Ο τίτλος του ρεπορτάζ του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD - «Ελλάδα: από προβληματικό παιδί σε πρότυπο μαθητή» - αποτυπώνει τη στροφή στην εικόνα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Το δημοσίευμα τονίζει τόσο την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει σημειώσει η χώρα μετά την κρίση, όσο και τις νέες επενδυτικές ευκαιρίες που προσελκύουν το διεθνές ενδιαφέρον.
Παράλληλα, το γερμανικό Μέσο υπενθυμίζει πως η εμπειρία της Ελλάδας προσφέρει σημαντικά διδάγματα, με έμφαση στη ψηφιακή μετάβαση και την μεταστροφή στη νοοτροπία διαχείρισης.
Το ρεπορτάζ σκιαγραφεί την Ελλάδα ως έναν ελκυστικό προορισμό με ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τον τουρισμό, ο οποίος συνεισφέρει το 30% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον επικεφαλής αγορών ομολόγων της Union Investment, Κρίστιαν Κοπφ. Ο ίδιος υπενθυμίζει ωστόσο ότι η σημερινή δυναμική έρχεται μετά από μία δεκαετία βαθιάς ύφεσης και οδυνηρών δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
«Την εποχή της κρίσης, η χώρα είχε πολύ υψηλό χρέος και έλλειμμα, ενώ οι επενδυτές είχαν πάψει να είναι πρόθυμοι να τη χρηματοδοτήσουν», επισημαίνει ο Κοπφ, θυμίζοντας πως η Ελλάδα πριν από λίγα χρόνια βρισκόταν ένα βήμα πριν την οικονομική κατάρρευση.
Επενδύσεις και νέα κεφάλαια στην ελληνική οικονομία
Σήμερα, διαπιστώνεται ανάκαμψη: μετά από αθέτηση πληρωμών και σειρά διεθνών δανείων, το ελληνικό δημόσιο πέτυχε δημοσιονομική προσαρμογή, εξασφαλίζοντας πρόσβαση στις αγορές με ευνοϊκότερους όρους. Όπως σχολιάζει ο Μάριαν Βεντ, επικεφαλής του γραφείου Αθήνας του Ιδρύματος Konrad Adenauer, τα νέα κεφάλαια έχουν αξιοποιηθεί σε επενδύσεις υποδομών, γεγονός που προσελκύει πλέον μεγάλους ξένους επενδυτές.
Η Γερμανία παραμένει ο μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα, καλύπτοντας το 20% των άμεσων ξένων επενδύσεων, με δεύτερη την Ιταλία, ενώ το παράδειγμα της γερμανικής Boehringer Ingelheim αναδεικνύει τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου. Η εταιρεία συνεισφέρει σχεδόν το 1% του ελληνικού ΑΕΠ και συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό 5% που αντιπροσωπεύουν οι γερμανικές επιχειρήσεις. Εκτός από τον τουρισμό, στην Ελλάδα διαμορφώνονται νέα πεδία ανάπτυξης σε τομείς όπως η ενέργεια, η υγεία και η ψηφιοποίηση.
Την ίδια στιγμή, καθοριστικός αποδεικνύεται ο αναβαθμισμένος ρόλος της χώρας στον τομέα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Το λιμάνι του Πειραιά λειτουργεί ως ένα κομβικό κέντρο logistics μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτελώντας για τη ΝΑ Ευρώπη έναν στρατηγικό «διάδρομο» προς τις βαλκανικές αγορές. «Η Ελλάδα είναι η πύλη προς την Ευρώπη και οι Κινέζοι το έχουν αξιοποιήσει αυτό στο έπακρο» τονίζει ο Βεντ, σημειώνοντας πως η ιδιωτικοποίηση του Πειραιά, κατ’ επιταγή των πιστωτών στη διάρκεια της κρίσης, οδήγησε στην κινεζική διαχείρισή του. Πλέον, το λιμάνι λειτουργεί ως βασικός κόμβος για τη διακίνηση κινεζικών προϊόντων στη Νότια Ευρώπη.
Ψηφιοποίηση και αλλαγή κουλτούρας ως κλειδί βιώσιμης ανάπτυξης
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο αφορά την προώθηση της ψηφιοποίησης στην Ελλάδα, η οποία, σύμφωνα με τον Βεντ, «έχει βοηθήσει σημαντικά στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και της φοροδιαφυγής». Η συστηματική χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών ενισχύει τη διαφάνεια και περιορίζει το πεδίο φοροαποφυγής, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στη δημιουργία πρόσθετων δημοσίων εσόδων.
Το υψηλό ποσοστό εμπιστοσύνης στον ιδιωτικό τομέα και η προθυμία υιοθέτησης καινοτομίας χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ελληνική επιχειρηματική κουλτούρα, διαφοροποιώντας τη σημαντικά από παραδοσιακά πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών. «Η προσέγγιση των Ελλήνων είναι: ξεκινάμε, και τα προβλήματα θα τα διαχειριστούμε στη συνέχεια. Σε αντίθεση, οι Γερμανοί αναμένουν πλήρη οργάνωση πριν καν αρχίσουν», επισημαίνει ο Βεντ, τονίζοντας πως αυτή η ευελιξία μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση.
Συνολικά, όπως επισημαίνει το ρεπορτάζ του ARD, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχέως, καταγράφοντας ρυθμό 2,3% για το 2024, με την επιστροφή ισχυρών επενδυτικών ροών και τον τουρισμό να καταρρίπτει ρεκόρ αφίξεων, φτάνοντας τα 40 εκατομμύρια επισκέπτες. Στον πυρήνα αυτής της δυναμικής βρίσκονται η όλο και εντονότερη εξωστρέφεια, αλλά και η ταχεία προσαρμογή στο νέο ψηφιακό περιβάλλον, στοιχεία που επαναπροσδιορίζουν τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας ως αξιόπιστου εταίρου στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία.