Η 18η Μαρτίου θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ιστορική ημέρα όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για την Ευρώπη, καθώς η Bundestag καλείται να ψηφίσει την πρόταση για πάγωμα του «φρένου χρέους» και πρόσθετες δαπάνες έως και 1 τρισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.
Τα παραπάνω κεφάλαια εντός ενός αρκετά μακροχρόνιου ορίζοντα θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της άμυνας, τη βελτίωση των υποδομών, αλλά και την ανάπτυξη έργων φιλικών προς το περιβάλλον, ενώ παράλληλα χαλαρώνει και ο «κλοιός» για τον δανεισμό των ομοσπονδιακών κρατιδίων.
Η απόφαση αυτή, αν και θα δημιουργήσει πιέσεις στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων, θεωρήθηκε ως ορθή από τους αναλυτές. Όπως αναφέρει ο οίκος Moody’s σε έκθεσή του «με τους γεωπολιτικούς κινδύνους να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα και τις προοπτικές απομάκρυνσης των ΗΠΑ από την Ευρώπη, η ανακοίνωση αυτή στέλνει ένα θετικό μήνυμα σχετικά με την προθυμία και την ικανότητα της μελλοντικής κυβέρνησης συνασπισμού να εφαρμόσει αποφασιστικές και αποτελεσματικές πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι σημαντικό. Τα ετήσια ελλείμματα της γενικής κυβέρνησης θα διευρυνθούν έως και κατά 2,5% του ΑΕΠ και το χρέος προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες έως το 2026 σε σύγκριση με την τρέχουσα πρόβλεψή μας και θα αυξηθεί περαιτέρω τα επόμενα έτη. Η αυξημένη έκδοση χρέους θα αυξήσει τις πληρωμές τόκων και θα αποδυναμώσει τις μετρήσεις οικονομικής προσιτότητας του χρέους πέραν των σημερινών προβλέψεών μας.
Ωστόσο, συνολικά θεωρούμε ότι η επίδραση της δημοσιονομικής ισχύος είναι διαχειρίσιμη. Μια τέτοια αύξηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις θα στηρίξει επίσης την οικονομική ανάπτυξη μετά το 2026, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση ενός από τους κύριους πιστωτικούς περιορισμούς της Γερμανίας».
Οι βασικοί στόχοι
Το νομοσχέδιο συντάχθηκε από το κεντροδεξιό μπλοκ της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CD) και της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CDU/CSU) και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), ενώ για να περάσει η πρόταση επετεύχθη και η στήριξη των Πρασίνων.
Μέχρι σήμερα ο κανόνας ήταν ότι το ομοσπονδιακό κράτος μπορεί να ξοδεύει μόνο όσα χρήματα εισπράττει, ενώ ο δανεισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει το 0,35% του γερμανικού ΑΕΠ.
Όμως, για να καλυφθούν τόσο οι αμυντικές όσο και οι υπόλοιπες δαπάνες της Γερμανίας αυτός ο κανόνας καταργείται. Η πρόταση προς ψήφιση αναφέρει ότι τα κονδύλια θα χρησιμοποιηθούν για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις αλλά και για «ομοσπονδιακές δαπάνες για την πολιτική άμυνα και την πολιτική προστασία, τις υπηρεσίες πληροφοριών, την προστασία των συστημάτων πληροφορικής και την παροχή βοήθειας σε χώρες που δέχονται επιθέσεις κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου», ενώ η χρηματοδότηση μπορεί να γίνει μέσω δανεισμού. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, η οποία έχει οριστεί σε 4 δισεκατομμύρια ευρώ) για το 2025 και στην οποία πιθανώς θα προστεθούν στο εγγύς μέλλον άλλα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο νέος κανονισμός ισχύει για όλες τις δαπάνες που υπερβαίνουν το 1% του ΑΕΠ. Με βάση το οικονομικό προϊόν που θα επιτευχθεί το 2024, το 1% του ΑΕΠ αντιστοιχεί σε περίπου 43 δισ. ευρώ. Οτιδήποτε υπερβαίνει αυτό το ποσό δεν θα υπόκειται πλέον σε όρια. Ο ηγέτης του CDU και μελλοντικός καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς περιέγραψε τη σημασία αυτού του κανονισμού λέγοντας ότι θα κάνει «Ό,τι χρειαστεί!» όσον αφορά τις στρατιωτικές επενδύσεις.
Η αυστηρή απαγόρευση του χρέους για τα ομοσπονδιακά κρατίδια πρόκειται να χαλαρώσει και να ευθυγραμμιστεί με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Όλα τα ομοσπονδιακά κρατίδια μαζί θα μπορούν τότε να αναλάβουν νέο χρέος ύψους έως 0,35% του ΑΕΠ. Ο τρόπος κατανομής των αντίστοιχων ποσών θα καθοριστεί από μελλοντικό ομοσπονδιακό νόμο.
Ένα πρόβλημα είναι ότι τα ομόσπονδα κρατίδια θα πρέπει να υιοθετήσουν τη νέα ρύθμιση στα αντίστοιχα πολιτειακά συντάγματα. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις των περισσότερων κρατιδίων δεν θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων που θα απαιτούνταν για κάτι τέτοιο.
Κονδύλια για υποδομές
Η Γερμανία αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με τις υποδομές της. Οι δρόμοι, οι γέφυρες και οι σιδηρόδρομοι έχουν φθαρεί επί δεκαετίες χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη συντήρηση. Υπάρχει επίσης επείγουσα ανάγκη εκσυγχρονισμού των υποδομών ενέργειας και ύδρευσης, των τηλεπικοινωνιών, των σχολείων, των πανεπιστημίων και των νοσοκομείων. Ταυτόχρονα, η ψηφιοποίηση της χώρας υστερεί, ενώ η μετατροπή και η επέκταση των κλιματικά ουδέτερων ενεργειακών υποδομών δεν έχει επίσης ολοκληρωθεί.
Στον βασικό νόμο θα προστεθεί το άρθρο 143, το οποίο ορίζει ότι 500 δισεκατομμύρια ευρώ σε χρέος μπορούν να αντληθούν τα επόμενα δώδεκα χρόνια για επενδύσεις σε υποδομές. Από το ποσό αυτό, 100 δισεκατομμύρια ευρώ θα διατεθούν στα ομόσπονδα κρατίδια για τις υποδομές τους και 300 δισεκατομμύρια ευρώ στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Τα υπόλοιπα 100 δισ. ευρώ προορίζονται για την προστασία του κλίματος. Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης «πρόσθετες επενδύσεις για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2045».
Τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν επίσης για επενδύσεις που έχουν ήδη προγραμματιστεί. Αυτό προϋποθέτει ότι τουλάχιστον το 10% του συνολικού προϋπολογισμού πρέπει να προορίζεται για μελλοντικές επενδύσεις στον κανονικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Αυτό θα ήταν περίπου 47 δισ. ευρώ με βάση τον προϋπολογισμό του 2024. Μόνο η χρηματοδότηση που υπερβαίνει αυτό το ποσό μπορεί να προέρχεται από το χρηματοδοτούμενο με δάνεια ειδικό ταμείο.
Οι αντίθετες φωνές
Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το Κόμμα της Αριστεράς αντιτίθενται στις προτάσεις του πακέτου μέτρων για το χρέος για πολύ διαφορετικούς λόγους. Μετά τις πρόσφατες εκλογές, το AfD και το Αριστερό Κόμμα θα κατέχουν μαζί πάνω από το ένα τρίτο των εδρών και θα είναι σε θέση να μπλοκάρουν το πακέτο μέτρων για το χρέος.
Γι' αυτό το λόγο το CDU/CSU και το SPD θα επιδιώξουν να περάσει το νομοσχέδιο τους από την «παλιά» Bundestag, όπου εξακολουθούν να έχουν πάνω από τα δύο τρίτα των εδρών μαζί με τους Πράσινους. Το κοινοβούλιο αυτό συνεδριάζει ακόμη μέχρι τις 25 Μαρτίου, οπότε και θα συγκροτηθεί σε σώμα το νέο κοινοβούλιο. Το AfD και το Κόμμα της Αριστεράς προσπάθησαν να σταματήσουν την ψηφοφορία, αλλά απέτυχαν στις προσφυγές τους ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για σοβαρές συνέπειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές εάν η Γερμανία αναλάβει νέο χρέος ύψους σχεδόν 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ. Ο Λαρς Φελντ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Walter Eucken, αναμένει ότι το δημόσιο χρέος της Γερμανίας θα αυξηθεί από το σημερινό επίπεδο του 62% περίπου στο 90% του ΑΕΠ κατά τα επόμενα δέκα χρόνια.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα πρόσθετες δαπάνες για τόκους ύψους 250 έως 400 δισεκατομμυρίων ευρώ, ανάλογα με την εξέλιξη του επιτοκίου των κρατικών ομολόγων, δήλωσε ο Φελντ σε ακρόαση της επιτροπής προϋπολογισμού της Bundestag.
Η Βερόνικα Γκριμ, καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο της Νυρεμβέργης, βλέπει μια «πρόκληση για τη σταθερότητα στην Ευρώπη», όπως το έθεσε ενώπιον της Επιτροπής Προϋπολογισμού. Εάν τα επιτόκια για τα γερμανικά κρατικά ομόλογα αυξηθούν, αυτό θα προκαλέσει αύξηση των επιτοκίων για τις ήδη υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία σε επίπεδα που οι χώρες αυτές δύσκολα μπορούν να διαχειριστούν. Η Γκριμ προειδοποίησε ότι αυτό θα αυξήσει και πάλι την «ευπάθεια της ευρωζώνης».