Ένα «ευχάριστο πρόβλημα», όπως λέγεται συνήθως για τους προπονητές ποδοσφαίρου που έχουν ομάδες με πολλούς αστέρες, θα έχει να αντιμετωπίσει ο Κωστής Χατζηδάκης τα επόμενα χρόνια: Ο προϋπολογισμός θα έχει ένα «μαξιλάρι» που υπολογίζεται σε 1,4% του ΑΕΠ τον χρόνο και η κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει σε ποιες φορολογικές ελαφρύνσεις ή σε άλλες παροχές θα «ξοδέψει» αυτούς τους πόρους, έχοντας πάντα κατά νου και τον εκλογικό κύκλο, καθώς η ιστορία διδάσκει ότι οι παροχές πρέπει να μοιράζονται στον χρόνο για να είναι πολιτικά αποτελεσματικές και όχι να συγκεντρώνονται στην προεκλογική περίοδο σε λογική «δώσ' τα όλα».
Η Ελλάδα έχει μπει με το δεξί στη νέα περίοδο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, καθώς έχει ήδη ένα ιστορικό υπέρβασης των δημοσιονομικών στόχων και εκτιμάται ότι και τα επόμενα χρόνια θα περάσει με άνεση πάνω από τον πήχη των περίπου δύο μονάδων του ΑΕΠ, που είναι το ελάχιστο πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο θεωρείται συμβατό με τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς επαρκεί για την αποπληρωμή των τόκων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, δύο θεσμικοί φορείς που κατά κανόνα περιγράφουν με υψηλή αξιοπιστία τις δημοσιονομικές εξελίξεις έδωσαν πρόσφατα μια πολύ σαφή εικόνα της... άνεσης με την οποία θα διαχειρισθεί το οικονομικό επιτελείο τα δημόσια οικονομικά τα επόμενα χρόνια.
ΤτΕ: Περιθώριο ίσο με 1,4% του ΑΕΠ
Ειδικότερα, σχολιάζοντας το νέο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό - Διαρθρωτικό Σχέδιο (ΜΔΣ) για την περίοδο 2025 - 2028, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι «ως νέος βασικός κανόνας παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες ορίζεται το όριο δαπανών, το οποίο καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη, αφού πρώτα προσδιοριστούν οι ανάγκες δημοσιονομικής προσαρμογής σε όρους διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος».
Με άλλα λόγια, τίθεται πρώτα ένας στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα και, με βάση αυτόν τον στόχο, προσδιορίζεται το ετήσιο πλαφόν για τις δαπάνες.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η δημοσιονομική προσαρμογή που υπολογίσθηκε ότι χρειάζεται είναι ελάχιστη. Σύμφωνα με το ΜΔΣ, όπως τονίζει η ΤτΕ, «η σωρευτική δημοσιονομική προσαρμογή (σε όρους διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος) που απαιτείται κατά τη τετραετία 2025 - 2028 για την ικανοποίηση όλων των κριτηρίων βιωσιμότητας εκτιμάται σε 0,4 ποσ. μον. του ΑΕΠ (ή 0,1 ποσ. μον. του ΑΕΠ ετησίως). Για την επίτευξη αυτής της προσαρμογής, απαιτείται ρυθμός αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών ο οποίος προβλέπεται να μην υπερβαίνει το 3,4% κατά μέσο όρο ετησίως (αύξηση 2025: 3,7%, 2026: 3,6%, 2027: 3,1% και 2028: 3,0%)».
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η ΤτΕ εξηγεί ότι «δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος περίπου 1,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως (ή 3,5 δισεκ. ευρώ), ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για αύξηση των δαπανών είτε για μείωση του φορολογικού βάρους. Σημειώνεται ότι η σταθερή υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων τα τελευταία χρόνια, που συνδέθηκε με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την καλύτερη φορολογική συμμόρφωση, επέτρεψε στις ελληνικές αρχές να επιτύχουν μεγαλύτερη αύξηση των καθαρών δαπανών τη συγκεκριμένη περίοδο, σε σύγκριση με τις αρχικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο τα οφέλη των μέτρων καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης».
ΟΔΔΗΧ: Συνεχείς υπερβάσεις στόχου
Από την πλευρά του, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, στην έκθεσή του για τη χρηματοδοτική στρατηγική του 2025, η οποία απευθύνεται κυρίως στους ξένους διαχειριστές κεφαλαίων, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα ξεπέρασε ήδη στο πρόσφατο παρελθόν τους δημοσιονομικούς στόχους και θα συνεχίσει να τους ξεπερνά:
- Η Ελλάδα υπερέβη τους δημοσιονομικούς στόχους της τα τελευταία τρία χρόνια, επιτυγχάνοντας ανοδικά αναθεωρημένο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ το 2023, μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, έναντι στόχου 1,1%. Οι δημοσιονομικές επιδόσεις παραμένουν σταθερές, με την εκτέλεση του Προϋπολογισμού το 11μηνο 2024 να δείχνει ότι η εκτίμηση του Προϋπολογισμού 2025 για ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το 2024 θα ξεπεραστεί.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην τελευταία έκθεσή της (φθινόπωρο 2024), προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης για την Ελλάδα 2,9% του ΑΕΠ για το 2024 και 3,1% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, το 2025-26.
- Η αύξηση της αποτελεσματικότητας μέσω φορολογικών μεταρρυθμίσεων και η ταχεία αύξηση των πληρωμών χωρίς μετρητά, η ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση και κερδοφορία των επιχειρήσεων, καθώς και η αύξηση των μισθολογικών και μη μισθολογικών εισοδημάτων σε συνδυασμό με τον αξιόπιστο έλεγχο των δαπανών και την πτώση των επιτοκίων, δημιουργούν πρόσθετους ανοδικούς κινδύνους για τις δημοσιονομικές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια, παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση του εγχώριου πληθωρισμού κοντά στο 2% και τις αυξημένες δημοσιονομικές προκλήσεις για αρκετές οικονομίες παγκοσμίως.
Αναζητώντας τις κατάλληλες παροχές...
Με δεδομένη τη δημοσιονομική άνεση για τα επόμενα χρόνια, δηλαδή για μια περίοδο που καλύπτει και τον προγραμματισμένο χρόνο των επόμενων εκλογών -το 2027, σύμφωνα με επανειλημμένες δηλώσεις του πρωθυπουργού, στον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής από το 2025 και μετά θα πρέπει να ενσωματωθούν νέες φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλες παροχές, που θα αξιοποιήσουν αυτό το «μαξιλάρι» που υπολογίζεται σε 1,4% του ΑΕΠ -το πιθανότερο, βέβαια, είναι ότι ένα μέρος θα μείνει στην άκρη για λόγους ασφάλειας της οικονομικής πολιτικής, αλλά πάντως το μεγαλύτερο μέρος θα κατευθυνθεί σε παροχές.
Σε αυτόν τον προβληματισμό, υπάρχουν ήδη φορολογικά μέτρα που έχουν αποκλεισθεί για διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα, δεν φαίνεται να υπάρχει σοβαρό περιθώριο για μειώσεις του ΦΠΑ ή των φόρων κατανάλωσης, παρότι βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα από την εποχή των μνημονίων, καθώς θεωρείται ότι ο ανεπαρκής ανταγωνισμός στην ελληνική αγορά δεν θα επέτρεπε αυτές οι μειώσεις να φθάσουν στους καταναλωτές, κάτι που επισήμανε με έμφαση και η Τράπεζα της Ελλάδος σε ειδική ανάλυση της πρόσφατης Έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική.
Η κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει σε μειώσεις άμεσων φόρων και εισφορών και αναμένεται ότι στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς πρόκειται για ελαφρύνσεις που γίνονται άμεσα αισθητές στους τελικούς αποδέκτες -καταναλωτές, εργαζόμενους, επιχειρήσεις. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στη φορολογία εισοδήματος θα επιδιωχθεί το συντομότερο να καταργηθεί ή να «ψαλιδισθεί» το σύστημα της τεκμαρτής φορολόγησης των επαγγελματιών, στον βαθμό βέβαια που θα φανεί ότι όλα τα μέτρα ψηφιακού εκσυγχρονισμού της φορολογίας θα αναιρέσουν την ανάγκη για τεκμαρτό υπολογισμό των εισοδημάτων.
Στοχευμένη μείωση εισφορών
Όμως, ένα μέτρο που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικούς όρους, εκτιμάται ότι θα ήταν μια γενναία, αλλά στοχευμένη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο οικονομικό επιτελείο κερδίζει έδαφος η πρόσφατη πρόταση του ΟΟΣΑ για μια σημαντική μείωση εισφορών που θα είναι στοχευμένη στους χαμηλόμισθους.
Όπως έχει τονίσει ο ΟΟΣΑ,
- «Παρά τις μειώσεις των τελευταίων ετών, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας παραμένει υψηλή, ιδίως οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η περαιτέρω μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, ιδίως στα χαμηλά εισοδήματα, θα στήριζε τις επενδύσεις σε δεξιότητες και θα ενίσχυε την ισότητα. Ο συνδυασμός μιας ακόμη μεγάλης φορολογικής σφήνας (σ.σ.: το άθροισμα φόρων και εισφορών που επιβάλλονται στους μισθούς) και υψηλών οριακών φορολογικών συντελεστών επιβαρύνει τη συμμετοχή στην εργασία, μειώνει τα κίνητρα των εργαζομένων να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο, π.χ. μέσω κατάρτισης, και καθιστά ακριβότερη για τις επιχειρήσεις την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων.
- Από το 2020, η Ελλάδα έχει μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, όμως οι μειώσεις των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ήταν εντελώς μη στοχευμένες, ενώ η εμπειρία άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, όπως η Γαλλία, δείχνει ότι οι μειώσεις αυτές είναι πιο αποτελεσματικές όταν στοχεύουν σε άτομα με χαμηλό εισόδημα. Μια πιο προοδευτική φορολόγηση του εισοδήματος από εργασία θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση δεξιοτήτων».
Μια μείωση των εισφορών για τους χαμηλόμισθους, πέρα από τα οικονομικά πλεονεκτήματα που περιγράφει ο ΟΟΣΑ θα έδινε και ένα πολιτικό πλεονέκτημα στην κυβέρνηση, αφού θα της επέτρεπε να υποστηρίξει ότι το «αναπτυξιακό μέρισμα» φθάνει και στους εργαζόμενους με χαμηλότερα εισοδήματα, αντιμετωπίζοντας τις επικρίσεις από την αντιπολίτευση περί «ανάπτυξης για λίγους».