Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συζητήθηκε η αίτηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ο οποίος επιδιώκει την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός του για ενημέρωση σχετικά με τους λόγους που διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Ο κ. Κουκάκης έχει προσφύγει στο ΣτΕ και ζητά να ακυρωθούν δύο αποφάσεις: αφενός, η πράξη του προέδρου της ΑΔΑΕ, σύμφωνα με την οποία ενημερώθηκε ότι ο υπηρεσιακός φάκελος της άρσης απορρήτου ζητήθηκε από την ΕΥΠ αλλά δεν διαβιβάστηκε ποτέ στην ΑΔΑΕ και, αφετέρου, η άρνηση της ΕΥΠ να παραδώσει τον φάκελο με τα σχετικά στοιχεία στην Αρχή.
Ο δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν διασφάλισε τη διαβίβαση των ζητηθέντων στοιχείων από την ΕΥΠ, παραβιάζοντας τις συνταγματικές επιταγές και τη νομοθεσία. Επίσης, σημειώνει ότι η ΕΥΠ αρνήθηκε να συνεργαστεί με την ΑΔΑΕ για την αποστολή του φακέλου, κατά παράβαση των ίδιων διατάξεων.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η εισηγήτρια σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσίωτη παρέπεμψε στην απόφαση 465/2024 της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Η απόφαση αυτή έκρινε ότι η πλήρης απαγόρευση ενημέρωσης των θιγομένων για την επιβολή του μέτρου άρσης του απορρήτου, μετά τη λήξη του μέτρου και εφόσον δεν υφίσταται διακινδύνευση εθνικής ασφάλειας, συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, αντίθετο με το άρθρο 19 του Συντάγματος και τις ευρωπαϊκές διατάξεις για τα προσωπικά δεδομένα.
Ο συνήγορος του κ. Κουκάκη, Γεώργιος Σταματιάδης, ανέφερε ότι η ΑΔΑΕ ως εγγυητής του απορρήτου είχε συνταγματική υποχρέωση να ζητήσει από την ΕΥΠ τα στοιχεία που αφορούσαν τον εντολέα του και τους λόγους άρσης του απορρήτου.
Από την πλευρά της ΑΔΑΕ, ο δικηγόρος Ηλίας Θεοδωράτος υποστήριξε ότι ο δημοσιογράφος όφειλε να απευθυνθεί στην ΕΥΠ, καθώς αυτή είναι η αρμόδια αρχή για να παρέχει τα ζητούμενα στοιχεία. Επιπλέον, τόνισε ότι η ΑΔΑΕ δεν διαθέτει νομοθετική εξουσιοδότηση για να ερευνήσει εισαγγελικές παραγγελίες σχετικές με την άρση απορρήτου.
Η ΕΥΠ, εκπροσωπούμενη από τη Σταυρούλα Μπανάκου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συντάχθηκε με τις θέσεις της ΑΔΑΕ, υποστηρίζοντας ότι αρμόδια για την παροχή των στοιχείων είναι αποκλειστικά η ΕΥΠ.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται πλέον να αποφανθεί για σειρά ζητημάτων, μεταξύ των οποίων αν η ΑΔΑΕ άσκησε ορθά τις αρμοδιότητές της, αν οι πράξεις που προσβάλλονται είναι εκτελεστές και νομίμως αιτιολογημένες, καθώς και αν η άρνηση της ΕΥΠ να θέσει υπόψη της ΑΔΑΕ τον φάκελο παρακολούθησης παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.
Επιπλέον, θα κριθεί αν η στάση της ΑΔΑΕ επηρεάζει τον πυρήνα της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας και της ελευθερίας του Τύπου, λόγω μη παροχής ουσιαστικών πληροφοριών για τους λόγους άρσης του απορρήτου, καθώς και αν παραβιάζεται η συνταγματική προστασία της πληροφόρησης.
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.
Παράλληλα, συνεχίζεται ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου η δίκη τεσσάρων επιχειρηματιών που κατηγορούνται για τηλεφωνικές υποκλοπές μέσω του κακόβουλου λογισμικού Predator, με την κατάθεση μαρτύρων, μεταξύ των οποίων και πρώην υπάλληλος της ΕΥΠ που είχε δεχθεί επιθέσεις με το συγκεκριμένο λογισμικό.
Η μάρτυρας, που δήλωσε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, ανέφερε ότι τον Μάρτιο του 2021 έλαβε επτά μολυσμένα μηνύματα, τα οποία συνέδεσε με μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση στην υπηρεσία και με προσφυγή για μετάθεσή της σε ανενεργή θέση, μαζί με άλλους συναδέλφους.
Όπως κατέθεσε, άλλαξε κινητό τηλέφωνο θεωρώντας ότι βρισκόταν σε νόμιμη επισύνδεση και, όταν ενημέρωσε για το νέο τηλέφωνο, δέχθηκε και άλλο μολυσμένο μήνυμα. Τόνισε ότι θεωρεί πως η υπηρεσιακή της κατάσταση συνδέεται με την παρακολούθησή της, επισημαίνοντας πως η υπόθεση αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία πρέπει να εντοπίσει η Δικαιοσύνη.