Τρείς «κόφτες» για την απαλλαγή από τα τεκμήρια διαβίωσης των πληττόμενων εργαζομένων και επαγγελματιών, καθώς και των ιδιοκτητών ακινήτων με μειωμένα ενοίκια, για την απαλλαγή τους από τα τεκμήρια διαβίωσης για τα εισοδήματα του 2020 που θα δηλωθούν φέτος στην εφορία, περιλαμβάνουν τα «ψιλά γράμματα» της τροπολογίας με που κατατέθηκε χθες στη Βουλή.
Την ίδια ώρα «στα μαλακά» πέφτουν όλοι ανεξαιρέτως οι φορολογούμενοι που δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις ελάχιστο ποσοστό του 30% επί του εισοδήματος τους καθώς για τους πληττόμενους καταργείται το πέναλτι του 22% ενώ για τους υπόλοιπους «κουρεύεται» έως και 50% ανάλογα με το έλλειμμα στην αξία των αποδείξεων.
Για ποιους και με ποιες προϋποθέσεις απενεργοποιούνται τα τεκμήρια διαβίωσης
- για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και το 2020 εντάχθηκαν στους πληττόμενους ΚΑΔ ή έκλεισαν με κρατική εντολή ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος της αναστολής λειτουργίας.
- για τους εργαζόμενους που τέθηκαν σε αναστολή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του 2020 καθώς και τους εργαζόμενους που εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020,
- για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID -19.
Ωστόσο οι παραπάνω κατηγορίες φορολογούμενων για να γλυτώσουν το πρόσθετο φόρο σε περίπτωση που το εισόδημα που προκύπτει από τα τεκμήρια διαβίωσης είναι υψηλότερο από το πραγματικό θα πρέπει να καλύπτουν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- τουλάχιστον σε ένα από τα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη να μην πιάστηκαν στη παγίδα των τεκμηρίων
- δεν είχαν αύξηση στα τεκμήρια διαβίωσης το φορολογικό έτος 2020 σε σχέση με το φορολογικό έτος 2019
- τα δηλωθέντα εισοδήματα τους καλύπτουν το «πόθεν έσχες» σε περίπτωση δαπάνης απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Ακόμα και αν τα δυο προηγούμενα φορολογικά έτη φορολογήθηκαν με βάση τα τεκμήρια και για το φορολογικό έτος 2020 προκύπτει προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων ο πρόσθετος φόρος που θα κληθούν να πληρώσουν θα υπολογιστεί στο μικρότερο ποσό του τεκμαρτού εισοδήματος μεταξύ των φορολογικών ετών 2018, 2019 και 2020 εφόσον βέβαια δεν υπήρξε αύξηση των αντικειμενικών δαπανών του φορολογικού έτους 2020 σε σχέση με το φορολογικό έτος 2019.
Για ποιους καταργείται ο έξτρα φόρος 22% για μη κάλυψη του ορίου των ηλεκτρονικών αποδείξεων
Οι φορολογούμενοι που συμπλήρωσαν στις 31-12-2019 το 60ο έτος της ηλικίας τους καθώς και οι πληττόμενοι εργαζόμενοι και επαγγελματίες γλυτώνουν το «πέναλτι» σε περίπτωση που εμφανίσουν στις φετινές φορολογικές δηλώσεις λιγότερη αξία αποδείξεων αυτή που προβλέπει ο νόμος.
Για παράδειγμα κάποιος με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ που θα έπρεπε να συγκεντρώσει αποδείξεις αξίας 4.500 ευρώ και συγκέντρωνε 3.500 ευρώ θα καλούνταν να πληρώσει έξτρα φόρο 220 ευρώ ενώ με την νέα ρύθμιση η επιβάρυνση μηδενίζεται.
Ποιοι θα έχουν μείωση έως 50%
Οι μη πληττόμενοι που συγκέντρωσαν το 2020 ηλεκτρονικές αποδείξεις τουλάχιστον 20% του εισοδήματος τους αλλά δεν κάλυψαν το όριο του 30% επί της διαφοράς δεν θα πληρώσουν πρόσθετο φόρο με συντελεστή 22% αλλά με 11%.
Για παράδειγμα φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ συγκέντρωσε αποδείξεις αξίας 2.000 ευρώ ενώ θα έπρεπε η αξία τους να είναι 3.000 ευρώ. Για τη διαφορά των 1.000 ευρώ δεν θα πληρώσει 220 ευρώ αλλά 110 ευρώ.
Μείωση του πέναλτι θα έχουν και όσοι συγκέντρωσαν αποδείξεις κάτω από το 20% του εισοδήματος τους καθώς η ποινή για όσους υπολείπονται από το όριο του 30% υπολογίζεται κλιμακωτά ως εξής: Για το ποσό των αποδείξεων που λείπει έως το όριο του 20% του εισοδήματος ο έξτρα φόρος θα είναι 22% ενώ για το υπολειπόμενο ποσό από το 20% και πάνω έως το 30% ο συντελεστής του πρόσθετου φόρο πέφτει στο 11%.
Για παράδειγμα μη πληττόμενος μισθωτός με πραγματικό εισόδημα 20.000 ευρώ κάλυψε το 15% του εισοδήματός του με αποδείξεις, δηλαδή συγκέντρωσε 3.000 ευρώ αντί 6.000 ευρώ που απαιτείται. Δηλαδή του λείπουν αποδείξεις αξίας 3.000 ευρώ. Στα 1.000 ευρώ του ακάλυπτου ποσού δαπανών θα επιβληθεί πρόστιμο με συντελεστή 22% δηλαδή 220 ευρώ και στα άλλα 2.000 ευρώ θα επιβληθεί πέναλτι 11% (220 ευρώ). Συνολικά δηλαδή θα πληρώσει έξτρα φόρο 440 ευρώ ενώ με την αρχική ρύθμιση θα πλήρωνε 660 ευρώ. Θα γλιτώσει φόρο 220 ευρώ.
Πώς «ψαλιδίζεται» η αξία των αποδείξεων
Ο κίνδυνος καταβολής έξτρα φόρου για το έλλειμμα των αποδείξεων περιορίζεται σημαντικά, καθώς για τον προσδιορισμό του πραγματικού εισοδήματος από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα επί του οποίου υπολογίζεται το όριο των αποδείξεων δεν λαμβάνονται υπόψη οι έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, οι αποζημιώσεις απόλυσης εργαζομένων, τα ειδικά επιδόματα που λαμβάνουν κατηγορίες εργαζομένων όπως ναυτικοί, το επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων, το επίδομα αναζήτησης εργασίας, η αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης, η είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή οικονομικής ενίσχυσης, λόγω διάλυσης αλιευτικού σκάφους.
Επίσης στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης και το ποσό της διατροφής που δίδεται στον/στην διαζευγμένο/-η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή εξαρτώμενο τέκνο, εφόσον καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Τα κριτήρια για τη μη φορολόγηση των ανείσπρακτων ενοικίων
Τα ενοίκια που δεν εισέπραξαν το 2020 οι εκμισθωτές ακινήτων δεν συνυπολογίζονται στο συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου στην περίπτωση που μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της φορολογικής δήλωσης έχει κοινοποιηθεί στον μισθωτή εξώδικη καταγγελία της μίσθωσης, λόγω μη καταβολής του μισθώματος ή εξώδικη όχληση για την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων. Εάν έχει κοινοποιηθεί οποιοδήποτε εξώδικο, ο φορολογούμενος οφείλει, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της φορολογικής δήλωσης να προσκομίσει διαταγή πληρωμής ή διαταγή απόδοσης χρήσης μίσθιου ή δικαστική απόφαση αποβολής ή επιδίκασης μισθωμάτων ή αντίγραφο της αγωγής αποβολής ή επιδίκασης μισθωμάτων, προκειμένου να μην φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά στο φορολογικό έτος 2020.