Σημαντική αύξηση καταγράφεται στον αριθμό των γερμανικών επιχειρήσεων που οδηγούνται σε πτώχευση το 2024, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014. Οι ειδικοί προειδοποιούν πως «δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην κορύφωση» της κρίσης.
Σύμφωνα με τον οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης Creditreform, έως το τέλος του έτους εκτιμάται ότι περίπου 23.900 εταιρίες στη Γερμανία θα καταθέσουν αίτηση πτώχευσης, σημειώνοντας αύξηση 8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το 2014 είχαν κλείσει 24.100 επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Ο διευθύνων σύμβουλος της Creditreform, Μπερντ Μπούτοφ, επισημαίνει ότι η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας μειώνεται σταθερά σε πολλούς τομείς, ενώ αυξάνονται και οι ιδιώτες που οδηγούνται σε πτώχευση.
Ο Πάτρικ-Λούντβιχ Χαντς από την ίδια εταιρεία εκτιμά πως ο αριθμός των καταναλωτικών πτωχεύσεων θα αυξηθεί σημαντικά και η συνολική ζημιά από τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας ενδέχεται να αγγίξει τα 57 δισ. ευρώ. Παράλληλα, περίπου 285.000 θέσεις εργασίας κινδυνεύουν να χαθούν ή να τεθούν σε κίνδυνο.
Οι αναλυτές αποδίδουν τη δύσκολη αυτή κατάσταση στην κατάρρευση ξένων αγορών, το υψηλό κόστος ενέργειας, τους αμερικανικούς δασμούς και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα. Η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται υπό ισχυρή πίεση, με μειωμένη εγχώρια ζήτηση και αύξηση της ανεργίας. Όπως αναφέρει ο κ. Χαντς, «προβλέπω δυναμικό κύμα χρεοκοπιών», με τέσσερις στις πέντε επιχειρήσεις που πτωχεύουν να απασχολούν λιγότερους από 10 εργαζόμενους, ενώ το 2025 έκλεισαν και δεκάδες μεγαλύτερες εταιρείες.
Μεταξύ των μεγαλύτερων πτωχεύσεων του 2024 βρίσκονται και εταιρείες του υγειονομικού κλάδου, οι οποίες, παρά τη σταθερή ζήτηση, αντιμετωπίζουν αυξημένο λειτουργικό κόστος και περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Πιέσεις δέχονται ακόμη και επιχειρήσεις υψηλής εξειδίκευσης, συμπεριλαμβανομένου του κλάδου αυτοκινήτου. Ο κ. Χαντς επισημαίνει τον κίνδυνο δημιουργίας μόνιμων κενών σε τομείς εξειδίκευσης, τα οποία δύσκολα καλύπτονται.
Συνολικά, για το 2024 προβλέπονται περίπου 130.000 πτωχεύσεις στη Γερμανία, εκ των οποίων 24.000 αφορούν εταιρείες και 76.000 ιδιώτες. Οι υπόλοιπες 30.000 περιπτώσεις σχετίζονται με αυτοαπασχολούμενους ή άτομα που συμμετείχαν σε πτωχευμένες επιχειρήσεις και πλέον είναι και οι ίδιοι αφερέγγυοι.