Τις επιλογές της κυβέρνησης που περιορίζουν τις δυνατότητες αύξησης του δημοσιονομικού χώρου και οδηγούν σε εκτεταμένες περικοπές, ανέδειξε ο Νίκος Παππάς, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και βουλευτής Β3 Νότιου Τομέα Αθηνών, κατά την τοποθέτησή του στην Ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση του νομοσχεδίου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Ο κ. Παππάς επισήμανε ότι, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, υπάρχει δυνατότητα διαμόρφωσης επιπλέον δημοσιονομικού χώρου εφόσον εφαρμοστούν συγκεκριμένα μέτρα.
Ωστόσο, όπως τόνισε, η κυβέρνηση επιλέγει να μην προχωρήσει σε φορολόγηση τραπεζών, εταιρειών ενέργειας και υψηλών εισοδημάτων, με αποτέλεσμα να διατίθεται μόνο 1,7 δισ. ευρώ δημοσιονομικού χώρου.
Στη συνέχεια, ανέφερε τις σημαντικές περικοπές που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2026-2029, σημειώνοντας ότι το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το υπουργείο Τουρισμού και το υπουργείο Πολιτισμού θα υποστούν μειώσεις κατά το ήμισυ.
Ειδικά για τη γεωργία, εκτίμησε ότι θα χαθούν 400 εκατ. ευρώ, ενώ για την Παιδεία η μείωση φτάνει τα 700 εκατ. ευρώ.
Ο βουλευτής έδωσε έμφαση στην αποτυχία αξιοποίησης ευρωπαϊκών πόρων, παραθέτοντας στοιχεία για προγράμματα όπως το Smarter Europe, όπου δεν έχει δεσμευτεί ή εκταμιευτεί κανένα ποσό από τα προβλεπόμενα 155 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, στη δράση για επιχειρηματική ανάπτυξη και διεθνοποίηση, έχουν δαπανηθεί μόλις 35 εκατ. ευρώ από τα 600 εκατ., γεγονός που, όπως υπογράμμισε, αναδεικνύει χαμηλή απορροφητικότητα των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Σχετικά με τη ρύθμιση των δανείων σε ελβετικό φράγκο, χαρακτήρισε το μέτρο ανεπαρκές, επισημαίνοντας ότι δεν προστατεύει τους δανειολήπτες.
Επιπλέον, άσκησε κριτική στη μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ, σημειώνοντας ότι δεν πρόκειται να επιφέρει ουσιαστική κάθαρση.
Ολοκληρώνοντας, ο κ. Παππάς προειδοποίησε για τις αρνητικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας υπό το ισχύον πλαίσιο, καλώντας σε πολιτική αλλαγή και συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων για την αποτροπή περικοπών, τη βελτίωση της απορροφητικότητας ευρωπαϊκών πόρων και την ενίσχυση των επενδύσεων.