Με εμφατικό τρόπο επιβεβαιώνουν τα οικονομικά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών για το 2024 ότι έχουν πάψει να αποτελούν «φτωχό συγγενή» των τραπεζών της ευρωζώνης, αλλά υπερέχουν καθαρά σε κερδοφορία. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αυτή η υπεροχή δεν περιορίζεται στα μεγαλύτερα περιθώρια επιτοκίου, αλλά σε σειρά δεικτών αποδοτικότητας, που δείχνουν ότι έχει συντελεστεί πρόοδος σε πολλά επίπεδα.
Το 2024 ήταν μια ακόμη χρονιά, όπου οι τράπεζες συνέχισαν να επωφελούνται από τα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ. Η πρώτη μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ από το 4% στο 3,75% έγινε τον Ιούνιο του 2024. Το ευρωπαϊκό διατραπεζικό επιτόκιο (Euribor 3m) άρχισε τη χρονιά κοντά στο 4% και διατηρήθηκε ως τον Νοέμβριο πάνω από το 3%, για να πέσει στο 2,8% τον Δεκέμβριο.
Σε αυτό το περιβάλλον, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν την καθαρή κερδοφορία τους κατά 14,2%, με τα κέρδη να ανέρχονται στα 4,375 δισ. ευρώ, καθώς τα λειτουργικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 7,4% και τα καθαρά έσοδα από τόκους κατά 5,8%.
Καλύτεροι δείκτες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης
Πέραν των πολύ καλών οικονομικών αποτελεσμάτων, η σύγκριση των δεικτών αποδοτικότητας των ελληνικών τραπεζών με τον μέσο όρο της ευρωζώνης αποκαλύπτει ότι οι ελληνικές τράπεζες υπερέχουν καθαρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης που συμπυκνώνει καλύτερα την αποδοτικότητα, ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, που αποτυπώνει τη σχέση των κερδών με τα ίδια κεφάλαια, διαμορφώθηκε σε 12,2% το 2024, πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη, που ήταν 9,5%.
Με άλλα λόγια, με τα ίδια κεφάλαια, οι ελληνικές τράπεζες αποδίδουν 30% περισσότερα κέρδη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Οι δείκτες αποκαλύπτουν ότι αυτό δεν είναι συνέπεια μόνο των μεγαλύτερων περιθωρίων επιτοκίου που διατηρούν οι ελληνικές τράπεζες, κυρίως ως αποτέλεσμα των χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων (στα δάνεια, παρατηρείται σύγκλιση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης).
Πράγματι, το μέσο περιθώριο επιτοκίου των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης: διαμορφώθηκε σε 2,6% το 2024, ουσιαστικά αμετάβλητο σε σχέση με το 2023, ενώ στην ευρωζώνη ήταν μόλις 1,6%.
Όμως αυτός δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που εξηγεί πώς έφτασαν οι ελληνικές τράπεζες να ξεπεράσουν με τόση διαφορά τις ευρωπαϊκές στην απόδοση κεφαλαίου. Άλλοι βασικοί δείκτες αποδοτικότητας δείχνουν εξαιρετική εικόνα, η οποία δεν είναι άσχετη με τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια:
- Λειτουργικά έξοδα/λειτουργικά έσοδα (δείκτης αποτελεσματικότητας): Ύστερα από χρόνια συρρίκνωσης των δικτύων, μείωσης του προσωπικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κατεβάσει στο 36% το ποσοστό των λειτουργικών εξόδων προς τα λειτουργικά έξοδα, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης τοποθετείται σχεδόν 20% (!) υψηλότερα, στο 54,9%. Η λιτή δομή που έχουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες είναι ένας μόνιμος παράγοντας ενίσχυσης της κερδοφορίας τους.
- Προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο/δάνεια μετά από προβλέψεις (κόστος πιστωτικού κινδύνου): Ο δείκτης Cost of Risk, που παρακολουθούν πολύ στενά οι αναλυτές, αποτυπώνει τις προβλέψεις που σχηματίζουν οι τράπεζες για τον πιστωτικό κίνδυνο ως ποσοστό των χαρτοφυλακίων δανείων. Πριν «καθαρίσουν» οι τράπεζες τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αντιμετώπιζαν συνεχή «αιμορραγία» κερδών από τον σχηματισμό προβλέψεων, ενώ πλέον ο δείκτης έχει πέσει πολύ κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης (0,7% έναντι 0,5%). Η μείωση των προβλέψεων πρόσθεσε 500 εκατ. ευρώ στην κερδοφορία των τραπεζών το 2024, σύμφωνα με την ΤτΕ, ενώ οι διοικήσεις των τραπεζών εκτιμούν ότι το CoR θα μειωθεί κι άλλο το 2025.
Οι καλύτερες επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών σε όλους τους δείκτες αποδοτικότητας αποκρυσταλλώνονται στη μεγάλη διαφορά των δεικτών αποδοτικότητας ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Στην αποδοτικότητα ενεργητικού (κέρδη ως ποσοστό του ενεργητικού) οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στο 1,3%, έναντι μόλις 0,7% για τις ευρωπαϊκές. Αντίστοιχα, όπως προαναφέρθηκε στην αποδοτικότητα των κεφαλαίων οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στο 12,2% έναντι 9,5% για τις ευρωπαϊκές.
Δείκτες αποδοτικότητας τραπεζικών ομίλων (ποσοστά %) | Ελλάδα |
| Τραπεζική Ένωση |
| 2023 | 2024 | 2024 |
Καθαρά έσοδα από τόκους/ενεργητικό (καθαρό επιτοκιακό περιθώριο) | 2,7 | 2,6 | 1,6 |
Λειτουργικά έξοδα/ενεργητικό | 1,2 | 1,2 | 1,3 |
Λειτουργικά έξοδα/λειτουργικά έσοδα (δείκτης αποτελεσματικότητας) | 35,4 | 36,2 | 54,9 |
Προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο/δάνεια μετά από προβλέψεις (κόστος πιστωτικού κινδύνου) | 1,1 | 0,7 | 0,5 |
Αποδοτικότητα ενεργητικού | 1,2 | 1,3 | 0,7 |
Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων | 12 | 12,2 | 9,5 |
Τα κέρδη του 2024 και οι προοπτικές για το 2025
Σύμφωνα με την ΤτΕ, το 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,8 δισεκ. ευρώ το 2023.
Στην εξέλιξη αυτή, τονίζει η ΤτΕ, συνέβαλαν θετικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο, ενώ αρνητικά επέδρασε η αύξηση των λειτουργικών εξόδων. Επιπλέον, σημαντική υπήρξε η συμβολή της επέκτασης των διεθνών δραστηριοτήτων, κυρίως στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης των μεγεθών της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο από την Eurobank.
Αξίζει να σημειωθεί μια ποιοτική διαφοροποίηση στη διάρθρωση των εσόδων των τραπεζών. Η σημαντική αύξηση των εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες (προμήθειες και αμοιβές), κατά 13%, δείχνει ότι αποδίδει καρπούς η προσπάθεια να αυξήσουν τα έσοδα αυτής της κατηγορίας πιο κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τα έσοδα τόκων. Βεβαίως, ο στόχος αυτός παραμένει μακρινός, καθώς τα έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες αντιστοιχούν σε ποσοστό 24% των λειτουργικών εσόδων, πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη.
Αποτελέσματα χρήσεως του ελληνικού τραπεζικού τομέα
(ποσά σε εκατ. ευρώ)
| 2023 | 2024 | Μεταβολή (%) |
Λειτουργικά έσοδα | 11.013 | 11.830 | 7,4 |
Καθαρά έσοδα από τόκους | 8.511 | 9.002 | 5,8 |
Έσοδα από τόκους | 14.203 | 16.279 | 14,6 |
Έξοδα τόκων | -5.692 | -7.277 | 27,8 |
Καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες | 2.502 | 2.828 | 13 |
Καθαρά έσοδα από προμήθειες | 1.801 | 2.137 | 18,6 |
Έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις | 306 | 421 | 37,7 |
Λοιπά λειτουργικά αποτελέσματα | 395 | 270 | -31,7 |
Λειτουργικά έξοδα | -3.901 | -4.280 | 9,7 |
Δαπάνες προσωπικού | -1.923 | -2.177 | 13,3 |
Διοικητικά έξοδα | -1.363 | -1.436 | 5,4 |
Αποσβέσεις | -616 | -666 | 8,3 |
Καθαρά έσοδα (λειτουργικά έσοδα – λειτουργικά έξοδα) | 7.112 | 7.550 | 6,2 |
Προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο | -1.689 | -1.216 | -28 |
Λοιπές ζημίες απομείωσης | -386 | -803 | >100 |
Μη επαναλαμβανόμενα κέρδη/ζημίες | 97 | 108 | 11,5 |
Κέρδη(+)/Ζημίες (-) προ φόρων | 5.134 | 5.638 | 9,8 |
Φόροι | -1.212 | -1.313 | 8,3 |
Κέρδη(+)/Ζημίες(-) από διακοπτόμενες δραστηριότητες | -89 | 50 | - |
Κέρδη(+)/Ζημίες (-) μετά από φόρους | 3.832 | 4.375 | 14,2 |
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι ο βασικότερος παράγοντας που θα επηρεάσει φέτος την κερδοφορία των τραεπζών θα είναι η μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων. Όπως σημειώνει, όσον αφορά τις προοπτικές για την κερδοφορία, μερικοί από τους παράγοντες που αναμένεται να την επηρεάσουν το 2025 είναι οι εξής:
- Η αρνητική επίδραση στα καθαρά έσοδα τόκων από τη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024,
- η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών για νέες εκταμιεύσεις δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά,
- οι επιπτώσεις της επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ στην πορεία της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες ενδέχεται να είναι αρνητικές όσον αφορά τη ζήτηση για νέα δάνεια,
- τυχόν αναταραχή στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων,
- η διαφοροποίηση των πηγών εσόδων των τραπεζών μέσω εξαγορών και η συμβολή της επέκτασης των διεθνών δραστηριοτήτων ορισμένων τραπεζικών ομίλων, και
- η χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που δύναται να επηρεάσει το κόστος πιστωτικού κιν-δύνου των τραπεζών.