στην οικονομική κρίση: Η Deutsche Bank ήταν μία από τις μεγάλες τράπεζες που είχαν εμπλοκή στην πώληση και τη συγκέντρωση τοξικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων κατά την περίοδο πριν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 - 2008. Η τράπεζα υπέγραψε διακανονισμό ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ το 2017, αφού κατηγορήθηκε ότι πούλησε σε επενδυτές τοξικούς τίτλους μεταξύ 2005 και 2007.
  5. Κατασκοπεία των επικριτών της: Το 2009, μετά από εσωτερική έρευνα, η διοίκηση της Deutsche Bank παραδέχθηκε ότι είχε προσλάβει ένα γραφείο ντετέκτιβ για να κατασκοπεύει άτομα που θεωρούνταν απειλητικά για την τράπεζα -μεταξύ των οποίων ένας μέτοχος, ένας δημοσιογράφος και ένας δημόσιος λειτουργός. Οι Γερμανοί εισαγγελείς δεν βρήκαν στοιχεία για ποινικά αδικήματα και τα ανώτατα στελέχη της τράπεζας κρίθηκε ότι δεν εμπλέκονται στο σκάνδαλο. Μετά την αποκάλυψη των αποτελεσμάτων, η Deutsche Bank απέλυσε τους υπαλλήλους που θεωρούσε ότι εμπλέκονταν στην κατασκοπεία, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της εταιρικής ασφάλειας για τη Γερμανία και του παγκόσμιου επικεφαλής των σχέσεων με τους επενδυτές.

Μία ιστορία σχεδόν δύο αιώνων

Η Deutsche Bank είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο, με πλούσια ιστορία που χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η τράπεζα ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 1870 από μια ομάδα Γερμανών τραπεζιτών και βιομηχάνων, με στόχο τη διευκόλυνση του εμπορίου μεταξύ της Γερμανίας και άλλων χωρών. Με την πάροδο των ετών, η Deutsche Bank διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γερμανίας και αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις και αλλαγές στην πορεία.

Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της, η Deutsche Bank επικεντρώθηκε στη χρηματοδότηση της γερμανικής βιομηχανίας και στη βοήθεια των γερμανικών εταιρειών για την επέκταση του διεθνούς εμπορίου τους. Η τράπεζα καθιερώθηκε γρήγορα ως σημαντικός παίκτης στον γερμανικό χρηματοπιστωτικό τομέα και μέχρι το γύρισμα του 20ού αιώνα είχε ανοίξει υποκαταστήματα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Deutsche Bank διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας της Γερμανίας, γεγονός που οδήγησε στην εθνικοποίησή της το 1919.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Deutsche Bank ιδιωτικοποιήθηκε εκ νέου και άρχισε να επικεντρώνεται στην ανοικοδόμηση της γερμανικής οικονομίας. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, η τράπεζα διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη χρηματοδότηση της βαριάς βιομηχανίας της Γερμανίας, γεγονός που συνέβαλε στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ωστόσο, η Deutsche Bank ήταν επίσης στενά συνδεδεμένη με το ναζιστικό καθεστώς και έπαιξε ρόλο στην απαλλοτρίωση επιχειρήσεων εβραϊκής ιδιοκτησίας κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Deutsche Bank εθνικοποιήθηκε και πάλι και στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκε πάλι το 1952. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η τράπεζα επικεντρώθηκε στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης οικονομίας της Γερμανίας και έγινε ένας από τους κορυφαίους δανειστές των γερμανικών επιχειρήσεων. Στις δεκαετίες του 1980 και 1990, η Deutsche Bank επέκτεινε τις δραστηριότητές της για να γίνει ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με ισχυρή παρουσία στην επενδυτική τραπεζική, την εταιρική χρηματοδότηση και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Deutsche Bank αντιμετώπισε διάφορες προκλήσεις, όπως το σκάσιμο της φούσκας dot-com και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η τράπεζα αναγκάστηκε να αναδιαρθρώσει και να αναπροσανατολίσει τις δραστηριότητές της και αντιμετώπισε σημαντικές ρυθμιστικές και νομικές προκλήσεις που σχετίζονταν με την εμπλοκή της σε μια σειρά χρηματοπιστωτικών σκανδάλων υψηλού προφίλ.

Σήμερα, η Deutsche Bank παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα και με τη μεγαλύτερη επιρροή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο, με δραστηριότητες σε περισσότερες από 70 χώρες. Η τράπεζα συνεχίζει να επικεντρώνεται στην επενδυτική τραπεζική, την εταιρική χρηματοδότηση και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, ενώ πρόσφατα ανέλαβε δέσμευση για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και διοικητικές επενδύσεις (ESG).

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΓΟΡΕΣ

Περιθώριο ανόδου άνω του 30% για την Τρ. Πειραιώς «βλέπει» η Deutsche Bank

Στα 3 ευρώ αναβαθμίζει την τιμή - στόχο για τη μετοχή η γερμανική τράπεζα, με σύσταση «αγορά», εκτιμώντας ότι η Τρ. Πειραιώς βρίσκεται στον σωστό δρόμο για ακόμη καλύτερη πορεία τα επόμενα έτη.