Ισχυροί πυλώνες στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Νιγηρίας παραμένουν εταιρείες που ίδρυσαν Έλληνες μετανάστες τον προηγούμενο αιώνα. Παρά το ασταθές περιβάλλον, η ολιγάριθμη ελληνική παροικία ευημερεί, ενώ επιχειρήσεις όπως η Nigerian Bottling Company και η Flour Mills of Nigeria, που ιδρύθηκαν από τον Αναστάσιο Λεβέντη και τον Γεώργιο Κουμάνταρο αντίστοιχα, συγκαταλέγονται πλέον στους κορυφαίους βιομηχανικούς ομίλους της χώρας.
Σύμφωνα με τον ιστορικό-ερευνητή Αντώνη Χαλδαίο, η ελληνική παρουσία στη Νιγηρία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δραστηριότητα των ελληνικών εταιρειών. Όπως σημειώνει, «είναι η μοναδική ελληνική παροικία στην οποία οι εταιρείες διαμόρφωναν την ελληνική παρουσία και κατεύθυναν εν πολλοίς και τη δράση της ελληνικής κοινότητας».
Ενδεικτικό αυτής της επιρροής είναι το καταστατικό της Ελληνικής Κοινότητας Λάγος, που ιδρύθηκε το 1959 και προέβλεπε τη συμμετοχή στο διοικητικό συμβούλιο εκπροσώπων από κάθε μεγάλη ελληνική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στη χώρα. Οι εταιρείες λειτουργούσαν και ως χώροι συγκέντρωσης των Ελλήνων, καθώς δεν υπήρχε κοινοτικό ίδρυμα.
Η πρώτη ελληνική εμπορική εταιρεία στη Νιγηρία ήταν η «Πάτερσον και Ζοχώνης» (PZ), η οποία ξεκίνησε τη δράση της στα τέλη του 19ου αιώνα. Η εταιρεία, με αφετηρία τη Σιέρα Λεόνε, ίδρυσε το πρώτο κατάστημα στο Λάγος και επέκτεινε το δίκτυό της σε άλλες πόλεις, προσφέροντας εργασία σε Έλληνες που σταδιακά εξελίχθηκαν σε τμηματάρχες και διευθυντές.
Οι Έλληνες και άλλοι ξένοι στη Νιγηρία δραστηριοποιήθηκαν αρχικά στο εμπόριο φοινικέλαιου και κακάο και, αργότερα, στη διακίνηση προϊόντων βάμβακος. Τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 εμφανίστηκαν και άλλες μικρότερες ελληνικές επιχειρήσεις, όπως των Φλοιώνη, Θωμόπουλου και Μαυρίδη. Εκείνη την περίοδο, οι μεγάλες βρετανικές εταιρείες, με κυριότερη την Unilever, δημιούργησαν καρτέλ προκειμένου να περιορίσουν την αυξανόμενη επιρροή των ελληνικών εταιρειών στην αγορά.
Ο Αναστάσιος Λεβέντης, με καταγωγή από την Κύπρο, εγκαταστάθηκε στη Νιγηρία το 1934 και ίδρυσε τη δική του εταιρεία το 1936. Η «A.G. Leventis» εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό όμιλο και, από τη δεκαετία του ’50, έγινε ανταγωνιστής της Unilever. Το 1951, ο Λεβέντης ίδρυσε τη Nigerian Bottling Company, η οποία καθιερώθηκε ως ηγέτιδα δύναμη στη βιομηχανία εμφιάλωσης, ενώ αργότερα επεκτάθηκε σε γειτονικές χώρες και στην Ελλάδα, με τη σημερινή 3Ε.
Μετά το 1940, οι Έλληνες διεύρυναν τη δραστηριότητά τους στη βιομηχανία, όπως στον τομέα της σαπωνοποιίας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ενδεικτική είναι η ιστορία του Πετμεζάκη, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς λίγα χρόνια μετά την έναρξη των επιχειρήσεών του στη Νιγηρία.
Τη δεκαετία του ’60, ο Γεώργιος Κουμάνταρος ίδρυσε τη Flour Mills of Nigeria, που εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο παραγωγό αλεύρων της χώρας και αποτελεί σήμερα μία από τις κορυφαίες βιομηχανίες του αγροδιατροφικού τομέα στην Αφρική.
Το 1969, οι αδελφοί Βαρβερόπουλοι ίδρυσαν τη Nigerian Foundries, το μεγαλύτερο χυτήριο της χώρας. Η εταιρεία διεύρυνε τη δραστηριότητά της σε διάφορους τομείς μεταλλουργίας και το 2025 έγινε η πρώτη που εισήγαγε την τεχνολογία 3D εκτύπωσης μηχανημάτων στη Νιγηρία.
Στα επόμενα χρόνια, οι Έλληνες στράφηκαν και στον τομέα των κατασκευών. Τη δεκαετία του ’70, η ΕΔΟΚ ΕΤΕΡ ανέλαβε σημαντικά έργα υποδομών, ενώ τη δεκαετία του ’80, μέσω της εταιρείας Λεβέντη, δραστηριοποιήθηκαν στην κατασκευή κτιρίων. Από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στη χώρα είναι η Vita Constructions, κυπριακών συμφερόντων, η οποία έχει αναλάβει πληθώρα κυβερνητικών έργων και βρίσκεται πίσω από τη συντήρηση της ελληνικής εκκλησίας της Αναστάσεως στο Λάγος, καθώς και την κατασκευή του νέου μητροπολιτικού ναού στην Αμπούτζα.
Τα τελευταία 15 χρόνια, μετά την οικονομική κρίση, νέοι Έλληνες επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται στον τομέα των κατασκευών και του εμπορίου, κυρίως στο Λάγος και την Αμπούτζα, χωρίς προηγούμενη επαφή με τη χώρα.
Παρά τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η Νιγηρία, όπως εμφύλιες συγκρούσεις και περιστατικά απαγωγών, η ελληνική παροικία παρέμεινε στη χώρα, αριθμώντας σήμερα περίπου 150 με 180 άτομα. Οι στενοί δεσμοί με την πολιτική ηγεσία και τις οικονομικές δυνάμεις, καθώς και οι φιλανθρωπικές δράσεις των ελληνικών εταιρειών, συνέβαλαν στη διατήρηση της παρουσίας τους, ενισχύοντας παράλληλα την τοπική κοινωνία.